Αποθήκευση Ενέργειας: Στόχος του Νέου ΕΣΕΚ τα 17,5 GW Εγκατεστημένης Ισχύος ως το 2050 – 12 GW για Μπαταρίες

Αποθήκευση Ενέργειας: Στόχος του Νέου ΕΣΕΚ τα 17,5 GW Εγκατεστημένης Ισχύος ως το 2050 – 12 GW για Μπαταρίες
του Δημήτρη Φάρου
Πεμ, 12 Σεπτεμβρίου 2024 - 19:56

Στα 4,3 GW προβλέπει το νέο ΕΣΕΚ, που τίθεται σε δημόσια διαβούλευση μέχρι την προσεχή Δευτέρα, 16 Σεπτεμβρίου, ότι θα ανέλθει έως το 2030 η συνολική ισχύς των συστημάτων αποθήκευσης με μπαταρίες. Για το 2050, προβλέπει ότι θα ανέλθει σε 12 περίπου GW. Επίσης, αναφορικά με την αντλησιοταμίευση, το αναθεωρημένο ΕΣΕΚ προβλέπει ότι η συνολική ισχύς των συστημάτων θα ανέλθει σε 1,7 GW έως το έτος 2030 για να αυξηθεί σημαντικά, στα 5,5 GW, έως το 2050. Αθροιστικά και για τις δύο τεχνολογίες η εγκατεστημένη ισχύς των έργων αποθήκευσης θα φτάσει περίπου τα 17,5 GW το 2050

Η αποθήκευση ενέργειας περιλαμβάνεται στις βασικές προτεραιότητες του νέου ΕΣΕΚ, καθώς η υψηλή διείσδυση των ΑΠΕ θα απαιτήσει τη χρονική μετατόπιση της πλεονάζουσας ενέργειας ΑΠΕ, παροχή υπηρεσιών εξισορρόπησης/παροχή υπηρεσιών ευελιξίας (π.χ. υπηρεσίες ταχείας αύξησης/μείωσης ισχύος) και σταθεροποίησης του συστήματος, που προσφέρει η αποθήκευση, η οποία, παράλληλα, συμβάλλει στην επάρκεια ισχύος, ενώ παρέχει και υπηρεσίες αποσυμφόρησης δικτύου.

Σημαντικός είναι ο ρόλος της αποθήκευσης ενέργειας στην εξέλιξη της μετάβασης προς την κλιματική ουδετερότητα (net zero), την οποία το υπό διαβούλευση ΕΣΕΚ διακρίνει σε τρεις περιόδους:

Η 1η περίοδος, από το 2025 έως το 2030, έχει ως βασική παράμετρο την απoανθρακοποίηση της ηλεκτροπαραγωγής, μέσω της ταχεία διείσδυσης των ΑΠΕ και της κατασκευής υποδομών εξηλεκτρισμού της τελικής κατανάλωσης ενέργειας. Κατά την περίοδο αυτή, προβλέπεται να υπάρξει ταχεία ανάπτυξη της ηλεκτροπαραγωγής από ΑΠΕ (κυρίως ηλιακή και αιολική ενέργεια), τεχνολογίες δηλαδή που ήδη έχουν ωριμάσει και παράγουν ηλεκτρισμό με ανταγωνιστικό κόστος έναντι των ορυκτών καυσίμων. Λόγω της στοχαστικότητας των ΑΠΕ όμως, αναπτύσσονται και υδροηλεκτρικά, καθώς και συστήματα αποθήκευσης ενέργειας (μπαταρίες, αντλησιοταμιευτικά) – ενώ δρομολογείται και η επέκταση της δυναμικότητας των διασυνδέσεων με τις γειτονικές χώρες, ώστε να διασφαλιστεί ένα αρκούντως διαφοροποιημένο μείγμα ηλεκτροπαραγωγής που δεν εξαρτάται από διαταραχές (εγγενείς ή έκτακτες) στην παραγωγική ικανότητα μεμονωμένων τεχνολογιών.

