Γιάννης Τσιτσικλής: Εμείς Ελέγχουμε την Ηθική της Τεχνολογίας

Γιάννης Τσιτσικλής: Εμείς Ελέγχουμε την Ηθική της Τεχνολογίας
συνέντευξη στην Τασούλα Επτακοίλη
Δευ, 2 Σεπτεμβρίου 2024 - 14:30

Αισθάνεται υπερήφανος για τους διδακτορικούς φοιτητές του, πολλοί από τους οποίους είναι σήμερα καθηγητές σε σπουδαία πανεπιστήμια, αλλά και για το διαδικτυακό μάθημά του «Εισαγωγή στη θεωρία των πιθανοτήτων», το οποίο παρακολουθούν κάθε χρόνο περίπου 20.000 άνθρωποι από όλο τον κόσμο

Ανέκαθεν αγαπούσε τη διδασκαλία. Κι όμως πέρυσι, σε ηλικία 65 ετών, αποφάσισε να… κρεμάσει τα παπούτσια του. «Πρέπει να ξέρει κανείς πότε να σταματάει. Στα αμερικανικά πανεπιστήμια δεν υπάρχει όριο ηλικίας για τους καθηγητές. Εβλεπα υπερηλίκους συναδέλφους να κυκλοφορούν σαν φαντάσματα στους διαδρόμους των σχολών και έλεγα ότι δεν θα κάνω το ίδιο. Σαράντα χρόνια μού φάνηκαν αρκετά. Αλλωστε η ζωή έχει και άλλες χαρές», μου εξηγεί ο Γιάννης Τσιτσικλής, καθηγητής στο Τμήμα Ηλεκτρολόγων Μηχανικών και Επιστήμης Υπολογιστών στο Ινστιτούτο Τεχνολογίας της Μασαχουσέτης, ένας από τους πιο επιδραστικούς επιστήμονες στο πεδίο του, λίγο πριν πιάσουμε το νήμα της αφήγησης από την αρχή της διαδρομής του, από τη γενέτειρά του, τη Θεσσαλονίκη.

– Ποιες είναι οι οικογενειακές καταβολές σας;

– Οι ρίζες μας φθάνουν στην Κωνσταντινούπολη, στην Κρήτη και, φυσικά, στη Μακεδονία, στην περιοχή της Κοζάνης. Η μητέρα μου, Ρέα Μανιδάκη, ήταν οικονομολόγος. Ο πατέρας μου, Νίκος, ήταν δικηγόρος, από οικογένεια νομικών.

– Δεν προσπάθησε να σας πείσει να ακολουθήσετε την οικογενειακή παράδοση;

– Δεν μου άσκησε πίεση, μόνο με ρώτησε: «Θέλεις να αναλάβεις το γραφείο ή θα κάνεις κάτι άλλο;». Καμία αντίρρηση δεν έφερε όταν του είπα ότι δεν με ενδιέφερε η δικηγορία. Με τον ίδιο τρόπο αντιμετώπισαν οι γονείς μου και την απόφασή μου να φύγω για σπουδές στις ΗΠΑ, αν και ήμουν μοναχοπαίδι.

– Ξεκινήσατε με σπουδές μαθηματικών. Γιατί; Και τι σας έκανε να αλλάξετε ρότα στη συνέχεια;

– Τα μαθηματικά ήταν πάντα αγαπημένο μάθημα και χόμπι μου. Στο Κολλέγιο Ανατόλια είχα την τύχη να τα διδαχθώ από έναν εξαιρετικό μαθηματικό, τον Βασίλη Αδάμ, που είχε πάθος για το αντικείμενό του αλλά και την τόλμη να μην περιορίζεται στη διδακτέα ύλη. Εκανα, λοιπόν, αίτηση στο ΜΙΤ, έγινα δεκτός και ξεκίνησα τις σπουδές στα μαθηματικά. Επειτα από λίγο καιρό, όμως, άρχισα να σκέφτομαι ποια θα ήταν η επαγγελματική μου αποκατάσταση αν επέστρεφα στην Ελλάδα. Εκείνα τα χρόνια υπήρχε το δέλεαρ της ΔΕΗ. Ας γίνω ηλεκτρολόγος, είπα. Και πήρα το μονοπάτι της Ηλεκτρολογικής Μηχανικής. Οταν πια ξεκίνησα το διδακτορικό μου συνειδητοποίησα ότι η ακαδημαϊκή ζωή μου ταίριαζε: δουλεύεις μεν πολύ, όμως έχεις τεράστια ελευθερία. Πάει η ΔΕΗ, λοιπόν… Το 1983 άρχισα να διδάσκω στο Πανεπιστήμιο Στάνφορντ και την επόμενη χρονιά στο ΜΙΤ, στο Τμήμα Ηλεκτρολόγων Μηχανικών και Επιστήμης Υπολογιστών.

