Ένα νέο εμπόδιο εισέρχεται στην πορεία ανάπτυξης της αγοράς αντισταθμιστικών δικαιωμάτων άνθρακα, καθώς περισσότερο από το ένα τρίτο των πιστώσεων δεν πληροί τα κριτήρια της διεθνούς ρυθμιστικής αρχής. Πιο συγκεκριμένα, το Συμβούλιο Ακεραιότητας για την Εθελοντική Αγορά Άνθρακα (Integrity Council for the Voluntary Carbon Market/ ICVCM) ανακοίνωσε πως ένα μεγάλο ποσοστό των υφιστάμενων πιστώσεων είναι ουσιαστικά πλεονάζον διότι δεν συνδέεται με νέες επενδύσεις σε έργα απανθρακοποίησης

Χαρακτηριστικά, το πρόβλημα αυτό σχετίζεται με τα αντισταθμιστικά δικαιώματα άνθρακα των υφιστάμενων πρακτικών ΑΠΕ, τα οποία συνιστούν το 32% της συνολικής αγοράς πιστώσεων. Σύμφωνα με το ICVCM, οι πιστώσεις αυτές δεν μπορούν να ενταχθούν στην κατηγορία προϊόντων της Βασικής Αρχής Άνθρακα (Core Carbon Principles/ CCP) της διακυβερνητικής αρχής διότι δεν υπάρχει ένας επιστημονικά έγκυρος τρόπος ώστε να αξιολογηθεί η αναγκαιότητα των συγκεκριμένων αντισταθμιστικών δικαιωμάτων για την υλοποίηση των αντίστοιχων έργων ΑΠΕ.

Η εξέλιξη αυτή είναι το πιο πρόσφατο πλήγμα στην αγορά πιστώσεων άνθρακα, η οποία ταλανίζεται από σωρεία προβλημάτων τους τελευταίους μήνες. Το πιο κεντρικό ζήτημα αφορά στις κατηγορίες πως τα αντισταθμιστικά δικαιώματα άνθρακα δεν είναι ιδιαίτερα αποτελεσματικά στις προσπάθειες μείωσης των εκπομπών, αλλά αποτελούν περισσότερο ένα εργαλείο “πράσινου ξεπλύματος” για τους μεγάλους ρυπαντές.

Παράλληλα, τα αντισταθμιστικά δικαιώματα άνθρακα κατηγορούνται ως αχρείαστα, εφόσον στις περισσότερες χώρες οι επενδύσεις ΑΠΕ είναι αρκετά πιο ελκυστικές σε σχέση με τα προηγούμενα χρόνια. Ως εκ τούτου, το κίνητρο των πιστώσεων άνθρακα είναι πλεονάζον, ιδιαίτερα όταν οι σχετικοί πόροι δεν καταλήγουν σε νέες έργα απανθρακοποίησης.

Σε γενικές γραμμές, η αγορά πιστώσεων άνθρακα αποτελεί ένα από τα κύρια εργαλεία των πολιτικών ηγεσιών στις προσπάθειες της πράσινης μετάβασης. Βρυξέλλες, Ουάσιγκτον, και Πεκίνο έχουν πρόσφατα ενισχύσει αυτόν τον τομέα υιοθετώντας διαφορετικές προσεγγίσεις. Εντούτοις, τα διαθέσιμα δεδομένα αναδεικνύουν πως η αγορά τείνει να συρρικνωθεί, χάνοντας σχεδόν το 25% της αξίας της το 2023, συγκριτικά με τα ανώτατα όρια που είχαν καταγραφεί το 2022.