Επίσης, τη συγκεκριμένη περίοδο το ΕΣΕΚ προβλέπει μείωση της μέσης τιμής ηλεκτρικής

ενέργειας, λόγω της αυξημένης διείσδυσης ΑΠΕ σε συνδυασμό με συστήματα αποθήκευσης καθώς και λόγω της έμφασης στην ενεργειακή αποδοτικότητα, παράλληλα με τη σταδιακή αποκλιμάκωση των τιμών των ενεργειακών προϊόντων ως αποτέλεσμα της εξομάλυνσης της ενεργειακής κρίσης. Συγκεκριμένα, εκτιμάται ότι το συνολικό κόστος ηλεκτρικής ενέργειας θα πέσει, από 145 ευρώ ανά μεγαβατώρα στα 139 ευρώ ανά μεγαβατώρα, για να πέσει, τελικά, το 2050 στα 96 €/Mwh. Στον παρακάτω πίνακα (39) απεικονίζεται η προβλεπόμενη εξέλιξη του κόστους της ηλεκτρικής ενέργειας έως το έτος 2050:

Στη 2η περίοδο, από το 2030 ως το 2040, η οποία εστιάζει στον ταχύ εξηλεκτρισμό της τελικής κατανάλωσης ενέργειας, προβλέπεται σημαντική αύξηση στα συστήματα αποθήκευσης ενέργειας ως απαραίτητη συνιστώσα σε περιβάλλον πολύ μεγάλης διείσδυσης ΑΠΕ. Μάλιστα, οι ΑΠΕ θα αρχίσουν να ξεπερνούν το 75% ως ποσοστό συμμετοχής στην ηλεκτροπαραγωγή, φτάνοντας πάνω από 99% στο τέλος της περιόδου. Ωστόσο οι μονάδες φυσικού αερίου θα συνεχίσουν να διατηρούν μετρήσιμο ποσοστό στο συνολικό μείγμα για τη δεκαετία αυτή. 

Με βάση τα ανωτέρω είναι φανερή η ανάγκη αναθεώρησης του μοντέλου της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας προκειμένου να είναι καλύτερα προσαρμοσμένο σε ένα σύστημα όπου το μεταβλητό κόστος παραγωγής (κόστος καυσίμου) επηρεάζει ελάχιστα το μεγαλύτερο μέρος της παραγόμενης ηλεκτρικής ενέργειας (που θα είναι από ΑΠΕ) ενώ αντίθετα παραμένει η ανάγκη για κατανεμόμενες μονάδες παραγωγής που θα εξασφαλίζουν τη σταθερότητα και την ασφαλή τροφοδοσία σε ακραίες συνθήκες.

Μάλιστα, εκτιμάται ότι θα υπάρξει ανάγκη αναθεώρησης του μοντέλου της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας και, ειδικότερα, θα χρειασθεί σχεδιασμός κατάλληλου εθνικού μηχανισμού αποζημίωσης μονάδων ηλεκτροπαραγωγής από φυσικό αέριο. Κι αυτό γιατί, λόγω της ανάπτυξης εγκαταστάσεων αποθήκευσης ενέργειας, την περίοδο 2030 - 2040 εκτιμάται ότι θα υπάρξει ακόμα μεγαλύτερη μείωση των ωρών λειτουργίας των μονάδων αερίου. Πάντως, στο ΕΣΕΚ υπογραμμίζεται η παροδοχή ότι η παρουσία μονάδων ηλεκτροπαραγωγής από φυσικό αέριο είναι απαραίτητη για τη διασφάλιση σε όλα τα ενδεχόμενα της ευστάθειας και ασφάλειας τροφοδοσίας του ηλεκτρικού συστήματος σε όλη την περίοδο ενεργειακής μετάβασης μέχρι το έτος 2050.

Τη συγκεκριμένη περίοδο (βλ. Πίνακα 39) το συνολικό κόστος ηλεκτρικής ενέργειας αναμένεται να πέσει με ακόμη ταχύτερο ρυθμό, για να φτάσει το 2040 στα 116 €/Mwh. Καθώς στην περίοδο αυτή προτάσσεται η ανάγκη για ταχύ εξηλεκτρισμό κατά το δυνατόν μεγαλύτερου μέρους της τελικής χρήσης ενέργειας, το ΕΣΕΚ αναγνωρίζει ότι η ύπαρξη χαμηλών τιμών ηλεκτρικού ρεύματος είναι απαραίτητη προϋπόθεση για την επίτευξη του στόχου. Μεταξύ άλλων, θεωρείται ότι οι τιμές ηλεκτρισμού στον τελικό καταναλωτή θα μειωθούν με δράσεις ανάπτυξης των ΑΠΕ ισόρροπα ανά κατηγορία (φωτοβολταϊκά, αιολικά, υδροηλεκτρικά) και επί τη βάσει προγραμματισμού βάσει των αναγκών, με κριτήριο την ελαχιστοποίηση των περικοπών, και ταυτόχρονα ανάπτυξη συστημάτων αποθήκευσης ενέργειας.

