Και το 2019, μελέτη του Ινστιτούτου για τους Παγκόσμιους Πόρους υποστήριζε ότι 17 χώρες, οι οποίες αντιπροσωπεύουν το ένα τέταρτο του πληθυσμού της Γης, βρίσκονται σε κατάσταση «ακραίας υδατικής καταπόνησης» και, συνεπώς, διατρέχουν τον κίνδυνο μιας κρίσης νερού. Με δεδομένο ότι το 40% της γεωργικής παραγωγής στον πλανήτη προέρχεται από αρδευόμενες καλλιέργειες, μια τέτοια κρίση θα έπληττε καίρια και τη διατροφική μας ασφάλεια.
Μόλις μία πενταετία μετά, οι ζοφερές προβλέψεις έχουν αρχίσει να επιβεβαιώνονται. Σχεδόν 3,3 δισ. άνθρωποι ζουν σήμερα σε περιοχές άνυδρες ή με υψηλό υδατικό στρες. Μέχρι το 2050, όπως λένε οι επιστήμονες, η ζήτηση νερού προβλέπεται να έχει διπλασιαστεί ή ακόμα και τριπλασιαστεί, οπότε ο αριθμός τους θα έχει αυξηθεί κατά ένα δισεκατομμύριο. Ηδη στη γειτονιά μας, τη Μεσόγειο, οι μεγάλες περίοδοι με θερμοκρασίες άνω του μέσου όρου, οι παρατεταμένοι καύσωνες και οι ανεπαρκείς βροχοπτώσεις προκαλούν συνθήκες ξηρασίας σε Ιταλία, Ισπανία, Μάλτα, Ελλάδα, Μαρόκο, Αλγερία και Τυνησία, με αλυσιδωτές επιπτώσεις στην παραγωγή, στον τουρισμό, αλλά και στην υγεία και στην ποιότητα ζωής των κατοίκων.
Μπρα ντε φερ μεταξύ των κρατών
Στο ολοένα και πιο ασφυκτικό πλαίσιο που δημιουργεί η κλιματική κρίση, έχουν πληθύνει τα… μπρα ντε φερ μεταξύ των κρατών για τον έλεγχο του νερού, ιδιαίτερα σε περιόδους έντονης ξηρασίας: Αιγύπτου και Αιθιοπίας, Υεμένης και Σαουδικής Αραβίας, Συρίας και Ιράκ, Κιργιστάν και Τατζικιστάν, μεταξύ άλλων. Ακόμη και στη Γηραιά Ηπειρο· δεν είναι τυχαίο ότι από το ξέσπασμα του πολέμου στην Ουκρανία μέχρι σήμερα, το Κίεβο και η Μόσχα συχνά έχουν αλληλοκατηγορηθεί για επιθέσεις σε εγκαταστάσεις νερού, όπως η καταστροφή του φράγματος της Νόβα Καχόβκα στον ποταμό Δνείπερο, τον Ιούνιο του 2023.
Το νερό αναμφισβήτητα έχει καταστεί καίριο γεωπολιτικό διακύβευμα: εργαλειοποιείται για την άσκηση γεωπολιτικής πίεσης, γίνεται βάση για την οικοδόμηση διακρατικών σχέσεων. Η Ιορδανία, για παράδειγμα, είναι αναγκασμένη εδώ και τριάντα χρόνια να αγοράζει μεγάλες ποσότητες νερού από το Ισραήλ, το οποίο διαθέτει εργοστάσια αφαλάτωσης θαλάσσιου ύδατος. Στα τέλη του περασμένου Μαΐου η σύμβαση ανανεώθηκε για άλλο ένα εξάμηνο, παρά τις τεταμένες, λόγω Γάζας, διμερείς σχέσεις. Θα μπορούσαμε, όμως, να δούμε την έλλειψη νερού να προκαλεί ακόμα και γενικευμένους πολέμους; Θα επιβεβαιωθεί ο Ισμαήλ Σεραγκελντίν, πρώην πρόεδρος της Παγκόσμιας Τράπεζας, που το 1995 έλεγε ότι «οι πόλεμοι του 20ού αιώνα έγιναν για το πετρέλαιο, οι πόλεμοι του επόμενου αιώνα θα είναι για το νερό»;
«Τα τελευταία χρόνια ο εφιάλτης της λειψυδρίας αρχίζει να γίνεται πραγματικότητα για ολοένα και περισσότερες χώρες, λόγω της αύξησης της συχνότητας και της διάρκειας των επεισοδίων ξηρασίας αλλά και των πλημμυρών. Θα περίμενε κανείς η συνειδητοποίηση ενός τόσο σοβαρού προβλήματος, αυτής της κοινής μας μοίρας, να οδηγήσει άμεσα στη στενή συνεργασία των κρατών για την επίλυσή του. Αλλωστε, αν δείτε την Ιστορία, το νερό συχνά λειτουργεί ως αποτελεσματικό εργαλείο για σύγκλιση, όχι ως αιτία σύγκρουσης. Ομως, δυστυχώς, οι γεωπολιτικές εντάσεις σε πολλές περιοχές του πλανήτη είναι τόσο δυνατές που συμπαρασύρουν τα πάντα», λέει στην «Κ» ο Γάλλος Νταβίντ Μπλανσόν, καθηγητής Γεωγραφίας στο Πανεπιστήμιο Ναντέρ του Παρισιού και συνεργάτης του διεπιστημονικού κέντρου iGlobes στην Τουσόν της Αριζόνας. Στη μελέτη του «Γεωπολιτική του νερού», που πρόσφατα κυκλοφόρησε στα ελληνικά από τις Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, δεν αναλύει μόνο το ενδεχόμενο μια εκτεταμένη κρίση νερού να πυροδοτήσει ακόμα και πολεμικές συρράξεις, αλλά και πώς η ανυδρία, συνέπεια της κλιματικής αλλαγής, εντείνεται από τις ανεπαρκείς πολιτικές διαχείρισης του νερού και την αδυναμία κατοχύρωσης υδατικής ασφάλειας από την πλειονότητα των κυβερνήσεων.
Υδροηγεμονικές δυνάμεις
Δεν είναι μόνο το νερό, λοιπόν. Μαζί του, στο ίδιο… αυλάκι, θα βρει κανείς γεωπολιτικές ισορροπίες και σφαίρες επιρροής, ισχυρούς και ανίσχυρους, ανισότητες και τεράστια συμφέροντα. «Η ισχύς μιας χώρας στον τομέα του νερού», εξηγεί ο κ. Μπλανσόν, «βασίζεται σε τρεις πυλώνες: στην τεχνολογική πρόοδο και στην τεχνογνωσία για την κατασκευή αποδοτικών υδρολογικών έργων, στην οικονομική ικανότητα και στην πολιτική βούληση που θα αξιοποιήσει τα δύο πρώτα. Η κατοχή φυσικών πόρων, δηλαδή, είναι δευτερεύουσας σημασίας για τη δημιουργία μιας υδροηγεμονικής δύναμης». Χαρακτηριστικό, όπως αναφέρει, είναι το παράδειγμα της Νότιας Αφρικής, που δικαιούται αυτόν τον τίτλο, έστω και σε περιφερειακό επίπεδο: μολονότι οι υδάτινοι πόροι της είναι μάλλον πενιχροί, διαθέτει εξαιρετικές δυνατότητες διαχείρισής τους.
«Σε διεθνές επίπεδο, μεγάλες δυνάμεις του νερού είναι εκείνες που παίρνουν μέρος στη διαχείριση των υδάτων σε διάφορα σημεία του πλανήτη. Από την περίοδο του Μεσοπολέμου έως τη δεκαετία του 1990, οι ΗΠΑ και η Σοβιετική Ενωση κατείχαν τα πρωτεία και ο Ψυχρός Πόλεμος ήταν, έως ένα βαθμό, και ένας υδροπολιτικός ανταγωνισμός, που έφτασε στο απόγειό του με την κατασκευή του μεγάλου φράγματος του Ασουάν στην Αίγυπτο, στο οποίο είχε αρχικά προβλεφθεί η τεχνική βοήθεια των ΗΠΑ και της Μεγάλης Βρετανίας, όμως τελικά υλοποιήθηκε υπό την καθοδήγηση χιλίων και πλέον Σοβιετικών τεχνικών συμβούλων», επισημαίνει ο Γάλλος καθηγητής.
Το κινεζικό μοντέλο
Σήμερα, τη θέση των Αμερικανών και των Σοβιετικών φαίνεται πως έχουν πάρει οι Κινέζοι. Αφενός, γιατί χάρη στην κυριαρχία της στα υψίπεδα του Θιβέτ η Κίνα ελέγχει πλήρως τους υδάτινους πόρους που έχουν ζωτική σημασία για τα σπουδαιότερα οικονομικά της κέντρα, έχει δηλαδή απόλυτη αυτάρκεια, σε αντίθεση με τους γείτονές της. Και αφετέρου, γιατί είναι σε θέση να εξάγει την τεχνογνωσία της σε αυτόν τον τομέα σε σχεδόν ογδόντα χώρες, κυρίως στην Αφρική, αλλά και στη Λατινική Αμερική. «Στο Σουδάν συμμετέχει στη χρηματοδότηση υδροηλεκτρικών φραγμάτων με αντάλλαγμα την πρόσβασή της στο πετρέλαιο. Ανέλαβε επίσης τη χρηματοδότηση της κατασκευής του φράγματος Γκίμπε ΙΙΙ, στον ποταμό Ομο στην Αιθιοπία, υποκαθιστώντας την Παγκόσμια Τράπεζα, που διατηρούσε επιφυλάξεις λόγω των περιβαλλοντικών επιπτώσεων του έργου στη λίμνη Τουρκάνα, αλλά και των ανεπίλυτων γεωπολιτικών ζητημάτων με την Κένυα. Καταλαβαίνει κανείς εν γένει την κλίμακα αυτής της επιρροής αν σκεφτεί ότι η εταιρεία Sinohydro, θυγατρική της Powerchina και “δεξί χέρι” της κινεζικής κυβέρνησης, παίρνει μέρος στην κατασκευή 800 και πλέον υδρολογικών έργων σε όλο τον κόσμο. Το “κινεζικό μοντέλο” στηρίζεται σε διάφορα στοιχεία: σημαντικά κεφάλαια, ταχύτητα εκτέλεσης, ανάθεση υπεργολαβιών σε δυτικές εταιρείες κατά περίπτωση, περιορισμένη μέριμνα για περιβαλλοντικά ζητήματα ή για τους μετακινούμενους πληθυσμούς…».
