Οι Ευρωπαϊκές Εταιρείες Πράσινης Τεχνολογίας Αγωνιούν για την Πιθανή Εκλογή Τραμπ

Οι Ευρωπαϊκές Εταιρείες Πράσινης Τεχνολογίας Αγωνιούν για την Πιθανή Εκλογή Τραμπ
των Christoph Steitz και Greta Rosen Fondahn / Reuters
Τρι, 30 Ιουλίου 2024 - 08:15

Οι ευρωπαϊκές εταιρείες που επικεντρώνονται στην καθαρή ενέργεια εγκαταλείπουν σχέδια ανάπτυξης προς τις ΗΠΑ, προετοιμάζονται για χαμηλότερες πωλήσεις, ή βλέπουν τη χρηματοδότηση αμερικανικών έργων να τίθεται εν αμφιβόλω λόγω των φόβων για το τι θα μπορούσε να σημαίνει μια πιθανή εκλογική νίκη του Ντόναλντ Τραμπ για τον κλάδο τους.

Ο Τραμπ έχει απορρίψει τις πολιτικές του Προέδρου Τζο Μπάιντεν για την καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής, χαρακτηρίζοντάς τις ως «νέα πράσινη απάτη», και αναμένεται να προσπαθήσει να ακυρώσει μεγάλο μέρος του έργου του προκατόχου του, συμπεριλαμβανομένου του Πλαισίου για τη Μείωση του Πληθωρισμού (IRA) που προσφέρει φορολογικές ελαφρύνσεις και επιδοτήσεις σε αμερικανικές και ξένες εταιρείες που επενδύουν σε βιώσιμες πηγές ενέργειας.

Ο νόμος που ψηφίστηκε το 2022 λειτούργησε ως ισχυρό κίνητρο για τις ευρωπαϊκές εταιρείες του τομέα να επεκτείνουν ή να εδραιώσουν την παρουσία τους στις ΗΠΑ, αλλά η απειλή μιας δεύτερης προεδρίας Τραμπ εγείρει ανησυχίες. «Με έναν Ντόναλντ Τραμπ ο οποίος πρώτον, είναι πολύ καιροσκόπος, δεύτερον είναι πολύ πολεμοχαρής και, τρίτον είναι αρκετά απρόβλεπτος, πρέπει να αναρωτηθείτε αν ένα τέτοιο στοίχημα έχει νόημα», δήλωσε ο Peter Roessner, Διευθύνων Σύμβουλος της εταιρείας υδρογόνου H2Apex με έδρα το Λουξεμβούργο.

Βάσει του IRA, η εταιρεία θα μπορούσε να κατασκευάσει ένα εργοστάσιο παραγωγής δεξαμενών υδρογόνου στις Ηνωμένες Πολιτείες με το ένα τρίτο περίπου του κόστους των 15 εκατομμυρίων δολαρίων. Τον Φεβρουάριο, ωστόσο, ο Roessner αποφάσισε να ακυρώσει το σχέδιο λόγω ανησυχιών για την επανεκλογή του Τραμπ, παρόλο που η εταιρεία είχε ήδη πραγματοποιήσει αρχικές συνομιλίες με πιθανούς πελάτες. Οι προβλέψεις της αγοράς ότι ο Τραμπ θα ξανακερδίσει τον Λευκό Οίκο τον Νοέμβριο εντάθηκαν αυτόν τον μήνα αφού πυροβολήθηκε κατά τη διάρκεια προεκλογικής συγκέντρωσης και λίγες ημέρες αργότερα εξασφάλισε το χρίσμα του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος.

Πρόσφατες δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι η διαφορά μεταξύ του Τραμπ και της Κάμαλα Χάρις, της πιθανής υποψήφιας των Δημοκρατικών με παρόμοιες απόψεις για το κλίμα με αυτές του Μπάιντεν, μειώνεται. Ωστόσο, τα σχόλια του Roessner αντικατοπτρίζουν την ανησυχία μεταξύ των ευρωπαϊκών εταιρειών καθαρής τεχνολογίας για το τι θα μπορούσε να σημαίνει μια δεύτερη προεδρία Τραμπ και πώς προσπαθούν να προετοιμαστούν για ένα τέτοιο σενάριο. Η εταιρεία ενεργειακών δεδομένων και αναλύσεων Wood Mackenzie εκτιμά ότι αυτό θα έθετε σε κίνδυνο επενδύσεις σε τεχνολογίες χαμηλών ρύπων ύψους 1 τρισεκατομμυρίου δολαρίων μέχρι το 2050.

Η εταιρεία συμβούλων Roland Berger δήλωσε ότι, ενώ η πλήρης κατάργηση του IRA είναι απίθανη, η κυβέρνηση Τραμπ θα μπορούσε να θέσει σε κίνδυνο τα κίνητρα για τα ηλεκτρικά οχήματα, τη φόρτιση των ηλεκτρικών οχημάτων, την ηλιακή ενέργεια και την ενεργειακή απόδοση.

