Σε πρόσφατη συνέντευξή του στους Financial Times, o Ότμαρ Εντενχόφερ, επικεφαλής του Ευρωπαϊκού Επιστημονικού Συμβουλίου για την Κλιματική Αλλαγή, δήλωσε πως οι κλιματικοί στόχοι της ΕΕ δεν μπορούν να επιτευχθούν χωρίς τη φορολόγηση των αγροτικών ρύπων. Ο αγροτικός κλάδος παράγει περίπου το 12% των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου της ΕΕ, με την κτηνοτροφία και τη γαλακτοπαραγωγή να εκπέμπουν σχεδόν τα δύο τρίτα. Υπενθυμίζεται πως ο συγκεκριμένος τομέας δεν εκπέμπει μόνο διοξείδιο του άνθρακα, αλλά και μεγάλους όγκους μεθανίου, το οποίο είναι 80 φορές πιο ισχυρό.
Ο Εντενχόφερ πιστεύει πως η κλιματική φορολόγηση του αγροτικού τομέα θα αποτελέσει το πιο αποτελεσματικό μέτρο για τη μείωση των ρύπων, οι οποίοι παραμένουν σταθεροί την τελευταία δεκαπενταετία, σε αντίθεση με άλλες παραγωγικές δραστηριότητες. Μολονότι οι κλιματικές επιπτώσεις της γεωργίας είναι ευρέως γνωστές, οι ευρωπαίοι αγρότες έχουν αποφύγει την επιβολή ουσιαστικών κλιματικών μέτρων, κυρίως χάρη στην πολιτική τους δύναμη σε όλη την Ευρώπη. Στις αρχές του 2024, ένα πανευρωπαϊκό κύμα αγροτικών διαδηλώσεων εναντίον ενός προτεινόμενου πακέτου περιβαλλοντικών μέτρων, οδήγησε στην υποχώρηση των ευρωπαϊκών θεσμών. Σύμφωνα με την πλειονότητα των αναλυτών, οι επερχόμενες Ευρωεκλογές ανάγκασαν τις πολιτικές ηγεσίες να πιέσουν τις Βρυξέλλες για ακύρωση του νομοθετικού πακέτου.
Με το αποτέλεσμα των Ευρωεκλογών, αλλά των πρόσφατων τοπικών εκλογών σε διάφορα κράτη-μέλη της ΕΕ, να στέλνουν ένα ηχηρό μήνυμα κατά της πράσινης ατζέντας, το μέλλον της κλιματικής πολιτικής βρίσκεται στον αέρα. Το Ευρωπαϊκό Επιστημονικό Συμβούλιο για την Κλιματική Αλλαγή υπολογίζει πως η επίτευξη του στόχου για 90% μείωση των ρύπων μέχρι το 2040 απαιτεί ετήσιες μειώσεις εκπομπών που ισούνται με 171 μεγατόνους CO2, ή αλλιώς το σύνολο των εκπομπών της Δανίας και της Ολλανδίας. Εντούτοις, μία σειρά άλλων ερευνών προτρέπουν τις αρχές της ΕΕ να μην βιαστούν να επιβάλουν αυστηρά κλιματικά μέτρα στον αγροτικό κλάδο.