Το 2012, Βρετανοί και Γάλλοι ψαράδες χτενιών συγκρούστηκαν σε μια σειρά βίαιων αντιπαραθέσεων, τις οποίες ο ευρωπαϊκός και διεθνής Τύπος ονόμασε «ο μεγάλος πόλεμος των χτενιών». Οι εντάσεις αυτές αναζωπυρώθηκαν όταν το Brexit τέθηκε σε ισχύ το 2020 και οι Γάλλοι ψαράδες έχασαν την άδεια να δραστηριοποιούνται στα βρετανικά χωρικά ύδατα.
Φέτος, αφού το Ηνωμένο Βασίλειο απαγόρευσε την αλιευτική πρακτική της τράτας βυθούς για την προστασία των θαλάσσιων οικοτόπων, η γαλλική κυβέρνηση διαμαρτυρήθηκε έντονα και απείλησε να απαντήσει με εμπορικά αντίποινα.
Τέτοιου είδους συγκρούσεις συμβαίνουν και σε άλλα μέρη του κόσμου, σημειώνει σε αναλυτικό ρεπορτάζ του, το Foreign Affairs. Το 2022, όταν ένα πλοίο της ακτοφυλακής των ΗΠΑ πλησίασε για να επιθεωρήσει ένα κινεζικό σκάφος, που ψάρευε καλαμάρια κοντά στον Ισημερινό, το κινεζικό πλοίο χρησιμοποίησε επιθετικούς ελιγμούς για να αποφύγει τον έλεγχο.
Σε έναν κόσμο που δοκιμάζεται από πολέμους στην Ουκρανία και τη Μέση Ανατολή και ανησυχεί για μια πιθανή σύγκρουση για την Ταϊβάν— αυτά τα περιστατικά μπορεί να φαίνονται ασήμαντα. Όμως, παρόλο που μπορεί να διαφεύγουν της προσοχής, οι διαμάχες για την αλιεία έχουν τη δυνατότητα να μετατραπούν σε μεγαλύτερες συγκρούσεις όπως ακριβώς έγινε στο παρελθόν με τις διαφωνίες για το πετρέλαιο, το νερό και τα σιτηρά, προειδοποιούν ειδικοί.
Τροφή για δισεκατομμύρια, απασχόληση για εκατοντάδες εκατομμύρια
Η αλιεία είναι πεπερασμένος φυσικός πόρος, παρέχει διατροφή σε δισεκατομμύρια ανθρώπους. Τα θαλασσινά αποτελούν σχεδόν το ένα πέμπτο της παγκόσμιας κατανάλωσης ζωικής πρωτεΐνης. Τα προϊόντα της είναι από τα προϊόντα διατροφής με τις περισσότερες εμπορικές συναλλαγές στον κόσμο.
Ο τομέας της αλιείας απασχολεί εκατοντάδες εκατομμύρια ανθρώπους και τροφοδοτεί τις οικονομίες πολλών αναπτυσσόμενων χωρών και μικρών νησιωτικών κρατών. Και η βιομηχανία αντιμετωπίζει ήδη αυξανόμενη πίεση καθώς η υπεραλίευση, η κακή διαχείριση και η κλιματική αλλαγή υποβαθμίζουν τα αποθέματα ιχθύων σε ολόκληρο τον πλανήτη.
Η άνοδος της θερμοκρασίας των ωκεανών από μόνη της αναμένεται να ωθήσει σχεδόν έναν στους τέσσερις τοπικούς πληθυσμούς ψαριών να διασχίσει διεθνή σύνορα την επόμενη δεκαετία, αναδιαρθρώνοντας την πρόσβαση σε αυτόν τον κρίσιμο πόρο και δίνοντας κίνητρα για επικίνδυνη παράνομη αλιεία και κατάχρηση εργασίας στον τομέα, σημειώνει το Foreign Affairs. Δεν είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς πώς, σε αυτό το πλαίσιο, ένας καυγάς που σχετίζεται με τα ψάρια θα μπορούσε να γίνει προκαλέσει ντόμινο επιπτώσεων.
Ολοένα και πιο συχνές οι αψιμαχίες
Μάλιστα, οι αψιμαχίες γίνονται ήδη με ανησυχητική συχνότητα. Οι μάχες για τα ψάρια δεν είναι καινούργια: κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, για παράδειγμα, χώρες που κατά τα άλλα ήταν ευθυγραμμισμένες συγκρούονταν συχνά για την αλιεία.
Το 1979, ο Καναδάς κατέσχεσε αμερικανικά αλιευτικά σκάφη σε μια διαμάχη σχετικά με τον τόνο και οι πόλεμοι του μπακαλιάρου της δεκαετίας του 1970 έφεραν σε σύγκρουση την Ισλανδία και το Ηνωμένο Βασίλειο για τα δικαιώματα αλιείας στον Βόρειο Ατλαντικό.
