Η εν εξελίξει κρίση στη Μέση Ανατολή αποτελεί ένα μείγμα υψηλής στρατηγικής και “χαμηλής” πολιτικής. Το Ισραήλ έχει ανακτήσει, για την ώρα, την πρωτοβουλία των κινήσεων μετά από ένα καταστροφικό δεκάμηνο. Τις τελευταίες εβδομάδες, η κυβέρνηση Νετανυάχου έχει αξιοποιήσει τα δυνατά της σημεία – ειδικότερα, την εντυπωσιακή ικανότητα της κατασκοπευτικής της υπηρεσίας, Μοσάντ, να θέτει στο στόχαστρο και να δολοφονεί αντίπαλους ηγέτες

όπως έκανε με τον πολιτικό ηγέτη της Χαμάς Ισμαήλ Χανίγιε στην Τεχεράνη και τον στρατιωτικό αρχηγός της Χεζμπολάχ, Φουάντ Σουκρ, στη Βηρυττό.

Με αυτό τον τρόπο, ο πρωθυπουργός Μπενγιαμίν Νετανυάχου αποκαλύπτει τις προτεραιότητες και τη στρατηγική του. Είναι προετοιμασμένος να κλιμακώσει τις εντάσεις στην περιοχή παρά να προσπαθήσει να τις ελαττώσει. Διαβλέπει μία ευκαιρία ώστε, ταυτόχρονα, και να αυξήσει την μακροπρόθεσμη ασφάλεια του Ισραήλ και να εδραιώσει την πολιτική του ηγεμονία στην Ιερουσαλήμ. Θέλει, επίσης, να εγκλωβίσει πολιτικά την κυβέρνηση Μπάιντεν και να βοηθήσει τον Ντόναλντ Τραμπ να επιστρέψει στον Λευκό Οίκο.

Η δολοφονία του Χανίγιε δείχνει ότι ο Νετανυάχου δεν ενδιαφέρεται για μία συμφωνία για “εκεχειρία με αντάλλαγμα τους ομήρους” κατόπιν διαγματεύσεων με τη Χαμάς. Οι όμηροι απήχθησαν κυνικά από την Χαμάς κατά την επίθεσή της στις 7 Οκτωβρίου, ώστε να χρησιμοποιηθούν για διαπραγματευτικά “πιόνια”. Ο Νετανιάχου θα προτιμούσε να μην θυσιάσει τους ομήρους, αλλά η απελευθέρωσή τους δεν αποτελεί κυρίαρχο στοιχείο στη στρατηγική του. Έχει απορρίψει πολλές προτάσεις για συμφωνία που είχαν τη στήριξη των αρχηγών ασφαλείας του.

Ο Χανίγιε ήταν ο κύριος ενδιάμεσος μεταξύ των διεθνών διαπραγματευτών - των Αμερικανών, των Κατάρ και των Αιγυπτίων - και των υπευθύνων λήψης αποφάσεων της Χαμάς στη Γάζα. Τα στοιχεία δείχνουν ότι δεν συμμετείχε στον σχεδιασμό της επίθεσης της Χαμάς. Ωστόσο, ήταν ο πιο εξέχων από τους εξωτερικούς ηγέτες της Χαμάς και η δολοφονία του αποτελεί μέρος της εκδίκησης για την 7η Οκτωβρίου.

Ο Νετανιάχου κινείται τώρα σε μια στρατηγική «συγκράτησης» όσον αφορά τη Γάζα, αποδεσμεύοντας στρατεύματα για τη μεγαλύτερη σύγκρουση που θα ήθελε να προκαλέσει με τη Χεζμπολάχ. Υπάρχει ένας πολύ αξιοπρεπής λόγος για να το κάνει αυτό το Ισραήλ. Η Χεζμπολάχ αποτελεί πολύ μεγαλύτερη απειλή για το Ισραήλ, με το οπλοστάσιο ρουκετών και πυραύλων τηςκαι την ισχυρή πολιτοφυλακή της με τα 100.000 άτομα που ισχυρίζεται ότι διαθέτει. Όταν οι επικεφαλής των ενόπλων δυνάμεών του θέλησαν να εισβάλουν στον Λίβανο λίγο μετά τις 7 Οκτωβρίου, ο Νετανιάχου τους συγκράτησε. Ωστόσο, η σκέψη του φαίνεται να έχει εξελιχθεί. Σύμφωνα με τους άγραφους κανόνες που διαμορφώνουν τις μάχες “χαμηλού” επιπέδου μεταξύ του Ισραήλ και της Χεζμπολάχ, η δολοφονία Σουκρ δεν είχε ως δικαιολογία τον “αδέσποτο” πύραυλο που έπληξε ένα χωριό των Δρούζων στο Γκολάν. Ήταν μια σκόπιμη κλιμάκωση από πλευράς του Ισραήλ.

Οι δολοφονίες του Σουκρ και του Χανίγιε μπορεί να μην είχαν προγραμματιστεί για το ίδιο 24ωρο, αλλά η σύμπτωση του χρόνου δίνει την ευκαιρία στην Τεχεράνη να διοχετεύσει αλλού την οργή της για τη δολοφονία του Χανίγιε βάζοντας μπροστά τη Χεζμπολάχ. Το Ιράν διέρχεται μια περίοδο πολιτικής μετάβασης με έναν νέο, αδοκίμαστο Πρόεδρο και έναν Ανώτατο Ηγέτη σε παρακμή. Κανένας Ιρανός ηγέτης δεν σκοτώθηκε. Το καθεστώς μπορεί κάλλιστα να προτιμήσει η Χεζμπολάχ να παλέψει με το Ισραήλ, έτσι ώστε το Ιράν να μπορέσει να αποφύγει μια κατά μέτωπο σύγκρουση με το Ισραήλ και τις ΗΠΑ.

Είναι δύσκολο να κρίνουμε πώς θα αντιδράσει η Χεζμπολάχ σε αυτήν την πίεση: πρέπει να προστατεύσει τη στρατιωτική της δύναμη και την πολιτική της θέση. Ο Λίβανος αντιμετωπίζει βαθιά οικονομικά προβλήματα και έχει ακόμη λιγότερη όρεξη για έναν πόλεμο που θα υποκινείται από τη Χεζμπολάχ. Ταυτόχρονα, αν μπορέσουν να τραβήξουν τις ισραηλινές δυνάμεις βαθιά στο λιβανέζικο έδαφος, τότε θα πολεμήσουν στην πατρίδα τους. Η ιστορία των ισραηλινών εισβολών στον Λίβανο είναι μία ιστορία αποτυχιών. Και το περίφημο αμυντικό σύστημα Iron Dome του Ισραήλ κινδυνεύει να κατακλυστεί από τον τεράστιο όγκο των πυραύλων της Χεζμπολάχ. Επίσης, θα υπέφερε και το ίδιο το Ισραήλ.

Πράγμα που μάς φέρνει στους Αμερικανούς. Το Ισραήλ έχει την άδεια να παρέμβει στην αμερικανική πολιτική, κάτι που κανένας άλλος σύμμαχος δεν θα τολμούσε. Αλλά, από την άλλη, τότε το ζήτημα του Ισραήλ και της Παλαιστίνης είναι ένας παράγοντας στην πολιτική των ΗΠΑ, κάτι που δεν ισχύει για χώρες όπως η Βρετανία, η Γαλλία και ο Καναδάς.

Ο Τραμπ ήταν ο πιο εύκολα χειραγωγούμενος Πρόεδρος των ΗΠΑ που είχε ποτέ στη διάθεσή του το Ισραήλ. Αναγνώρισε την παράνομη προσάρτηση των Υψιπέδων του Γκολάν από το Ισραήλ, κάτι που καμία άλλη χώρα δεν έχει κάνει. Απέσυρε τις ΗΠΑ από τη συμφωνία για τα πυρηνικά του Ιράν, χάρη στην ενθάρρυνση του λόμπινγκ του Νετανυάχου στο Κογκρέσο των ΗΠΑ και σε άμεση περιφρόνηση προς τον προκάτοχό του, Μπαράκ Ομπάμα. Οι προτάσεις του Τραμπ για λύση στην Παλαιστίνη γράφτηκαν σε μεγάλο βαθμό από τους Ισραηλινούς και αντιμετωπίστηκαν με χλευασμό από τις αραβικές χώρες επειδή ήταν τόσο μονόπλευρες. Μετά από 15 χρόνια κακών σχέσεων με το Δημοκρατικό Κόμμα, ο Νετανυάχου θέλει να επιστρέψει ο Τραμπ στην εξουσία, ειδικά καθώς η εναλλακτική λύση, η Καμάλα Χάρις, δεν έχει τη μακρά δέσμευση και την εγκάρδια συμπάθεια του Τζο Μπάιντεν για το Ισραήλ.

Ο Νετανιάχου γνωρίζει ότι οι ΗΠΑ θα πρέπει να παρέμβουν για να υποστηρίξουν το Ισραήλ εάν υπάρξει ανοιχτός πόλεμος με το Ιράν ή τη Χεζμπολάχ. Αυτό θα αναζωπυρώσει τις διαιρέσεις εντός του Δημοκρατικού κόμματος και θα μπορούσε να οδηγήσει στο να χάσει η Χάρις μια σημαντική πολιτεία όπως το Μίσιγκαν, όπου το 2% του πληθυσμού είναι Αραβοαμερικανοί.

Εξ ου και οι εσπευσμένες προσπάθειες της κυβέρνησης Μπάιντεν να αποτρέψει την επικείμενη σύγκρουση στον Λίβανο - το αντίθετο από τον στόχο του Νετανιάχου.


*Ο συντάκτης του άρθρου είναι πρώην επικεφαλής της MI6 και πρεσβευτής του Ηνωμένου Βασιλείου στον ΟΗΕ

(πηγή: Financial Times - μετάφραση για το Energia.gr: Δημήτρης Φάρος).