Από τη μία πλευρά, το κράτος με τη μεγαλύτερη κατανάλωση πετρελαίου, οι ΗΠΑ, τροφοδοτούν την άνοδο των τιμών. Αυτό σχετίζεται με τα χαμηλά αποθέματα της χώρας, καθώς και την αποκλιμάκωση της εγχώριας παραγωγής ορυκτών καυσίμων. Ειδικά η αύξηση της παραγωγής επιβραδύνθηκε στα 400.000 βαρέλια ημερησίως από τα 800.000-1.000.000 βαρέλια πέρσι. Με την προσφορά να μειώνεται, η ζήτηση αυξάνεται, και οι τιμές του αργού αρχίζουν την ανοδική τους πορεία.
Από την άλλη, το κράτος με τις μεγαλύτερες εισαγωγές πετρελαίου, η Κίνα τροφοδοτεί την πτώση των τιμών. Η χαμηλή ζήτηση στην Κίνα, η οποία σχετίζεται με τη μειωμένη βιομηχανική παραγωγή και την αλματώδη ανάπτυξη των ΑΠΕ, έχει οδηγήσει σε αισθητά χαμηλότερες εισαγωγές αργού. Χαρακτηριστικά, κατά το πρώτο εξάμηνο του 2024, οι εισαγωγές έφτασαν τα 10,90 εκατομμύρια βαρέλια ημερησίως, μειωμένες κατά 2,9% συγκριτικά με την αντίστοιχη περίοδο του 2023. Όσο κι αν η ζήτηση παραμένει υψηλή σε Βόρεια Αμερική, Ευρώπη, και Ινδία, η αγορά της Κίνας αποτελεί ένα πολύ μεγάλο μέγεθος για να αντισταθμιστούν οι απώλειες από εκεί.
Ως εκ τούτου, με εξαίρεση την εμφάνιση κάποιας απρόβλεπτης εξέλιξης που θα έχει δραματικές συνέπειες, τα σκαμπανεβάσματα του αργού θα συνεχίσουν, παραμένοντας γενικά σε χαμηλά επίπεδα σε σύγκριση με προηγούμενα έτη. Οι περισσότερες αναλύσεις, πάντως, προβλέπουν σταδιακή πτώση των τιμών εντός του 2025.