– Τι είναι αυτό που κάνει ιδιαίτερο το αμερικανικό ακαδημαϊκό περιβάλλον;

– Κυρίως ότι τα πανεπιστήμια δεν είναι μόνο κυψέλες γνώσης και δημιουργίας, αλλά και μια αγκαλιά για τους φοιτητές. Τα νιώθουν σαν το σπίτι τους, επομένως τα νοιάζονται κι αυτό έχει και μια διάσταση ανταποδοτικότητας: όσοι αποφοιτήσουν, πετύχουν στην επαγγελματική τους ζωή και αποκτήσουν μεγάλη περιουσία, κάνουν τεράστιες δωρεές προς αυτά.

– Στην Ελλάδα μακράν απέχουμε από αυτά που περιγράφετε. Αν ήταν στο χέρι σας, τι θα αλλάζατε στην ελληνική ανώτατη εκπαίδευση;

– Το μεγαλύτερο πρόβλημα είναι ο σφιχτός εναγκαλισμός του κράτους με τα ελληνικά πανεπιστήμια, όπως αποτυπώνεται στη νομοθεσία, μέσα από εκατοντάδες άρθρα που προσπαθούν να ρυθμίσουν και την παραμικρή λεπτομέρεια της λειτουργίας τους. Ποιες θεσμικές μεταρρυθμίσεις θα ήταν αναγκαίες; Προς την κατεύθυνση του αυτοδιοίκητου, θα έλεγα. H διοίκηση κάθε ακαδημαϊκού ιδρύματος να παίρνει έναν προϋπολογισμό, να τον διαχειρίζεται με τον τρόπο που θεωρεί καλύτερο, να είναι υπόλογη για τις επιλογές της, αλλά να αξιολογείται εκ των υστέρων. Σήμερα ισχύει το αντίθετο. Tα πάντα απαιτούν προέγκριση, κάτι που και χρονοβόρο είναι, και στην αναποτελεσματικότητα συμβάλλει. Εξίσου προβληματική είναι η έλλειψη ευελιξίας, τα ισοπεδωτικά οριζόντια μέτρα σε καθετί, το γεγονός ότι όλα τα πανεπιστήμια της χώρας υπόκεινται ακριβώς στους ίδιους κανονισμούς, με τον ίδιο τρόπο. Δεν έχουν τη δυνατότητα να πειραματιστούν, να δουν ποιες αλλαγές μπορούν να αποδώσουν και ποιες όχι με βάση τις ιδιαιτερότητές τους. Αντίστοιχα είναι τα στεγανά στα προγράμματα σπουδών. Στις ΗΠΑ οι φοιτητές μπαίνουν σε μια σχολή και στη συνέχεια μπορούν να κάνουν λίγο – πολύ ό,τι θέλουν, να ακολουθήσουν άλλες κατευθύνσεις. Το ίδιο ισχύει για τους καθηγητές: μοιράζουν τον χρόνο τους σε διάφορους τομείς, ακόμη και σε διαφορετικές σχολές, κάτι που για την Ελλάδα είναι αδιανόητο.

– Εχουμε όμως καλή «πρώτη ύλη» σε επίπεδο φοιτητών, συμφωνείτε;

– Δεν θα διαφωνήσω, όμως αυτό είναι λίγο παραπλανητικό. Αν πάρουμε την αφρόκρεμα, το καλύτερο 1% των φοιτητών μας, είναι αναμενόμενο ότι όπου και να βρεθούν, θα διαπρέψουν. Η επιτυχία όμως ενός πανεπιστημίου κρίνεται από τη δουλειά που κάνει με τους μέτριους φοιτητές, όσους έχουν κάποιες δυνατότητες, αλλά χρειάζονται βοήθεια, λίγο σπρώξιμο, για να μην αποθαρρυνθούν και τα παρατήσουν στην πρώτη δυσκολία. Οι στατιστικές αποδεικνύουν ότι σε αυτό δεν είμαστε τόσο καλοί: το 50% των φοιτητών μας δεν αποφοιτούν ποτέ ή καθυστερούν πάρα πολύ να πάρουν πτυχίο. Κάποιο πρόβλημα υπάρχει, λοιπόν.

