Ο πόλεμος στη Μέση Ανατολή αρχίζει να πλήττει τις πολυεθνικές της Δύσης, καθώς ο μουσουλμανικός κόσμος από την Αίγυπτο και τη Σαουδική Αραβία αλλά και πολύ πέραν των αραβικών χωρών, μέχρι την Ινδονησία και το Πακιστάν, μποϊκοτάρουν όσες εταιρείες διατηρούν οικονομικούς και επενδυτικούς δεσμούς με το Ισραήλ ή πρόσκεινται φιλικά προς τη χώρα

Το γενικευμένο μποϊκοτάζ επιδεινώνει το πλήγμα που έχουν δεχθεί πολλές πολυεθνικές από τη μείωση των πωλήσεών τους στις δύο μεγαλύτερες οικονομίες του κόσμου, τις ΗΠΑ και την Κίνα.

Ανάμεσά τους οι McDonald’s, Coca-Cola, PepsiCo, KFC, Starbucks, Mondelez και Pizza Hut, αλλά και πολλές άλλες, βλέπουν τις πωλήσεις τους να υποχωρούν στις χώρες της Μέσης Ανατολής και όχι μόνον. Πρόκειται για το πιο εκτεταμένο καταναλωτικό μποϊκοτάζ στην πρόσφατη ιστορία, καθώς προωθείται και υποστηρίζεται από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, ενώ ενθαρρύνεται από τις κυβερνήσεις και μια σειρά κινημάτων. Μιλώντας για το θέμα στους Financial Times, ο Αμαρπάλ Σαντού, διευθύνων σύμβουλος της Americana Restaurants, που διαχειρίζεται σειρά από μεγάλα εμπορικά σήματα, όπως KFC, Pizza Hut και Krispy Kreme, σε όλη τη Μέση Ανατολή και μέχρι το Καζακστάν, χαρακτηρίζει «άνευ προηγουμένου» την έκταση του μποϊκοτάζ και τονίζει πως «είναι άνευ προηγουμένου η έκταση, η διάρκεια και η έντασή του».

Πρόκειται για την πιο μαζική αντίδραση καταναλωτών στην πρόσφατη ιστορία.

Στην Αίγυπτο, όπου είναι έντονη η συμπάθεια για τους Παλαιστινίους, το μποϊκοτάζ έχει στραφεί σε μεγάλο βαθμό κατά της PepsiCo, καθώς η πολυεθνική έχει εξαγοράσει από το 2018 την ισραηλινή εταιρεία SodaStream. Οι Αιγύπτιοι έχουν στραφεί στις εγχώριες ανταγωνίστριές της, τις SinaCola και Primo’s Pizza, που έσπευσαν να καλύψουν το κενό. Σύμφωνα με τον Λούκα Ζαραμέλα, διευθύνοντα σύμβουλο της Mondelez, το μποϊκοτάζ αποτελεί πλήγμα για τις πολυεθνικές καθώς μειώνει δραστικά τις πωλήσεις τους στη Μέση Ανατολή σε όλη τη διάρκεια του β΄ τριμήνου. Παράλληλα, ο όμιλος καλλυντικών L’ Oréal αναφέρει πως έχουν μειωθεί οι πωλήσεις του κατά 2% στην ευρύτερη περιοχή σε όλο το πρώτο εξάμηνο του έτους. Ορισμένες από αυτές τις εταιρείες επιχείρησαν να αμυνθούν αποσιωπώντας κατά κάποιον τρόπο το θέμα του μποϊκοτάζ. Οπως αναφέρει ο Ντανίλο Γκαρτζούλο, αναλυτής στην Bernstein, «το τελευταίο που θέλει μια εταιρεία σε αυτήν την περίπτωση είναι να δημοσιοποιήσει τον αντίκτυπο και να ενθαρρύνει, έτσι, την περαιτέρω επιθετικότητα εναντίον της».

Δεν είχαν, πάντως, όλες την ίδια αντίδραση. Η Americana Restaurants, που ανήκει στο κρατικό επενδυτικό ταμείο της Σαουδικής Αραβίας και στον Αραβα επενδυτή Μοχαμέντ Αλαμπάρ, ανακοίνωσε ότι τα κέρδη της του β΄ τριμήνου σημείωσαν πτώση 40% σε σύγκριση με την αντίστοιχη περίοδο του περασμένου έτους, αν και στη διάρκεια του α΄ εξαμήνου η εταιρεία άνοιξε 81 καινούργια εστιατόρια στην ευρύτερη περιοχή της Μέσης Ανατολής. Αλλες, όπως η McDonald’s, προσπάθησαν να απαλλαγούν από το στίγμα της εταιρείας που υποστηρίζει κάποια από τις δύο πλευρές στον πόλεμο. Ο Κρις Κεμπζίνσκι, διευθύνων σύμβουλος της εταιρείας, που τόνισε πως ο πόλεμος έχει πλήξει τον επιχειρηματικό κόσμο, έχει επιρρίψει την ευθύνη στην «παραπληροφόρηση» που έθεσε στο στόχαστρο τις επιχειρήσεις στην περιοχή. Και η Berjaya Food, θυγατρική της Starbucks στη Μαλαισία, ανακοίνωσε πως σημειώνει ζημία για δεύτερο συναπτό τρίμηνο εξαιτίας του μποϊκοτάζ που οδήγησε τα έσοδά της σε πτώση κατά 48%.


(από την εφημερίδα “ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ”)