Την ώρα που τα σύννεφα πάνω από το πρότζεκτ Interconnector και την ηλεκτρική διασύνδεση Ελλάδος – Κύπρου – Ισραήλ δεν έχουν ακόμα διαλυθεί, η πρόεδρος της Κυπριακής Βουλής και του μεγαλύτερου κόμματος, του Δημοκρατικού Συναγερμού, Αννίτα Δημητρίου μιλά στα «ΝΕΑ» για το τι προηγήθηκε και το τι πρέπει να ακολουθήσει. Τοποθετείται ακόμη για επικριτικά σχόλια και εντός του κόμματός της έναντι της στάσης της Αθήνας.
Στην Ελλάδα επικρατεί μια σύγχυση ως προς το τι πήγε στραβά με την υπόθεση Interconnector. Πόσο καθαρή είναι αυτή η εικόνα στην Κύπρο; Πού εντοπίζονται οι ενστάσεις, οι επιφυλάξεις;
Στον Δημοκρατικό Συναγερμό η θέση μας ήταν και είναι σαφής. Πρόκειται για ένα μακρόπνοο έργο, αδιαμφισβήτητης γεωστρατηγικής σημασίας πρωτίστως για την Κύπρο, η οποία εκτός από ημικατεχόμενη είναι και η τελευταία απομονωμένη ενεργειακά χώρα της Ευρώπης, σε μια περιοχή σήμερα μάλιστα που φλέγεται. Τη χρειαζόμαστε την ηλεκτρική διασύνδεση – όσο ποτέ άλλοτε – και θέλουμε να γίνει με τρόπο που θα συμβάλει στην ενεργειακή επάρκεια και ασφάλεια της χώρας μας, θα ενισχύσει την ανταγωνιστικότητα και θα αποβεί προς όφελος των καταναλωτών, σε μεσοπρόθεσμο και μακροπρόθεσμο διάστημα. Ο κόσμος υποφέρει απ’ το κύμα της ακρίβειας και το ηλεκτρικό ρεύμα αποτελεί το μεγαλύτερο ίσως κονδύλι σ’ ένα νοικοκυριό. Οι κύπριοι πολίτες πληρώνουν ήδη το πιο ακριβό ρεύμα στην Ευρώπη και υπολογίζεται ότι τα επόμενα χρόνια οι ανάγκες θα οδηγήσουν σε αύξηση κατά 30%. Από την άλλη η γεωστρατηγική ασφάλεια και συνεργασία θα αυξήσει την επιρροή της χώρας μας, σε συντονισμό με την Ελλάδα και άλλες χώρες, στην αντιμετώπιση των προκλήσεων που υπάρχουν στην ευρύτερη περιοχή.
Είναι συνεπώς και πολιτικό ζήτημα…
Το θέμα της ενέργειας είναι πρωτίστως πολιτικό. Και δυστυχώς έχουμε μείνει πίσω και κινδυνεύουμε κιόλας να μας ξεπεράσουν οι συγκυρίες. Δεν μπορεί να λαμβάνονται τέτοιες αποφάσεις στο και πέντε. Η κυβέρνηση όφειλε να είναι καλύτερα προετοιμασμένη και να έχει ήδη διαμορφώσει μια τελική άποψη. Είχε μπροστά της ενάμιση χρόνο για να εξετάσει όλες τις παραμέτρους και να αποσαφηνίσει τις όποιες γκρίζες ζώνες, που και δικαιολογημένα μπορεί να υπάρχουν. Οσο για τη στρατηγική μας συνεργασία με την Ελλάδα τη θεωρούμε εκ των ων ουκ άνευ, για ένα σωρό λόγους που δεν χρειάζονται και ιδιαίτερη ανάλυση. Γιατί υπάρχουν αδελφικοί δεσμοί, γιατί αυτή η σχέση δεν μπορεί να διαταραχθεί επ’ ουδενί, γιατί η Ελλάδα ήταν πάντα και παραμένει ο σθεναρότερός μας σύμμαχος. Και είναι κρίμα πραγματικά ν’ αφήνονται οι οποιεσδήποτε σκιές ή εντυπώσεις.
Ο βουλευτής σας ο κ. Χατζηγιάννης, πρόεδρος και της Επιτροπής Ενέργειας της Βουλής, επέρριψε την ευθύνη στον Πρωθυπουργό για το τι έγινε.
Δεν συμμερίζομαι αυτή την άποψη. Ο Πρωθυπουργός έχει αποδείξει έμπρακτα, με συνέπεια και με αποφασιστικότητα, τη στήριξή του όχι μόνο στο έργο αλλά και ευρύτερα στην Κύπρο. Ηταν εδώ στην επέτειο της εισβολής και το μήνυμα που εξέπεμψε ήταν καθαρό. Τέτοιες εκφράσεις είναι λανθασμένες και επιζήμιες. Ο καθένας δικαιούται να έχει την προσωπική του άποψη στον ΔΗΣΥ, δεν φιμώνουμε κανέναν. Η θέση όμως του κόμματος και η προσωπική μου άποψη είναι σαφέστατη και η Ελλάδα υπήρξε και εξακολουθεί να είναι ο ισχυρότερός μας σύμμαχος σε κάθε ζήτημα.
Εσείς είστε της λογικής ότι πρέπει να βρεθεί τρόπος και το έργο αυτό πρέπει να γίνει. Γιατί; Πέρα από το οικονομικό όφελος για τους καταναλωτές τι αλλάζει γεωστρατηγικά ο σχεδιασμός αυτός για την Κύπρο και τον παράγοντα Τουρκία;
Μιλάμε για το γεωπολιτικό ρίσκο του έργου παραγνωρίζοντας ωστόσο το μεγάλο γεωπολιτικό όφελος. Δυστυχώς στην Κύπρο κάθε κίνησή μας στη διεθνή σκακιέρα εμπεριέχει ένα ρίσκο. Και σίγουρα δεν μπορεί να είμαστε όμηροι της Τουρκίας. Το μεγαλύτερο ρίσκο είναι η στασιμότητα και η απομόνωση. Δεν θα μπαίναμε ποτέ στην Ευρωπαϊκή Ενωση χωρίς όραμα και αποφασιστικότητα ή αναλογιζόμενοι μόνο το ρίσκο.
Θεωρούμε την Κύπρο ως ένα πολύτιμο κομμάτι ενός ευρύτερου συστήματος ασφάλειας και σταθερότητας στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου. Το έργο έρχεται να ενισχύσει την ενεργειακή μας ασφάλεια και να διευρύνει τους στενούς μας ορίζοντες, ως νησιωτικό κράτος, με τη μελλοντική διασύνδεσή μας μέσα από το κοινό ευρωπαϊκό δίκτυο και με τρίτες χώρες όπως το Ισραήλ και η Αίγυπτος. Η Κύπρος μπορεί να λειτουργήσει ως ενεργειακή πύλη της ΕΕ. Τέτοια έργα δεν αποτελούν απειλή για κανέναν, αντίθετα είναι μια στρατηγική επιλογή βιωσιμότητας σε ένα μελλοντικό τοπίο στο οποίο θα χρειαζόμαστε περισσότερη και καθαρότερη ενέργεια. Και εξάλλου απαιτείται η μετάβασή μας σύμφωνα και με τους στόχους που θέσαμε στην «πράσινη» εποχή.
Ευελπιστούμε δε ότι η υλοποίηση του μεγάλου αυτού έργου θα βοηθήσει να ξεκλειδώσουμε πολλές εντάσεις ευρύτερα, κάτι που ενδεχομένως θα δράσει και ως καταλύτης στην εξεύρεση λύσης στο εθνικό μας ζήτημα. Και εάν λυθεί το Κυπριακό θα υπάρξουν πολλαπλά οφέλη για όλους. Και αυτό πρέπει να το κατανοήσει και η Τουρκία και να το εντάξει στην πολιτική της τόσο σε συνάρτηση με τα ελληνοτουρκικά όσο και σε σχέση με την ευρωπαϊκή προοπτική της. Πρέπει επιτέλους να αποτελέσει μέρος της λύσης και όχι μέρος του προβλήματος.
Από κυβερνητικής πλευράς στη Λευκωσία εκφράζεται αισιοδοξία για την έκβαση των διαβουλεύσεων. Η δική σας εκτίμηση και η απαίτηση ποια είναι;
Η δική μας απαίτηση προς την κυπριακή κυβέρνηση είναι να προχωρήσει το έργο το συντομότερο δυνατό, με ωφέλιμο τρόπο για όλα τα μέρη, με συνθήκες απόλυτης διαφάνειας και διασφαλίζοντας τα συμφέροντα των πολιτών. Και βεβαίως πάντοτε σε συνεργασία και ανοικτή επικοινωνία με την ελληνική κυβέρνηση. Επίσης ζητούμε πολιτικά αντανακλαστικά. Δεν μπορούμε να αφήνουμε τα πράγματα να σέρνονται και να μένει η χώρα στάσιμη ή να συντηρείται και ένας αμφιλεγόμενος δημόσιος διάλογος που σε καμία περίπτωση δεν ωφελεί. Εξού και στην κοινωνία υπάρχει διάχυτη μια αίσθηση αδιεξόδου.
(από την εφημερίδα "ΤΑ ΝΕΑ")