Ανάγκη για μια νέα κουλτούρα
Πέρα από τις εύθραυστες υδάτινες γεωπολιτικές ισορροπίες, ρωτήσαμε τον Νταβίντ Μπλανσόν τι θα μπορούσε να γίνει ώστε να υψωθούν αναχώματα στη λειψυδρία στη λεκάνη της Μεσογείου, όπου η κατάσταση χρόνο με τον χρόνο επιδεινώνεται. «Δύο λύσεις υπάρχουν. Η πρώτη αφορά την εξασφάλιση νέων, μη συμβατικών πηγών νερού, όπως από αφαλάτωση θαλασσινού ύδατος ή επαναχρησιμοποίηση του νερού λυμάτων κυρίως για τη γεωργία, καθώς το 70% των αποθεμάτων γλυκού νερού καταναλώνεται για την άρδευση αγροτικών καλλιεργειών», απαντάει. «Η δεύτερη είναι η δραστική μείωση της κατανάλωσης. Γιατί όσες καινοτόμοι λύσεις κι αν εφαρμοστούν, δεν θα είναι ποτέ αρκετές χωρίς τη συνεργασία και τη συμμετοχή των ίδιων των χρηστών, σε όλες τις κλίμακες. Για να συμβεί αυτό, όμως, απαιτείται μια νέα κουλτούρα του νερού, που θα περιλαμβάνει την κατανόηση των ποταμών ως ζωντανών, πολύπλοκων και δυναμικών σωμάτων και όχι ως απλών συλλεκτών νερού· τη συνειδητοποίηση ότι η ύπαρξη ποιοτικού νερού σημαίνει σεβασμό και διατήρηση της ζωής και της λειτουργικότητας των οικοσυστημάτων· και, τέλος, την αλλαγή στον τρόπο που αντιμετωπίζουμε το νερό: όχι ως έναν ακόμη φυσικό πόρο προς οικονομική εκμετάλλευση…».
Κοινός παρονομαστής σε όλα αυτά, σύμφωνα με τον κ. Μπλανσόν, πρέπει να είναι η αλληλεγγύη. «Το νερό αποτελεί ασφαλώς ένα οικονομικό αγαθό, στις περισσότερες κοινωνίες όμως διαθέτει και μια έντονα συμβολική αξία. Δεν μπορούμε να το οικειοποιηθούμε, αλλά μόνο να κάνουμε λελογισμένη χρήση του. Και, βέβαια, δεν μπορούμε να αφήσουμε τον γείτονά μας να πεθάνει από τη δίψα. Η αλληλεγγύη αυτή, αν διευρυνθεί σε παγκόσμιο επίπεδο, είναι δυνατόν να αναδείξει το νερό σε ισχυρό παράγοντα ειρήνης».
Πόσο αισιόδοξος είναι ο ίδιος ότι όλα αυτά θα γίνουν πράξη όσο υπάρχει ακόμα χρόνος; Είναι εφικτός ο στόχος της υδατικής ασφάλειας; «Σε τεχνικό επίπεδο, φυσικά. Η τεχνολογία είναι με το μέρος μας. Τα προβλήματα είναι οικονομικά, πολιτικά και, σε αρκετές χώρες, άπτονται αυτού που αποκαλούμε “περιβαλλοντική δικαιοσύνη” – της έλλειψής της, στην πραγματικότητα, αφού η υδατική ασφάλεια πρέπει να παρέχεται σε όλους τους ανθρώπους. Ωστόσο, οι διεθνείς εξελίξεις σε συνδυασμό με τις ραγδαίες συνέπειες της κλιματικής κρίσης αφήνουν ελάχιστα περιθώρια αισιοδοξίας».
(από την εφημερίδα "ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ")