Με την ενεργειακή μετάβαση να έχει περάσει πλέον στο επόμενο στάδιο εξέλιξης, τα υπεράκτια αιολικά πάρκα αποτελούν το “next big thing” για την αγορά των ΑΠΕ. Οι ΗΠΑ, η Κίνα, αλλά και αρκετά ευρωπαϊκά κράτη επενδύουν δυναμικά στον συγκεκριμένο τομέα, και η Ελλάδα δεν μένει πίσω: Τα έργα υπεράκτιων αιολικών βρίσκονται στη κορυφή της ατζέντας του ΥΠΕΝ, με αρκετά νέα projects να δρομολογούνται τους ερχόμενους μήνες. Εντός αυτού του πλαισίου, ο Αριστοφάνης Στεφάτος είναι ένας από τους πιο ένθερμους υποστηρικτές της υπεράκτιας τεχνολογίας στην Ελλάδα.

Ο κ. Στεφάτος είναι αδιαμφισβήτητα ένας από τους πιο έμπειρους γνώστες της ενεργειακής αγοράς στην Ελλάδα, παρόλο που ανήκει στη νεότερη γενιά στελεχών. Κάτοχος διδακτορικού διπλώματος Γεωλογίας από το Πανεπιστήμιο Πατρών και εξειδικευμένος στην Περιβαλλοντική Ωκεανογραφία, ο κ. Στεφάτος εργάστηκε για πολλά χρόνια σε ευρωπαϊκές ενεργειακές εταιρείες. Την προηγούμενη δεκαετία αποτελούσε μία από τις κεντρικές προσωπικότητες του ενεργειακού τομέα της Βόρειας Ευρώπης, διατελώντας Γενικός Διευθυντής Επιχειρήσεων στην M Vest Energy και όντας στα Διοικητικά Συμβούλια άλλων επιχειρήσεων.

Το 2020— σε μία αν μη τι άλλο κομβική συγκυρία για τον ενεργειακό κλάδο παγκοσμίως— αποφάσισε να αφήσει την παγωμένη Νορβηγία και να έρθει στα ζεστά, και εν πολλοίς αναξιοποίητα, νερά της Μεσογείου. Κατόπιν πρότασης από την ελληνική ηγεσία, ο κ. Στεφάτος διορίστηκε Διευθύνων Σύμβουλος της Ελληνικής Διαχειριστικής Εταιρείας Υδρογονανθράκων και Ενεργειακών Πόρων (ΕΔΕΥΕΠ). Η μεταγραφή του ήρθε σε μία κρίσιμη καμπή για τον οργανισμό, ο οποίος μετονομάστηκε από Ελληνική Διαχειριστική Εταιρεία Υδρογονανθράκων (ΕΔΕΥ) σε ΕΔΕΥΕΠ, αναβαθμίζοντας ουσιαστικά την αποστολή του από τον κλάδο των ορυκτών καυσίμων στο ευρύτερο φάσμα της ενέργειας, και με ιδιαίτερη έμφαση στη διαδικασία της ενεργειακής μετάβασης.

Με αυτά τα δεδομένα, δεν είναι τυχαίο ότι ο κ. Στεφάτος έχει πολλάκις αναφερθεί στη σημασία των υπεράκτιων αιολικών για την Ελλάδα. Χαρακτηριστικά, έχει δηλώσει πως «Η Ελλάδα κάθεται πάνω σε ένα θησαυρό», εξηγώντας πως «έχουμε τον καλύτερο άνεμο στην ανατολίτικη και κεντρική Μεσόγειο». Αυτή η άποψη είναι ευρέως αποδεκτή για τους γνώστες του χώρου. Η Ελλάδα, μαζί με τις δυτικές ακτές της Τουρκίας, έχει ένα σημαντικό πλεονέκτημα έναντι των υπόλοιπων γειτόνων της όσον αφορά στην ανάπτυξη της αιολικής ενέργειας. Τόσο η γεωμορφολογία της— υψηλά βουνά και βαθιές θάλασσες— όσο και η γεωγραφία της— κόμβος μεταξύ Βαλκανίων, Καυκάσου, και Βόρειας Αφρικής.

Επιπροσθέτως, όπως έχει εξηγήσει ο κ. Στεφάτος, η Ελλάδα διαθέτει τις απαραίτητες ναυτικές υποδομές ώστε να στηρίξει την ανάπτυξη των υπεράκτιων αιολικών. Πιο συγκεκριμένα, έχει αναφέρει πως «ο ρόλος της ελληνικής ναυτιλίας με δεκάδες πλοία υποστήριξης σε αυτές τις υπεράκτιες εγκαταστάσεις, μπορεί να είναι κομβικός». Παράλληλα, έχει υπογραμμίσει πως οι υπεράκτιες μονάδες θα αποτελέσουν μία παραγωγική επένδυση για τις τοπικές οικονομίες των περιοχών όπου θα εγκατασταθούν, καθώς πρόκειται για σταθερά έργα που απαιτούν υποστήριξη από “λιμάνια-βάσεις”, δημιουργώντας νέες θέσεις εργασίας.

Τα υπεράκτια αιολικά μπορούν να αναδειχθούν και στην πιο κοινωνικά αποδεκτή λύση για την ελληνική ενεργειακή μετάβαση. Παρά τις διαβεβαιώσεις των ειδικών, αρκετοί Έλληνες πολίτες συνεχίζουν να είναι καχύποπτοι έναντι των αιολικών μονάδων. Όπως έχει δηλώσει ο κ. Στεφάτος, τα υπεράκτια αιολικά θα λύσουν το μεγαλύτερο “πρόβλημα” της Ελλάδας, την έλλειψη χώρου. Δίνοντας έμφαση στα υπεράκτια πάρκα, η χώρα θα μπορεί όχι μόνο να αναπτύξει την αιολική ισχύ που χρειάζεται για ίδιες ανάγκες και εξαγωγές, αλλά θα αμβλύνει και τις κοινωνικές αντιδράσεις έναντι των ΑΠΕ.