– Από τη δεκαετία του 1980, που ξεκινήσατε την ακαδημαϊκή καριέρα σας, ποιες επαναστάσεις έχουν συντελεστεί στο επιστημονικό πεδίο σας;

– Η εντυπωσιακή πρόοδος της επικοινωνίας και ο παγκόσμιος ιστός, καθώς και η τεχνητή νοημοσύνη (ΑΙ) – και τα δύο έχουν αλλάξει εκ βάθρων τη ζωή μας. Δείτε τι κάνει η ΑΙ: επιστήμονες, ιδιώτες, εταιρείες, όλοι συλλέγουμε δεδομένα, τα αναλύουμε και βγάζουμε συμπεράσματα. Εως έναν βαθμό αυτό μοιάζει με το να ψάχνεις ψύλλους στ’ άχυρα. Σήμερα, επειδή η τεχνολογία έχει προχωρήσει τόσο πολύ, έχουμε πολύ περισσότερα… άχυρα, δεδομένα δηλαδή, και το ψάξιμο γίνεται με μεγαλύτερη ταχύτητα· οι πανίσχυροι υπολογιστές βρίσκουν αυτά που για έναν άνθρωπο είναι πολύ δύσκολο, έως αδύνατον, να εντοπίσει. Να σας δώσω ένα παράδειγμα: αν αναζητήσουμε μια νέα, πολύ καλή στρατηγική για το σκάκι, ένας άνθρωπος μπορεί να δοκιμάσει πεπερασμένο αριθμό κινήσεων στη διάρκεια της ζωής του. Και ο υπολογιστής πεπερασμένο αριθμό δοκιμών μπορεί να πραγματοποιήσει, αλλά σε άλλη κλίμακα, τεράστια. Αυτές οι τεράστιες δυνατότητες ίσως ανοίξουν τον δρόμο για την επόμενη επανάσταση, όταν οι υπολογιστές αποκτήσουν πιο ουσιαστική νοημοσύνη, πιο κοντά στην ανθρώπινη.

– Τι εννοείτε;

– Πριν από μερικά χρόνια, αν θέλαμε να βάλουμε τον υπολογιστή να αναγνωρίζει τραπέζια μέσα σε εικόνες, του δίναμε έναν ορισμό του τραπεζιού. Αυτό δεν δούλεψε πολύ καλά. Αρχίσαμε, λοιπόν, να του δίνουμε παραδείγματα αντί για ορισμούς: εκατοντάδες χιλιάδες φωτογραφίες τραπεζιών ώστε να μάθει μόνος του πώς να τα αναγνωρίζει. Ενα παιδί όμως δεν χρειάζεται να δει χιλιάδες φωτογραφίες για να μάθει τι είναι τραπέζι, πέντε – έξι αρκούν. Γι’ αυτό υπάρχει η άποψη ότι η τωρινή τεχνολογία της τεχνητής νοημοσύνης ίσως πλησιάζει τα όριά της και θα χρειαστεί να «αναβαθμιστεί», να μην είναι μόνο παπαγαλία και μίμηση. Προς το παρόν λειτουργεί σε συγκεκριμένα πλαίσια και με συγκεκριμένους κανόνες. Αν της ζητήσουμε να γράψει μια μουσική σύνθεση στο ύφος του Μπαχ θα το κάνει. Αν το ζητούμενο είναι να δημιουργήσει ένα καινούργιο μουσικό είδος, έναν «νέο Μπαχ», σήμερα δεν μπορεί.

– Ηθικό φίλτρο χρειάζεται η τεχνητή νοημοσύνη;

– Τα ηθικά ζητήματα έχουν να κάνουν με εμάς τους ανθρώπους: αν θα τη μετατρέψουμε σε Μεγάλο Αδελφό που θα παρακολουθεί τους πάντες ή θα την αξιοποιήσουμε ως εργαλείο για να βελτιώσουμε ακόμη περισσότερο τη ζωή μας. Η δυσκολία έγκειται στο ότι επειδή η τεχνολογία κινείται τόσο γρήγορα, τα ρυθμιστικά πλαίσια δεν είναι εύκολο να την ακολουθήσουν. Κι αν οι «ρυθμιστές» έχουν όλοι σπουδάσει Νομικά, ακόμη χειρότερα! (γέλια). Ο άλλος κίνδυνος είναι η όξυνση των κοινωνικών και οικονομικών ανισοτήτων, αν η τεχνητή νοημοσύνη λειτουργήσει ως μοχλός συγκέντρωσης πλούτου και δύναμης από όσους έχουν πρόσβαση σε αυτήν.

Η «περιπέτεια» στα ελληνικά ΑΕΙ

«To 2011 ψηφίστηκε ο νόμος Διαμαντοπούλου, που θεσμοθέτησε τα συμβούλια στα πανεπιστήμια. Υπήρξε ενθουσιασμός σε Ελληνες του εξωτερικού να συμμετάσχουμε αφιλοκερδώς. Κάποιοι τολμηροί πήγαν στο ΕΜΠ και στο ΕΚΠΑ. Ηξερα πόσο έντονη θα ήταν εκεί η αντιπαράθεση, οπότε προτίμησα το Χαροκόπειο, ένα πολιτισμένο ακαδημαϊκό ίδρυμα: με όλες τις πολιτικές τάσεις, που όμως προσπαθούσαν να βρουν κοινό τόπο, με τους φοιτητές να μη βάζουν αφίσες παντού. Μολονότι δεν υπήρχε καμία δυνατότητα θεσμικών αλλαγών, ήταν ενδιαφέρουσα εμπειρία. Οταν έγινε ο ΣΥΡΙΖΑ κυβέρνηση χαρακτηριστήκαμε “αφελείς που δεν κατάλαβαν τον σκοτεινό ρόλο που θα έπαιζαν τα συμβούλια κατά του δημόσιου πανεπιστημίου”. Είχαν δίκιο κατά το ήμισυ: πράγματι ήμασταν αφελείς γιατί νομίζαμε ότι κάποια πράγματα θα άλλαζαν προς το καλύτερο. Αναγκαστήκαμε, λοιπόν, να παραιτηθούμε. Οι παραιτήσεις μας δεν έγιναν δεκτές, δεν μας απάντησαν καν, γιατί θεωρούσαν ότι έτσι θα αναγνώριζαν τη θεσμική μας υπόσταση. Τι θα περίμενα; Τουλάχιστον μια ευγενική απάντηση: Σας ευχαριστούμε που, αν και αφελείς, ασχοληθήκατε…».

Η συνάντηση

Βρεθήκαμε στον δροσερό κήπο του Black Duck, στο κέντρο της Αθήνας, και κουβεντιάσαμε τρώγοντας από μια ελαφριά σαλάτα. «Τι σας λείπει πιο πολύ από την Ελλάδα;», ρώτησα τον κ. Τσιτσικλή. «Το φως και η κοινωνική ζωή. Στις ΗΠΑ οι πανεπιστημιακοί ζούμε σε μια γυάλα, χωρίς να επικοινωνούμε και τόσο με τον μέσο Αμερικανό. Στην Ελλάδα κάθε μέρα μπορεί να γνωρίσεις νέους ανθρώπους, διαρκώς αναμειγνύονται οι ηλικίες και οι κοινωνικές τάξεις», απάντησε. Μιλήσαμε επίσης για τον τόπο της καρδιάς του, τη Σύμη, για το πρώτο του εγγόνι που… φτάνει οσονούπω και για το νέο χόμπι του, την αναρρίχηση. Τι τον γοητεύει στο συγκεκριμένο άθλημα; «Χρειάζεται αδρεναλίνη και ταυτόχρονα είναι αρκετά εγκεφαλικό, πρέπει να “βλέπεις” τρεις – τέσσερις κινήσεις μπροστά. Την έχω λατρέψει!».

Αποφοίτησε από το Τμήμα Κλασικής Φιλολογίας του ΕΚΠΑ. Είναι δημοσιογράφος στην Καθημερινή από το 2001. Έχει γράψει τα βιβλία: «Το άλλο μου ολόκληρο», μια προσωπική μαρτυρία για την απώλεια, την ποιητική συλλογή «Η γυναίκα στο ασανσέρ», τα μυθιστορήματα «Κέρμα στον αέρα» και «Με βλέπεις;» (με την Φωτεινή Τσαλίκογλου), καθώς και τις ιστορίες για παιδιά «Ο Γουργούρης», «Ο Γκάρης» και «Η τσαγιέρα που ανθίζει». Έχει τη δική της ραδιοφωνική εκπομπή στον ΑΘΗΝΑ 9.84. Επιμελείται και παρουσιάζει την τηλεοπτική εκπομπή «Πλάνα με ουρά» στην ΕΡΤ.

(από την εφημερίδα "ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ")