Ο πόλεμος είναι τόσο παλιός όσο και η οργανωμένη ανθρώπινη κοινωνία, αν τον συλλάβουμε ως κατευθυνόμενη και συντονισμένη μορφή βίας. Ερευνητές του «Our World in Data» υπολόγισαν ότι παγκοσμίως από το 1800 περισσότεροι από 37 εκατ. άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους πολεμώντας άμεσα σε συμβατικούς πολέμους. Πώς έχει εξελιχθεί με τα χρόνια η έννοια της σύγκρουσης; Ποια είναι η οικονομική της προέκταση και πόση βαρβαρότητα χωράει σήμερα η διακρατική αναμέτρηση; Ο καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης Πίτερ Γουίλσον μιλάει για την ιστορία των πολέμων. Αναφέρεται στο πυρηνικό ρίσκο και στα οφέλη της αμοιβαία εξασφαλισμένης καταστροφής, όμως τονίζει τους κινδύνους από έναν πολυπολικό πλέον κόσμο, στον οποίο περισσότερα κράτη έχουν πυρηνική ικανότητα.

– Με τα χρόνια, έχουμε περισσότερους ή λιγότερους πολέμους;

– Εξαρτάται από το πώς ορίζεται ο πόλεμος. Για παράδειγμα, η χρήση του όρου «ειδική στρατιωτική επιχείρηση» από τον πρόεδρο Πούτιν δεν είναι καινούργια. Με την ίδρυση της Κοινωνίας των Εθνών (1919) και αργότερα των Ηνωμένων Εθνών (1945) ενισχύθηκε ο νομικός ορισμός του πολέμου, απειλώντας με κυρώσεις εναντίον εκείνων που διεξάγουν επιθετικούς πολέμους. Κατά συνέπεια, τα κράτη δεν κηρύσσουν πλέον πόλεμο ή «κατάσταση πολέμου». Αντιθέτως, συγκαλύπτουν την ένοπλη σύγκρουση με διάφορους άλλους όρους. Στο διά ταύτα, οι διακρατικοί πόλεμοι έχουν σίγουρα μειωθεί από το 1945. Εχουν όμως αυξηθεί οι εσωτερικοί ή εμφύλιοι πόλεμοι, όπως και εκείνοι που περιλαμβάνουν «ένοπλες μη κρατικές ομάδες».

 

– Είναι σήμερα περισσότερο ή λιγότερο αιματηροί οι πόλεμοι;

– Σε όρους πληθυσμού, οι προ του 1900 συγκρούσεις ήταν συχνά πιο αιματηρές από αυτές που ακολούθησαν και οι περισσότεροι από τους πολέμους οικοδόμησης εθνών του 19ου αιώνα είχαν αναλογικά λιγότερα θύματα από εκείνα του 16ου και του 17ου αιώνα – για παράδειγμα ο Τριακονταετής Πόλεμος 1618-48. Οι δύο παγκόσμιοι πόλεμοι του 20ού αιώνα αντέστρεψαν αυτή την τάση, αλλά οι επόμενες συγκρούσεις γενικά δεν ήταν αναλογικά τόσο καταστροφικές. Η χειρότερη σύγκρουση από καθαρά αριθμητική άποψη, πριν από το 1914, ήταν η εξέγερση του Tαϊπίνγκ στην Κίνα, κατά τη διάρκεια της οποίας σκοτώθηκαν 20-30 εκατομμύρια άνθρωποι. Η υψηλότερη επιβεβαιωμένη αναλογική απώλεια ήταν αυτή που υπέστη η Παραγουάη στον πόλεμο εναντίον της Αργεντινής, της Βραζιλίας και της Ουρουγουάης την περίοδο 1864-70, όταν σκοτώθηκε περίπου το 75% του πληθυσμού της. Για τις ΗΠΑ, η πιο αιματηρή σύγκρουση ήταν ο εμφύλιος πόλεμος (1861-65), κατά τη διάρκεια του οποίου σκοτώθηκαν 620.000 άνθρωποι – 405.000 Αμερικανοί χάθηκαν στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο πολέμησαν 60 εκατ., από τους οποίους πέθαναν 9,5 εκατ. Σκοτώθηκαν όμως και 8 εκατ. άμαχοι. Αν συμπεριλάβουμε και τους θανάτους από την πανδημία γρίπης του 1918-19, η οποία εξαπλώθηκε εν μέσω της ταχείας αποστράτευσης τη συγκεκριμένη διετία, ο αριθμός των απωλειών αυξάνεται κατά τουλάχιστον 17 εκατ. Στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο υπήρξαν 80 εκατ. θάνατοι παγκοσμίως και οι άμαχοι αντιπροσώπευαν το 1/3 – σε σύγκριση με το 1/10 στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Στο μεταξύ, οι σταδιακές αλλαγές στα όπλα –βλ. σφαίρες μικρότερου διαμετρήματος–, καθώς και η πρόοδος της ιατρικής επιστήμης έχουν γενικά βελτιώσει τη δυνατότητα επιβίωσης από τον ύστερο 19ο αιώνα. Οσοι τραυματίζονται σωματικά στον πόλεμο έχουν πλέον πολύ περισσότερες πιθανότητες να επιβιώσουν. Αλλά η εκτίμηση για τον ψυχολογικό αντίκτυπο έχει αυξηθεί, ειδικά τα τελευταία 50 χρόνια, διευρύνοντας έτσι την κατηγορία εκείνων που θεωρούνται ότι έχουν πληγεί άμεσα από τις συγκρούσεις.

 

– Μπορούμε να ξεχωρίσουμε κάποιες μάχες οι οποίες θεωρούνται οι πιο βάρβαρες ιστορικά;

– Στους προμοντέρνους στρατούς περισσότερο προσωπικό συμμετείχε άμεσα στη μάχη, με μόνο ένα μικρό ποσοστό σε βοηθητικό ρόλο. Επίσης, διεξάγονταν μάχες σε κοντινή απόσταση με τους αντιπάλους – η εμβέλεια των 100 μέτρων ξεπεράστηκε ουσιαστικά μόνο με τα φορητά όπλα, από το 1850 περίπου. Συχνά, το 1/4 ή και το 1/3 των εμπλεκομένων σκοτωνόταν ή τραυματιζόταν. Στο μεταξύ, έχει αλλάξει σημαντικά η ευαισθησία μας για τον βίαιο θάνατο, ο οποίος –τουλάχιστον για τις δυτικές κοινωνίες– είναι τώρα πολύ πιο απεχθής απ’ ό,τι πριν από το 1945. Μπορεί οι πρόσφατες συγκρούσεις να είχαν ως αποτέλεσμα σχετικά λίγους θανάτους δυτικού προσωπικού, ήταν όμως απώλειες οι οποίες θεωρήθηκαν πολύ μεγαλύτερες από εκείνες του παρελθόντος. Για παράδειγμα, η εμπλοκή του Ηνωμένου Βασιλείου στο Αφγανιστάν την περίοδο 2001-21, η οποία συνοδεύτηκε από 454 θανάτους Βρετανών στρατιωτικών και αμάχων, πήρε μεγάλη έκταση στα μέσα ενημέρωσης. Σε προηγούμενους πολέμους είχαμε απλώς κυνικούς απολογισμούς: βρετανικά και ινδικά στρατεύματα μέτρησαν περίπου 1.200 νεκρούς στην ήττα τους από τον αφγανικό στρατό τον Ιούλιο του 1880. Ολόκληρος ο βρετανικός και ινδικός στρατός των 4.500 συν 12.000 αμάχων εξοντώθηκε κατά την υποχώρησή του από την Καμπούλ το 1842.

 

– Υπάρχει σήμερα ουσιαστική πρόοδος στο διεθνές δίκαιο γύρω από τη διενέργεια των πολέμων; Ή από τη στιγμή που ξεσπάει ένας πόλεμος καθίστανται τα ανθρώπινα δικαιώματα αυτομάτως θεωρία;

– Το διεθνές δίκαιο αγωνίστηκε να συμβαδίσει με τις εξελίξεις από το τέλος του Ψυχρού Πολέμου. Για παράδειγμα, η διεθνής σύμβαση κατά της στρατολόγησης, χρήσης, χρηματοδότησης και εκπαίδευσης μισθοφόρων ψηφίστηκε από τον ΟΗΕ το 1989 και τέθηκε σε ισχύ το 2001. Αλλά μόνο 35 από τα 193 κράτη την έχουν επικυρώσει. Δεν υπάρχει διεθνής συμφωνία για τη ρύθμιση των ιδιωτικών στρατιωτικών εταιρειών και εταιρειών ασφαλείας, πέρα από το έγγραφο του Μοντρέ της 17ης Σεπτεμβρίου 2008, το οποίο είναι ρητά μη δεσμευτικό.

 

– Μετά το Ναγκασάκι και τη Χιροσίμα, η ανθρωπότητα έχει αποφύγει τις πυρηνικές επιθέσεις. Πόσο προστατευμένη είναι από ένα τέτοιο ρίσκο στο μέλλον;

– Η αμοιβαία εξασφαλισμένη καταστροφή κατάφερε να αποτρέψει τη χρήση τέτοιων όπλων. Ομως, τα πράγματα έχουν γίνει πιο αβέβαια, με τη μετάβαση από μια διπολική παγκόσμια τάξη που χαρακτηρίζει τον Ψυχρό Πόλεμο σε μια πιο ρευστή πολυπολική τάξη στην οποία περισσότερα κράτη έχουν πυρηνική ικανότητα.

 

– Η οικονομική προέκταση των πολέμων;

– Ο πόλεμος και η προετοιμασία του κατανάλωνε έως και το 80% των κρατικών δαπανών πριν από τις αρχές του 19ου αιώνα. Οι κρατικές δαπάνες ενίσχυσαν ορισμένες βιομηχανίες, όπως η κατασκευή πλοίων ή ορισμένες πτυχές της προσφοράς τροφίμων. Ωστόσο, οι πολεμικές βιομηχανίες στα σύγχρονα προηγμένα κράτη συνεισφέρουν σχετικά λίγο στο ΑΕΠ και ο πόλεμος έχει, αντιθέτως, τη δυνατότητα να είναι εξαιρετικά καταστροφικός. Μια σύντομη απάντηση θα ήταν ότι ο πόλεμος μπορεί να φέρει πλούτη σε λίγους, αλλά φτώχεια και δυστυχία σε πολλούς.

 

– Ποιο είναι το καλό και ποιο το κακό σενάριο για τη διεξαγωγή των πολέμων στο μέλλον;

 – Το καλό σενάριο θα ήταν η μείωση της συχνότητας και της καταστροφικότητας του πολέμου. Ομως, η ένοπλη σύγκρουση δεν πρόκειται να εκλείψει.

 

(Πηγή: Η Καθημερινή)