Το ΥΠΕΝ θα δώσει έμφαση στα έργα αποθήκευσης ενέργειας από το φθινόπωρο, ξεκινώντας μία σειρά διαδικασιών για την επιτάχυνση της ανάπτυξης τους. Όπως έχει γράψει πολλές φορές το energia.gr, αλλά και έχουν επισημάνει οι γνώστες του κλάδου, η αποθήκευση αποτελεί κομβικό στοιχείο για την ορθή λειτουργία των ΑΠΕ. Εξάλλου, είναι γνωστό πως σήμερα χάνεται μεγάλο κομμάτι της παραγόμενης ενέργειας καθώς οι ΑΠΕ υπερκαλύπτουν τις ανάγκες του δικτύου τις περισσότερες ημέρες του έτους.

Αρχικά, ο στόχος για την αποθηκευτική ικανότητα των μπαταριών μέχρι το 2030 αυξάνεται από τα 3,1 GW στα 4,325 GW. Από την άλλη πλευρά, ο στόχος για την αντλησιοταμίευση μειώνεται στα 1,745 GW από τα 2,2 GW. Με ορίζοντα το 2050, οι μπαταρίες θα αγγίζουν τα 12 GW και η αντλησιοταμίευση τα 17,48 GW, αυξήσεις που ξεπερνούν το 177% και το 900% αντίστοιχα. Ως εκ τούτου, η επίτευξη αυτών των φιλόδοξων στόχων απαιτεί εντυπωσιακή αύξηση των ρυθμών επενδύσεων.

Μέσα στις επόμενες εβδομάδες, το ΥΠΕΝ θα ανακοινώσει το νέο πλαίσιο για τις αδειοδοτήσεις αυτόνομων συστημάτων μπαταριών με ταχύτερους ρυθμούς. Με βάση τις διαθέσιμες πληροφορίες, η ηγεσία του Υπουργείου σκοπεύει να προωθήσει τον μεγαλύτερο ανταγωνισμό στην αγορά των μπαταριών, ενδεχομένως θέτοντας όρια στη μέγιστη ισχύ έργων που θα απονεμηθεί σε κάθε επενδυτή. Τα έσοδα των επενδυτών θα απορρέουν από την πώληση της αποθηκευμένης ενέργειας κατά τις ώρες αιχμής. Επιπροσθέτως, θα ξεκινήσουν οι προσθήκες συστημάτων αποθήκευσης στις υφιστάμενες μονάδες παραγωγής ηλιακής ενέργειας.

Η ανάπτυξη των αποτελεσματικών εργαλείων αποθήκευσης ενέργειας θεωρείται απαραίτητη ώστε να μετριαστεί το φαινόμενο που οι άνθρωποι της αγοράς αποκαλούν «κανιβαλισμό». Αυτό συνδέεται με την υπερπροσφορά ενέργειας από τις μονάδες ΑΠΕ κατά τη διάρκεια των ευνοϊκών ωρών της ημέρας, π.χ. τα μεσημέρια όταν η ηλιοφάνεια είναι υψηλή. Αυτή η υπερβάλλουσα παραγωγή δεν μπορεί να απορροφηθεί από το δίκτυο, κυρίως εξαιτίας της μειούμενης ζήτησης που καταγράφεται τα τελευταία χρόνια. Ως εκ τούτου, οι Διαχειριστές αναγκάζονται να περικόψουν ορισμένες μονάδες παραγωγής ΑΠΕ.

Αυτή η κατάσταση, σε συνδυασμό με τις εξαιρετικά χαμηλές τιμές χονδρικής που προκαλούνται ως αποτέλεσμα, εγείρουν ανησυχίες για το μέλλον του κλάδου. Το ερχόμενο φθινόπωρο, μία εποχή με μειωμένη ζήτηση εκ των πραγμάτων, αναμένεται ιδιαίτερα δύσκολο για τις ΑΠΕ. Ειδικά αν συνεχιστούν οι υψηλότατες για τα ιστορικά δεδομένα θερμοκρασίες που καταγράφηκαν τους προηγούμενους μήνες του 2024.

Αξίζει, όμως, να σημειωθεί πως τα συστήματα αποθήκευσης ενέργειας δεν θα επιλύσουν το πρόβλημα. Αντιθέτως, όπως έχουν πολλάκις αναφέρει οι αναλυτές, μία σταδιακά αποκλιμάκωση στις νέες επενδύσεις ΑΠΕ είναι απαραίτητη. Αυτό θα βοηθούσε αφενός στο να “συγχρονιστεί” ο ρυθμός ανάπτυξης της ισχύος των μονάδων αποθήκευσης με την υφιστάμενη πλεονάζουσα παραγωγή των ΑΠΕ, και αφετέρου ώστε να καταφέρουν οι σημερινοί επενδυτές να αποσβέσουν ένα ποσοστό των επενδύσεών τους που θα τις καταστήσει βιώσιμες. Σε κάθε περίπτωση, το πρόβλημα δεν είναι ελληνική αποκλειστικότητα, αλλά παρατηρείται σε αρκετά ευρωπαϊκά κράτη.