Κατά την 3η περίοδο, η οποία αναμένεται να διαρκέσει από το 2040 έως το 2050, στόχος είναι η ταχεία ανάπτυξη παραγωγής πράσινου υδρογόνου και συνθετικών καυσίμων. Η ανάπτυξη των συνθετικών καυσίμων θεωρείται στο ΕΣΕΚ ότι θα γίνει με εγχώρια παραγωγή κατά το μεγαλύτερο μέρος, όπου χρειάζεται δε ως συστατικό και υδρογόνο η υπόθεση είναι ότι και αυτό θα παράγεται εντός της χώρας. Αυτό δημιουργεί ανάλογη αύξηση της ζήτησης ηλεκτρισμού από ΑΠΕ και συνακόλουθα και της αποθήκευσης ενέργειας (μπαταρίες, αντλησιοταμιευτικά). Για τα ανθρακούχα συνθετικά καύσιμα θα χρησιμοποιηθεί εγχώρια δεσμευόμενο CO2.

Αναφορικά με την εξέλιξη της αποθήκευσης της ηλεκτρικής ενέργειας ανά τεχνολογία – ισχύς (ΜW) και χωρητικότητα, το ΕΣΕΚ προβλέπει ότι η αντλησιοταμίευση, ως προς την εγκατεστημένη ισχύ, θα φτάσει από τα 699 MW το 2022 στα 699 το 2025, στα 1.745 MW το 2030, στα 4.464 MW το 2040 και, τελικά, το 2050, στα 5.453 MW. Στις μπαταρίες, από τα σημερινά (και του 2025) μηδενικά επίπεδα, η εγκατεστημένη ισχύς προβλέπεται να ανέλθει σε 4.325 ΜW το 2030, 8.725 MW το 2040 και στα 12.025 το 2050. Συνολικά, από τα σημερινά 699 MW το 2022, η αποθήκευση (συσσωρευτές και αντλησιοταμιευτικά συστήματα) προβλέπεται να φτάσει το 2050 στα 17.478 MW.

Αναφορικά με την εγκατεστημένη χωρητικότητα, από τα 5.592 MWh το 2022 και 2025, το ΕΣΕΚ προβλέπει για την αντλησιοταμίεση 13.397 MWh το 2030, 52.484 MWh το 2040 και 66.781 MWh το 2050. Στις μπαταρίες, από τα 5.592 MWh το 2022 και 2025, η εγκατεστημένη χωρητικότητα προβλέπεται να φτάσει τα 10.984 MWh το 2030, τα 22.449 MWh το 2040 και τα 31.243 MWh το 2050. Συνολικά, το 2050 η εγκατεστημένη χωρητικότητα των δύο τεχνολογιών αποθήκευσης ενέργειας αναμένεται να φτάσει τα 98.024 MWh. Αναλυτικά η εξέλιξη της αποθήκευσης ηλεκτρικής ενέργειας (εγκατεστημένη ισχύς και χωρητικότητα) στον Πίνακα ΕΣ-4 και το Σχήμα ΕΣ 8.

 

Επιπλέον, αναφορικά με την εξέλιξη των επενδύσεων, το αναθεωρημένο ΕΣΕΚ εκτιμά ότι, αθροιστικά για σταθμούς αποθήκευσης ηλεκτρικής ενέργειας και αντλησιοταμιευτικά, αυτές θα ανέλθουν σε 3.625 εκατ. ευρώ την περίοδο 2025-2030 και σε 14.384 εκατ. ευρώ την περίοδο 2031-2050. Τέλος, η δημόσια χρηματοδότηση για έργα αποθήκευσης ενέργειας την περίοδο 2025 -2030 προβλέπεται να φτάσουν τα 842 εκατ. ευρώ από τα 12.021 εκατ. ευρώ των συνολικών διαθέσιμων πόρων.