Το εξέφρασε δημοσίως χθες, με άρθρο του στην «Καθημερινή» υπό τον τίτλο «Η αποθέωση της υποκρισίας», ο ομότιμος καθηγητής του Συνταγματικού Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, Ν. Κ. Αλιβιζάτος, λέγοντας ότι αυτή η ανακοίνωση προκάλεσε «... βαθύτατη απογοήτευση σε όσους από μας, κοινούς πολίτες και νομικούς, θέλουμε να πιστεύουμε στην ποιότητα της ελληνικής Δικαιοσύνης και την ανεξαρτησία της».
Αιτιολογεί, δε, αυτή την εκτίμησή του, επικαλούμενος στοιχεία τόσο σημειολογικά, από το «ύφος» της ανακοίνωσης, όσο και από την ουσία της. Ως προς το δεύτερο, δε, παραθέτει το απλό ερώτημα, του πώς είναι δυνατόν παρακολουθήσεις οι οποίες είναι «νομικά άψογες» και αφορούν δικαστικούς λειτουργούς, μέλη της κυβέρνησης, πολιτικούς αρχηγούς, ανώτατα στελέχη της διοίκησης των Ενόπλων Δυνάμεων και άλλους, να παραμένουν ακόμη δίχως αιτιολογία προς όσους τις υπέστησαν.
Κατά τον ίδιο, «Αν η κυβέρνηση θέλει να απορρίψει τις αιτιάσεις ότι, άμεσα ή έμμεσα, επηρεάζει τη λειτουργία της Δικαιοσύνης, μπορεί να το κάνει με έναν πολύ απλό τρόπο: να πληροφορήσει τα θύματα των υποκλοπών για ποιους λόγους παρακολουθήθηκαν και, ενδεχομένως, να ζητήσει συγγνώμη από όσους παρακολουθήθηκαν "εκ λάθους". Όσο δεν το πράττει, δεν θα μπορέσει να αποτινάξει τη σκιά της συμπαιγνίας», όπως σημειώνει.
Πρόκειται, ευλόγως, περί μίας θεμελιώδους παραμέτρου σε αυτή την υπόθεση.
Όσο κι αν ο φίλτατος Κ. Χατζηδάκης, υπουργός Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών, επιχείρησε χθες να διασκεδάσει τις εντυπώσεις, λέγοντας ότι δεν είχε υποπτευθεί «πόσο πολλούς φίλους έχω στην αντιπολίτευση που ενδιαφέρονται τόσο πολύ για την προστασία του ιδιωτικού μου χώρου», το γεγονός και μόνον ότι τελούσε υπό παρακολούθηση και οι λόγοι ως προς αυτό εξακολουθούν να παραμένουν άγνωστοι, θέτει μία βαριά σκιά στην υπόθεση.
Όπως αντίστοιχα, αποτελεί σκιά αυτής της υπόθεσης και η «σύμπτωση» της ταυτόχρονης παρακολούθησης 27 προσώπων τόσο από την ΕΥΠ όσο και από το Predator, όπως αποκαλύφθηκε, δίχως τούτο να οδηγήσει σε κάποιο συμπέρασμα τις αρμόδιες εισαγγελικές αρχές.
Διότι ακόμη κι αν υποτεθεί -και βεβαίως η στήλη δεν έχει λόγο να αμφιβάλλει περί αυτού- ότι όλα ήσαν -αναντίλεκτα- όπως επισημαίνει η φιλτάτη κα Αδειλίνη, «καλώς καμωμένα» από την πλευρά των κρατικών υπηρεσιών, το γεγονός ότι ιδιώτες παρακολουθούσαν μέλη της κυβέρνησης, πολιτικά πρόσωπα ή ακόμη και την ηγεσία του στρατεύματος, δεν συνιστά τον ορισμό κατασκοπευτικής πράξης;
Υπό το φως όλων αυτών, άρα, γιατί να μη διακατέχονται οι πολίτες και βεβαίως διακεκριμένοι νομικοί, όπως ο κ. Αλιβιζάτος, από αίσθημα απογοήτευσης ως προς τη σιωπή που εξακολουθητικά περιβάλλει τους λόγους για τους οποίους διεξήχθησαν αυτές οι παρακολουθήσεις αλλά και ως προς τη λειτουργία της ελληνικής Δικαιοσύνης;
Η «σκιά της συμπαιγνίας», την οποία επικαλείται ο έγκριτος καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου, δεν μπορεί παρά να πλανάται πέριξ αυτής της υποθέσεως, ενόσω παραμένουν στο σκοτάδι οι συγκεκριμένες πτυχές. Έστω και τώρα, ας μας πουν τουλάχιστον γιατί παρακολουθούσαν όλους αυτούς τους ανθρώπους. Η «συγγνώμη» είναι προαιρετική.
(από euro2day.gr)