Οι δύο άσπονδοι φίλοι της Ευρασιατικής περιφέρειας, Ρωσία και Ιράν, έρχονται ακόμα πιο κοντά με αφορμή το φυσικό αέριο. Οι δύο ενεργειακοί ανταγωνιστές και γεωπολιτικοί σύμμαχοι έναντι της αμερικανικής ηγεμονίας εντείνουν τη συνεργασία τους στη σκιά των μεγάλων γεωπολιτικών ανακατατάξεων που έχουν καταγραφεί τα τελευταία χρόνια

Με τη Ρωσία να έχει διακόψει την πλειοψηφία των διπλωματικών και εμπορικών σχέσεων με τα δυτικά κράτη και το Ιράν να ηγείται του λεγόμενου ‘Άξονα της Αντίστασης’ στη Μέση Ανατολή, η στενότερη συνεννόηση μεταξύ Μόσχας και Τεχεράνης μοιάζει ως φυσικό επακόλουθο. Εντούτοις, τα κοινά συμφέροντα δεν εξασφαλίζουν μία ανέφελη συνεργασία, ενώ δεν πρέπει να υποτιμάται και ο ρόλος της Κίνας.

Η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία ήταν η αφορμή για να αναδειχθούν όλα τα σημεία τριβής μεταξύ Ρωσίας και Δύσης. Οι Αμερικάνοι και οι Ευρωπαίοι— με λιγότερη επιτυχία— έχουν περιθωριοποιήσει διπλωματικά τη Ρωσία, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά τα διπλωματικά φόρουμ της Δύσης. Γιατί ως γνωστόν, ο αποκλεισμός της Ρωσίας από τη Δύση την έχει φέρει πιο κοντά στα κράτη της Ανατολής. Από την άλλη πλευρά, ο ενεργειακός τομέας της Ρωσίας, ο οποίος αποτελούσε τη μεγαλύτερη πηγή εσόδων, έχει αδιαμφισβήτητα πληγεί: Οι αναπτυσσόμενες ενεργειακές εξαγωγές προς τις ασιατικές αγορές δεν μπορούν ακόμα να καλύψουν το οικονομικό κενό που προκάλεσε η ρήξη μεταξύ Ρωσίας και Ευρώπης. Ο πάλαι ποτέ κολοσσός Gazprom είναι το μεγαλύτερο “θύμα” αυτής της διαμάχης, έχοντας απωλέσει 6,8 δις δολάρια το 2023— τη πρώτη ζημία της επιχείρησης από το 1999!

Το Ιράν δεν βρίσκεται σε πολύ καλύτερη κατάσταση. Όντας υπό καθεστώς κυρώσεων εδώ και δεκαετίες, οι σχέσεις της Τεχεράνης με τους δυτικούς συνομιλητές της οξύνθηκαν δραματικά μετά την έναρξη της σύγκρουσης μεταξύ Ισραήλ- Χαμάς- Χεζμπολάχ. Το Ισραήλ και το Ιράν βρίσκονταν στην κόψη του ξυραφιού για αρκετό καιρό, με το Τελ Αβίβ να έχει αναλάβει πρωτοφανείς πρωτοβουλίες ώστε να περιορίσει την επιρροή του Ιράν στην ευρύτερη περιοχή. Οι ιστορικές συμφωνίες που υπέγραψε το Ισραήλ με αρκετά αραβικά κράτη στη Μέση Ανατολή και τη Βόρεια Αφρική σηματοδότησαν την ομαλοποίηση των διπλωματικών τους σχέσεων μετά από δεκαετίες εντάσεων. Με τη Σαουδική Αραβία να είναι το μόνο αραβικό κράτος-σύμμαχος των ΗΠΑ που δεν είχε υπογράψει επίσημη συμφωνία με το Ισραήλ, η επίθεση της 7ης Οκτωβρίου υπονόμευσε όλες τις προηγούμενες διπλωματικές επιτυχίες της Ουάσιγκτον. Και χάρη σε μία σειρά “αμφιλεγόμενων” επιλογών εκ μέρους του Λευκού Οίκου, το Ιράν έχει καταφέρει να αξιοποιήσει την οργή των απλών πολιτών στην περιοχή ενάντια στο Ισραήλ και τις ΗΠΑ. Το Ιράν μπορεί να μην έχει την υπεροπλία του Ισραήλ ή των ΗΠΑ, αλλά χάρη σε ορισμένους στρατηγικά επιλεγμένους συμμάχους, όπως οι Χούθι της Υεμένης, έχει καταφέρει να προκαλέσει μία σειρά πονοκεφάλους στη Δύση.

Με αυτά τα δεδομένα, μία (επανα)προσέγγιση Ρωσίας – Ιράν μοιάζει αναμενόμενη. Και οι δύο επιθυμούν να δουν την ηγεμονία των ΗΠΑ να εξασθενεί, τόσο στην περιοχή τους— η οποία εκτείνεται σε ολόκληρη την ευρασιατική περιφέρεια— όσο και διεθνώς. Η έμφαση στο φυσικό αέριο είναι εξίσου αναμενόμενη: Η Ρωσία και το Ιράν είναι τα δύο κράτη με τα μεγαλύτερα επαληθευμένα αποθέματα του καυσίμου. Και η τρέχουσα συγκυρία σίγουρα αποτελεί ιδανική ευκαιρία για τους παραγωγούς φυσικού αερίου: Χάρη στις χαμηλότερες εκπομπές άνθρακα, το φυσικό αέριο θεωρείται κομβικής σημασίας για τη διαδικασία της πράσινης μετάβασης από τον άνθρακα και το πετρέλαιο στις καθαρές μορφές ενέργειας. Ωστόσο, και τα δύο κράτη αντιμετωπίζουν αυξανόμενες δυσκολίες στις ενεργειακές εξαγωγές τους εξαιτίας των κυρώσεων από τη Δύση. Παρά τη φαινομενική αδιαφορία των νέων πελατών της Ρωσίας για το καθεστώς κυρώσεων, η Μόσχα καλείται να εμπορευτεί τους υδρογονάνθρακές της μέσω ενός περίπλοκου συστήματος αποφυγής των κυρώσεων. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ο “σκιώδης στόλος” της Ρωσίας για τις εξαγωγές πετρελαίου, μία τακτική που αποδείχθηκε τόσο αποτελεσματική ώστε το Κρεμλίνο την επεκτείνει και στις εξαγωγές φυσικού αερίου.

Ευτυχώς για τη Μόσχα, η προνομιακή θέση του Ιράν μπορεί να διευκολύνει τις προσπάθειές της. Αυτό το στοιχείο βρίσκεται και στο επίκεντρο των νέων συμφωνιών μεταξύ Ρωσίας-Ιράν. Οι δύο κυρίαρχοι παραγωγοί μαζί με το φιλικό προς εκείνους Κατάρ, ελέγχουν σχεδόν το 60% των παγκόσμιων αποθεμάτων φυσικού αερίου. Τα τρία κράτη συμμετέχουν στο Φόρουμ Εξαγωγικών Χωρών Αερίου (GECF), μία δομή που σχεδιάζεται να φιλοξενήσει τον «OPEC του φυσικού αερίου», έναν νέο οργανισμό-καρτέλ που θα επιτρέπει στους συμμετέχοντες να ελέγχουν τη ροή και τις τιμές του στρατηγικής σημασίας καυσίμου. Παράλληλα, το σχέδιο προβλέπει τη μεταφορά του ρωσικού αερίου μέσω των ιρανικών υποδομών και την εξαγωγή του αφενός, μέσω αγωγών προς την Τουρκία και το Ιράκ και αφετέρου, μέσω υγραεριοφόρων στις διεθνείς αγορές LNG. Κάτι τέτοιο θα επέτρεπε στη Ρωσία να παρακάμψει τα δυσκολότερα ταξίδια στη Βαλτική και τη Μεσόγειο, στέλνοντας το φυσικό αέριο μέσα από πολύ πιο “φιλικές” διαδρομές. Πέραν αυτών, Ρωσία και Ιράν έχουν υπογράψει 19 νέες συμφωνίες που μεταξύ άλλων περιλαμβάνουν την ανάπτυξη των τεράστιων κοιτασμάτων που διαθέτει το Ιράν, ειδικά το γιγαντιαίο Νότιο Παρς.

Φυσικά, η Ρωσία και το Ιράν είναι οι δύο από τις τρεις κορυφές του αντι-αμερικανικού τριγώνου. Θα ήταν αστοχία αν κανείς ξεχάσει την Κίνα. Τα σχέδια Μόσχας και Τεχεράνης εναρμονίζονται εν πολλοίς με τις φιλοδοξίες της Κίνας για τη δυτική Ασία. Εξάλλου, όσο Ουάσιγκτον και Βρυξέλλες παραμένουν διπλωματικά και αμυντικά “δέσμιες” των συγκρούσεων σε Ουκρανία και Παλαιστίνη, το Πεκίνο μπορεί να δοκιμάζει τα όρια των ανταγωνιστών του στη Νότια Σινική Θάλασσα. Επιπροσθέτως, οι νέες υποδομές του φυσικού αερίου θα μπορούσαν να προσφέρουν και μία νέα ώθηση στο κομμάτι του Belt & Road Initiative που περνάει από τη Μέση Ανατολή και το οποίο έχει εν πολλοίς βαλτώσει μετά την πανδημία και την προσαρμογή της κινεζικής στρατηγικής. Όσο για το ελληνικό ενδιαφέρον, αξίζει να σημειωθεί πως η Τουρκία θα αποτελεί την “πύλη” αυτής της συμμαχίας προς την Ευρώπη. Το αν αυτό θα τη φέρει σε τροχιά σύγκρουσης με τις ΗΠΑ ή αν θα αναβαθμίσει περαιτέρω τον γεωπολιτικό ρόλο της μένει να φανεί στο άμεσο μέλλον.