Μπορεί να μην έχει ακόμα δημοσιευτεί ο ισολογισμός της ΔΕΠΑ Εμπορίας για το 2023, όμως η αγορά έχει ήδη προεξοφλήσει τη σημαντική μείωση του τζίρου της εταιρείας για το παρελθόν έτος και τις αναμενόμενες ζημίες. Οι οποίες θα εμφανιστούν, ασφαλώς, περιορισμένες και ελεγχόμενες μετά το απαραίτητο λογιστικό μασάζ. Ως είθισται σε τέτοιες περιπτώσεις

Εξάλλου, για μια εταιρεία η οποία όπως αναφέρεται στην ονομασία της ασχολείται κυρίως με το εμπόριο του φυσικού αερίου, η οικονομική της λειτουργία και απόδοση εξαρτάται άμεσα από τις επικρατούσες συνθήκες στην αγορά. Ιδιαίτερα τις ισχύουσες τιμές στην ευρωπαϊκή αγορά, ενώ ένας ακόμα καθοριστικός παράγων που επηρεάζει τα αποτελέσματα είναι η ζήτηση αφού από αυτή εξαρτάται ο όγκος του προς διάθεση αερίου. Η συνεχής μείωση της κατανάλωσης του ορυκτού καυσίμου σε συνδυασμό με το υψηλό κόστος διασφάλισης της επάρκειάς του στην ελληνική αγορά κατά την ενεργειακή κρίση, που συνεχίστηκε όμως με χαμηλότερη ένταση και κατά το περασμένο έτος οδήγησε την ΔΕΠΑ Εμπορίας σε ζημίες για το 2023.

Βάσει της ενημέρωσης που έχει η αγορά από τον δημοσιευμένο ισολογισμό της Helleniq Energy, που κατέχει το 35% της ΔΕΠΑ Εμπορίας, τα κέρδη προ φόρων, τόκων και αποσβέσεων (EBITDA) της εταιρίας το 2023 έκλεισαν με αρνητικό πρόσημο στα -€ 10 εκατ. έναντι EBITDA € 111 το 2022.

Η ΔΕΠΑ εμπορίας παρουσίασε συνολικές ζημιές € 6 εκατ. ενώ πέρυσι είχε κλείσει την χρήση με καθαρά κέρδη (κατά τους φόρους) € 84 εκατομμύρια, με την ζημιογόνο αυτή πορεία να αντιστρέφεται το τελευταίο τρίμηνο το 2023.

Αντίστοιχη ήταν και η μεγάλη μείωση του κύκλου εργασιών της Επιχείρησης το 2023 (€ 1,77 δισ. έναντι € 4,8 δισ. το 2022), τόσο λόγω της χαμηλότερης ζήτησης, που έφθασε στις 50,91 TWh σε σύγκριση με 56,64 TWh το 2022 και 69,96 TWh το 2021.

Κυρίως όμως λόγω της μείωσης της μέσης τιμής στο TTF, που ως γνωστόν αποτελεί το ευρωπαϊκό benchmark, και το οποίο το 2023 διαμορφώθηκε στα € 42,07/MWh, από € 135,79/MWh το 2022 και € 44,88/MWh το 2021. Ένας ακόμα λόγος που συνέβαλλε στις ζημιές ήταν και οι εκπτώσεις που η ΔΕΠΑ Εμπορίας προσέφερε σε πελάτες της καθ’ όλο το 2023, στο πλαίσιο υλοποίησης της κυβερνητικής πολιτικής για στήριξη των καταναλωτών, και οι οποίες εκτιμώνται στα € 108,69 εκατ. σε συνέχεια εκπτώσεων ύψους € 140 εκατ. που είχε προσφέρει το 2022- με τη διαφορά ότι εκείνο το έτος είχε τα περιθώρια να το πράξει.

Όπως παρατηρούν παράγοντες της αγοράς ήταν ο συνδυασμός όλων των ανωτέρω παραγόντων που οδήγησε τελικά στην καθίζηση των αποτελεσμάτων της ΔΕΠΑ Εμπορίας το 2023. Να σημειώσουμε ότι σε προηγούμενες χρήσεις όπως λ.χ., το 2019 που θεωρείται μια “κανονική” χρόνια, ο κύκλος εργασιών της Επιχείρησης έφθασε τα € 879,6 εκατ. με κέρδη € 69,7 εκατ . Αλλά και το 2021, που ήταν χρονιά υψηλής ζήτησης και με συγκρίσιμες με το 2023 τιμές, τα έσοδα έφθασαν τα € 1,69 δισ. με κέρδη € 282,7 εκατ.

Ένας άλλος παράγοντας, λιγότερο γνωστός, που όμως έχει επηρεάσει και αυτός σε σημαντικό βαθμό την οικονομική απόδοση αυτής της κρατικής Επιχείρησης, είναι το πελατολόγιο της. Με την κατάργηση του μονοπωλίου της στην εσωτερική αγορά, ήδη από το 2017, υπήρξε σταδιακή εγκατάλειψη της ΔΕΠΑ ως βασικού προμηθευτή από ανεξάρτητους και ανερχόμενους (μεγάλους πλέον) πελάτες, όπως η Μυτιληναίος, (σήμερα Metlen) η Elpedison και ο Ηρων, ενώ παραδοσιακοί πελάτες όπως η ΔΕΗ και ορισμένες βιομηχανίες στράφηκαν και αυτές, έστω πρόσκαιρα, σε άλλους προμηθευτές, ιδίως υπό το φως της αυξημένης διείσδυσης του LNG.

Όμως, παρά τις αντίξοες συνθήκες που δημιουργήθηκαν στην ευρωπαϊκή και ελληνική αγορά τα τελευταία τρία χρόνια, η ΔΕΠΑ Εμπορίας κατάφερε να κρατήσει ένα σημαντικό μέρος του πελατολογίου της καθότι ήταν (και είναι) σε θέση να προσφέρει (ακόμη) ανταγωνιστικές τιμές. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι εισάγει αέριο απευθείας από τους παραγωγούς, βάσει μακροπρόθεσμων συμβάσεων που έχει υπογράψει με την Ρωσική Gazprom (λήγει το 2026), την Αλγερινή Sonatrach και την Αζέρικη Socar. Το ερώτημα ασφαλώς που τίθεται είναι για ποσό χρονικό διάστημα θα μπορεί η ΔΕΠΑ Εμπορίας να εισάγει ακόμη αέριο σε προνομιακές τιμές, ιδίως εάν λάβουμε υπόψη ότι η σύμβαση με την Gazprom λήγει σύντομα ενώ δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι θα ανανεωθεί.

Όπως είναι σε θέση να γνωρίζει το Energia.gr ασκούνται ήδη σοβαρές πιέσεις στην Ελληνική κυβέρνηση από το US State Department προκειμένου να τερματισθεί η συνεργασία της ΔΕΠΑ Εμπορίας με την ανωτέρω Ρωσική ενεργειακή εταιρεία, που θεωρείται ως βασικός χρηματοδότης της κυβέρνησης Πούτιν στον πόλεμο που διεξάγει στην Ουκρανία. Χωρίς να έχουν γίνει γνωστές περαιτέρω λεπτομέρειες, σύμφωνα με διαρροές διπλωματικών πηγών υπάρχει έντονη δυσαρέσκεια από Αμερικανικής πλευράς για τις συνεχιζόμενες εισαγωγές Ρωσικού αερίου στη χώρα μας.

Η Αμερικανική ενόχληση επικεντρώνεται στο γεγονός ότι ενώ το 2023 οι εισαγωγές Ρωσικού αερίου είχαν περιοριστεί, και σε ορισμένους μήνες είχαν μηδενιστεί, το Α’ εξάμηνο του τρέχοντος έτους αυξήθηκαν σε πολύ υψηλό επίπεδο, και κάλυψαν ακόμα και το 65% της μηνιαίας ζήτησης (Μάιος).

Οι δε αιτιάσεις της ελληνικής πλευράς για τους όρους take or pay, και άρα την υποχρέωση της ΔΕΠΑ Εμπορίας να καταβάλει χρήματα στην Gazprom σε περίπτωση μη παραλαβής των συμφωνημένων ποσοτήτων αερίου, αφήνουν παγερά αδιάφορη την Ουάσιγκτον που υποστηρίζει ότι η Ελλάδα πρέπει να κάνει αυτό ακριβώς που έπραξαν άλλες Ευρωπαϊκές χώρες, δηλ. να απεμπλακεί το συντομότερο από τα γρανάζια της Gazprom και επομένως να επωμιστεί το κόστος όποιο και ένα είναι αυτό.

Αλλά και οι άλλοι δυο βασικοί προμηθευτές της, σε Αλγερία και Αζερμπαϊτζάν ευρίσκονται πλέον υπό συνεχή πίεση από ενδιαφερόμενες κυβερνήσεις (πχ Γαλλία, Ιταλία, Γερμανία) να εκχωρήσουν μέρος από την αυξανόμενη παραγωγή τους σε εταιρείες των χωρών αυτών (ΕΝΙ, Snam, Τotal, Engie,Uniper κλπ).

Έτσι δεν είναι απίθανο, στο πλαίσιο του ελεύθερου ανταγωνισμού στην ευρωπαϊκή αγορά ενέργειας, να δούμε πολύ σύντομα νέους παίκτες- εισαγωγείς να ξεπροβάλλουν στην ελληνική αγορά αερίου, και να οικειοποιούνται ένα τμήμα της πίτας του πελατολογίου της ΔΕΠΑ Εμπορίας. Σύμφωνα με παράγοντες της αγοράς που είναι σε θέση να γνωρίζουν τις επιχειρηματικές κινήσεις των Ευρωπαίων σε Μπακού και Αλγέρι, ευρίσκονται σε εξέλιξη σχέδια για τη σύναψη μακροχρόνιων συμβάσεων προμήθειας, που καλύπτουν και την Ελλάδα, με ευρωπαϊκές εταιρείες (MOL και Total αποτελούν χαρακτηριστικές περιπτώσεις) που συμμετέχουν μετοχικά στην ανάπτυξη και εκμετάλλευση νέων κοιτασμάτων σε αυτές τις χώρες.

Αλλά πέρα από την επικρεμάμενη απειλή απώλειας μέρους του πελατολογίου της από τους newcomers προμηθευτές, η διοίκηση της ΔΕΠΑ Εμπορίας έχει να αντιμετωπίσει και μια ολόκληρη σειρά από άλλες προκλήσεις. Αυτές περιλαμβάνουν ορισμένες εκκρεμότητες από το παρελθόν, όπως η διένεξη με την Gazprom για την μη εφαρμογή των προβλεπόμενων στην σύμβαση take or pay, όπου σύμφωνα με πληροφορίες οι απαιτήσεις της Ρωσικής εταιρείας ξεπερνούν τα € 400 εκατομμύρια.

Η απαίτηση αυτή προέκυψε από την περίοδο (καλοκαίρι 2022 μέχρι Δεκέμβριος 2023) όπου η ΔΕΠΑ, κατ’ εντολή του Μαξίμου και στο πλαίσιο της ακολουθούμενης πολιτικής της ΕΕ έναντι της Ρωσίας (μετά τη εισβολή στην Ουκρανία) μείωσε ή και έπαψε να εισάγει Ρωσικό αέριο χωρίς όμως να εξασφαλίσει την απαραίτητη οικονομική κάλυψη από την ελληνική κυβέρνηση. Μένει να αποδειχτεί εάν το ΥΠΟΙΚ, που είναι βασικός μέτοχος της ΔΕΠΑ Εμπορίας μέσω του ΤΑΙΠΕΔ, θα βάλει τελικά το χέρι στην τσέπη για να πληρώσει τα σπασμένα.

Υπάρχουν όμως και άλλες εκκρεμότητες όπως λ.χ., η δικαστική διαμάχη με την ELFIE (πρώην ΒΦΛ) όπου υπάρχει πρωτόδικη καταδικαστική απόφαση εις βάρος της ΔΕΠΑ Εμπορίας ενώ και ορισμένες βιομηχανίες, μέσω της ΕΒΙΚΕΝ, έχουν στραφεί κατά της εταιρείας και απαιτούν αποζημίωση για υπερβολικές χρεώσεις δικτύου. Τα ανωτέρω ασφαλώς και θα επηρεάσουν την αξία της ανερχόμενης σε 35% συμμετοχής της Helleniq Energy στην ΔΕΠΑ, την οποία, σύμφωνα με πληροφορίες, πρόκειται να εξαγοράσει το ΤΑΙΠΕΔ, αποκτώντας την απόλυτη κυριότητα της ΔΕΠΑ και διευκολύνοντας την HE στο στρατηγικό της σχέδιο για τον πλήρη έλεγχο της Elpedison. Η τελευταία, ενταγμένη πλέον οργανικά στον Όμιλο της Helleniq Energy, θα αποτελέσει έναν εν δυνάμει σοβαρό ανταγωνιστή της ΔΕΠΑ Εμπορίας.

Χωρίς τον έλεγχο πάγιων στοιχείων, αφού αγωγοί, δίκτυα και άλλες εγκαταστάσεις έχουν εκχωρηθεί (βλέπε ΔΕΣΦΑ) ή έχουν πουληθεί (βλέπε Enaon), η ΔΕΠΑ Εμπορίας, πέραν των μακροχρόνιων συμβάσεων που διαθέτει σήμερα σε ισχύ και με τα μελλούμενα να είναι αβέβαια, στερείται, στην πράξη, περιουσιακών στοιχείων. Μπορεί το τελευταίο διάστημα να έχει αποκτήσει μειοψηφική συμμετοχή σε ορισμένα έργα (όπως, μεταξύ άλλων, τον διασυνδετήριο αγωγό Ελλάδας-Βουλγαρίας,  ICGB, στο FSRU Αλεξανδρούπολης, τη μονάδα ηλεκτροπαραγωγής 840 MW στην Αλεξανδρούπολη, και ορισμένες εγκαταστάσεις ΑΠΕ) πλην όμως τα ανωτέρω, ουδόλως αντικαθιστούν τις σοβαρές υποδομές που διέθετε κάποτε η ΔΕΠΑ, η εταιρεία που έφερε το αέριο στην Ελλάδα το 1996 και επένδυσε έκτοτε σε ανθρώπους, τεχνογνωσία και δίκτυα που επέτρεψαν την διάδοσή του και χρήση του σε όλη την χώρα.

Με μια σαφώς αδύναμη από κεφαλαιακής άποψη αλλά και αποστερημένη υποδομών, Επιχείρηση, που καλείται να λειτουργήσει σε ένα περιβάλλον ολοένα και πιο εντεινόμενου διεθνούς και εγχώριου ανταγωνισμού, τίθεται εύλογα το ερώτημα εάν η ΔΕΠΑ θα είναι σε θέση να συνεχίσει να παίζει για πολύ καιρό ακόμη τον παρεμβατικό ρόλο που ως κρατική εταιρεία πρέπει -και μπορεί- να έχει. Κάτι που είναι απαραίτητο για την διασφάλιση της ενεργειακής προμήθειας της χώρας αλλά και για την άσκηση κοινωνικής πολιτικής, όπως ακριβώς έπραξε κατά την διάρκεια της ενεργειακής κρίσης, το 2022 και το 2023.

Για αυτό δεν είναι καθόλου υπερβολή να παρατηρήσουμε ότι εφεξής η εταιρεία, που σήμερα μοιάζει με σκιά του παλαιού καλού εαυτού της, θα αντιμετωπίσει σοβαρά προβλήματα στην διαχείριση των σοβαρών προκλήσεων που ορθώνει το διαρκώς μεταβαλλόμενο και αβέβαιο γεωπολιτικό περιβάλλον. Οι νέες συνθήκες που διαμορφώνονται στον περίγυρό μας έχουν φέρει, πάλι, την Ελλάδα στο προσκήνιο, λόγω του ρόλου που καλείται να διαδραματίσει ως διαμετακομιστικός κόμβος για την ενεργειακή τροφοδοσία της ΝΑ Ευρώπης.

Άλλες είναι όμως οι εταιρείες που πρωταγωνιστούν αυτή την περίοδο στις εξελίξεις, και δυστυχώς σε αυτές δεν περιλαμβάνεται η ΔΕΠΑ Εμπορίας, η οποία αργά αλλά σταθερά οδηγείται στο περιθώριο. Κυβέρνηση και αντιπολίτευση έχουν τεράστιες ευθύνες για την σημερινή παρακμή της άλλοτε κραταιάς ενεργειακής οντότητας, της οποίας η παρουσία και συνέχιση της λειτουργίας εξακολουθεί να κρίνεται απαραίτητη για την ενεργειακή ασφάλεια της χώρας.