Όμως, η συχνότητα των συγκρούσεων για τους αλιευτικούς πόρους έχει 20πλασιαστεί από το 1970, και η ταχεία ανάπτυξη των αλιευτικών στόλων που μπορούν να ταξιδεύουν σε μακρινά ύδατα έχει αυξήσει περαιτέρω τον κίνδυνο σοβαρών συγκρούσεων.
Είναι παρόλα αυτό εφικτό να αποφευχθεί η κλιμάκωση των συγκρούσεων σχετικά με την πρόσβαση σε αυτόν τον ολοένα και πιο σπάνιο πόρο. Όταν διαθέτουν επαρκή δεδομένα και πόρους, οι επιστήμονες ξέρουν πώς να ανοικοδομούν τα αποθέματα και να διαχειρίζονται την αλιεία με βιώσιμο τρόπο, και η ικανότητά τους να προβλέπουν τις επιπτώσεις νέων περιβαλλοντικών στρεσογόνων παραγόντων στους πληθυσμούς των ψαριών βελτιώνεται ταχέως.
Όσον αφορά στη χρηματοδότηση αυτού του έργου και την εφαρμογή των πορισμάτων του στη διακυβέρνηση, οι περισσότερες χώρες υστερούν. Όμως, με ισχυρούς θεσμούς, προγράμματα διατήρησης και καλύτερες πληροφορίες σε πραγματικό χρόνο για το τι συμβαίνει στα εθνικά ύδατα, οι εθνικοί και διεθνείς φορείς αλιείας μπορούν να καταστήσουν τις αλιευτικές περιοχές ζώνες ειρήνης και όχι πηγές σύγκρουσης. «Τώρα είναι η ώρα να επιστρατεύσουμε την πολιτική βούληση να κάνουμε ακριβώς αυτό — και να αποτρέψουμε έτσι την τραγωδία στη θάλασσα», επισημαίνεται στο άρθρο.
Η απειλή της υπεραλίευσης
Ωστόσο, πολλές χώρες δεν διαθέτουν τους πόρους για αποτελεσματική διαχείριση της αλιείας, και ως αποτέλεσμα σχεδόν το 40% των παγκόσμιων αποθεμάτων υπεραλιεύεται.
Εν μέρει πρόκειται για πρόβλημα νοοτροπίας. Οι κυβερνήσεις αντιμετωπίζουν από καιρό την αλιεία είτε ως εμπορεύσιμο αγαθό, με έμφαση στη μεγιστοποίηση των αποδόσεων, είτε ως ζήτημα για τη διατήρηση του περιβάλλοντος και των πόρων. Ως αποτέλεσμα, η πρόσβαση στην αλιεία θεωρείται συχνά ως παιχνίδι μηδενικού αθροίσματος, ενώ οι ευκαιρίες για διπλωματία παραβλέπονται.
Σε ορισμένες περιπτώσεις, όπως όταν η Νιγηρία και το Σάο Τομέ και Πρίνσιπε ενέκριναν κοινή αναπτυξιακή συμφωνία, το 2001, οι θαλάσσιες διαπραγματεύσεις οδήγησαν σε πρόσθετη συνεργασία για τη διαχείριση των πόρων. Αλλά αυτές οι περιπτώσεις είναι σπάνιες. Όπου τα οικονομικά συμφέροντα ωθούν τις κυβερνήσεις να μεγιστοποιήσουν την απόδοση ενός μεμονωμένου είδους, επίσης, οι αλιευτικές πρακτικές συνήθως δεν έχουν σχεδιαστεί για να αξιοποιούν πλήρως τις δυνατότητες της αλιείας για υποστήριξη της ανθρώπινης ευημερίας.
Ανεκμετάλλευτη η γεωπολιτική αξία των ωκεανών
Δεν είναι μόνο η αλιεία της οποίας η γεωπολιτική αξία υποτιμάται. Περισσότερο από το 75% των ωκεανών της γης παραμένουν ανεξερεύνητοι, παρά τον ρόλο που διαδραματίζουν αυτά τα νερά στον εφοδιασμό τροφίμων, την οικονομική ανάπτυξη, την ενεργειακή βιωσιμότητα, τη δημόσια υγεία, την κλιματική αλλαγή και την ασφάλεια.
Όταν ρωτήθηκαν από ερευνητές στο Κολλέγιο του William and Mary να κατατάξουν τους 17 Στόχους Βιώσιμης Ανάπτυξης των Ηνωμένων Εθνών, οι ηγέτες από τον δημόσιο, τον ιδιωτικό και τον μη κερδοσκοπικό τομέα κατέγραψαν τη «ζωή κάτω από το νερό», ως τον λιγότερο σημαντικό.
(από ot.gr)