Η γερμανική εταιρεία ηλιακής ενέργειας SMA Solar εξέδωσε προειδοποίηση για τα κέρδη της τον περασμένο μήνα, αναφέροντας ως έναν από τους παράγοντες κινδύνου μια πιθανή κυβερνητική αλλαγή στις Ηνωμένες Πολιτείες, τη δεύτερη μεγαλύτερη αγορά ηλιακής ενέργειας στον κόσμο μετά την Κίνα. Ο μεγαλύτερος κατασκευαστής ηλιακών μετατροπέων στον κόσμο είχε αρχικά ως στόχο να επιλέξει μια τοποθεσία για ένα σχεδιαζόμενο εργοστάσιο στις Ηνωμένες Πολιτείες έως τα τέλη Ιουνίου, αλλά δεν την έχει ακόμη βρει, λέγοντας ότι εξακολουθεί να αξιολογεί πιθανές τοποθεσίες σε διάφορες πολιτείες. Ενώ η SMA δεν εγκαταλείπει προς το παρόν τα σχέδια επέκτασής της, η εταιρεία δήλωσε στις 4 Ιουλίου ότι «παρατηρεί ότι το ασαφές αποτέλεσμα των προεδρικών εκλογών στις ΗΠΑ οδηγεί προς το παρόν σε μια ορισμένη απροθυμία να επενδύσει σε ανανεώσιμες πηγές ενέργειας σε τοπικό επίπεδο».

Αυτός ο δισταγμός αντικατοπτρίζεται στην απόδοση των μετοχών καθαρής τεχνολογίας, με τον δείκτη RENIXX, ο οποίος παρακολουθεί τις 30 μεγαλύτερες εταιρείες ΑΠΕ στον κόσμο, να υποαποδίδει μετά την απόπειρα δολοφονίας. Η Orsted η μεγαλύτερη στον κόσμο κατασκευάστρια υπεράκτιων αιολικών πάρκων, έχει πληγεί ιδιαίτερα σκληρά μετά τη δήλωση του Τραμπ τον Μάιο ότι θα στοχοποιούσε τον τομέα την πρώτη ημέρα της ανάληψης των καθηκόντων του, αν επανεκλεγόταν. Η Orsted αρνήθηκε να σχολιάσει.

Ωστόσο, ορισμένες εταιρείες ανανεώσιμων πηγών ενέργειας δεν φαίνεται να πτοούνται από την αβεβαιότητα. Η γερμανική κατασκευάστρια ανεμογεννητριών, για παράδειγμα, δήλωσε τον περασμένο μήνα ότι θα συνεχίσει την παραγωγή σε ένα παροπλισμένο εργοστάσιο στην Αϊόβα, λέγοντας ότι οι ΗΠΑ θα παραμείνουν μια σημαντική και αρκετά μεγάλη αγορά στο μέλλον «ανεξάρτητα από τις πολιτικές εξελίξεις».

Αρκετοί άλλοι, όμως, αναφέρουν καθυστερήσεις, καθώς οι υποψήφιοι εταίροι που αναμένεται να συγχρηματοδοτήσουν έργα αναβάλλουν τις δεσμεύσεις τους. Η εταιρεία υδρογόνου Thyssenkrupp Nucera μίλησε για καθυστερήσεις στις τελικές επενδυτικές αποφάσεις σχετικά με έργα στις ΗΠΑ, παράγοντας που οδήγησε σε μείωση των προοπτικών της μονάδας ηλεκτρόλυσης αλκαλικού νερού νωρίτερα φέτος. Η εταιρεία δήλωσε ότι, ενώ συνεχίζει να εστιάζει στις ΗΠΑ, το μέλλον του IRA μετά τις εκλογές είναι ζωτικής σημασίας. Είπε ότι οι στρατηγικοί επενδυτές με μακροπρόθεσμη εστίαση στον τομέα της καθαρής τεχνολογίας είναι πιθανό να συνεχίσουν τα έργα νωρίτερα ενόψει της συνεχιζόμενης αβεβαιότητας από εκείνους που είναι πιο καιροσκοπικοί.

Μία ανταγωνιστική επιχείρηση, η νορβηγική Nel, δήλωσε ότι δεν έχει ακόμη λάβει την τελική επενδυτική απόφαση για μια σχεδιαζόμενη μονάδα παραγωγής στο Μίσιγκαν, η οποία εξαρτάται από τη ζήτηση των προϊόντων της στην αμερικανική αγορά. 

Η αβεβαιότητα σχετικά με το αποτέλεσμα των αμερικανικών εκλογών και τις επιπτώσεις του έχει αρχίσει να επηρεάζει κλάδους πέραν του τομέα της καθαρής τεχνολογίας. Για παράδειγμα, η γερμανική εταιρεία μηχανημάτων Trumpf ανέφερε νωρίτερα αυτό το μήνα πτώση 12% στις πωλήσεις στις ΗΠΑ για το οικονομικό έτος 2023/24, κατηγορώντας τις «γεωπολιτικές αβεβαιότητες» που έκαναν επιφυλακτικούς τους βιομηχανικούς πελάτες.

Αυτή η αυξανόμενη πολυπλοκότητα που πρέπει να αντιμετωπίσουν οι εταιρείες σε παγκόσμιο επίπεδο μπορεί να δημιουργήσει «παράλυση ανάλυσης» όταν πρόκειται για επενδυτικές αποφάσεις, δήλωσε ο Marcus Berret, παγκόσμιος διευθύνων σύμβουλος της Roland Berger. «Οι πονοκέφαλοι στα διοικητικά συμβούλια έχουν αυξηθεί σημαντικά ως αποτέλεσμα».