Μια σημαντική διαθέσιμη ισχύς φυσικού αερίου διατηρείται, για λόγους ασφάλειας, στο σύστημα ηλεκτροπαραγωγής έως το 2050, ωστόσο, στο τελικό draft του ΕΣΕΚ που παρουσιάστηκε την Παρασκευή από την πολιτική ηγεσία του ΥΠΕΝ, η δυναμικότητα των μονάδων περιορίζεται περαιτέρω συγκριτικά με το κείμενο που είχε τεθεί σε δημόσια διαβούλευση. Ειδικότερα, η εγκατεστημένη ισχύς των μονάδων φυσικού αερίου από 7.045 MW το 2025 αυξάνεται σε 7.885 MW το 2030 ενώ, από το 2040 κι έπειτα μειώνεται στα 6.300 MW (από 6.400 MW στο draft που

 

είχε τεθεί σε δημόσια διαβούλευση) και διατηρείται η ίδια ισχύς και το 2050. Όσο για τις παραγόμενες ποσότητες ηλεκτρικής ενέργειας από τις συγκεκριμένες μονάδες από 18,8 TWh/έτος το 2022, σύμφωνα με το ΕΣΕΚ, θα πέσουν στις  11,7 TWh/έτος  από το 2025 (από 12,2 TWh/έτος  που ανέφερε το draft της διαβούλευσης),  στις 10,3 TWh/έτος από το 2030 (από 10,4 TWh/έτος  στη διαβούλευση), στις  3,8 TWh/έτος από το 2040 (από 4,4 TWh/έτος) καταλήγοντας σε 3,8 TWh/έτος το 2050 (από 4,8 TWh/έτος) σε σύνολο παραγωγής, στα μέσα του αιώνα, τις 130,5 TWh/έτος.

Με άλλα λόγια, η  χρήση του φυσικού αερίου στην ηλεκτροπαραγωγή μειώνεται αλλά το φυσικό αέριο συνεχίζει να έχει ρόλο για την ευστάθεια του συστήματος ηλεκτροπαραγωγής.  Όπως ανέφερε η υφυπουργός κυρία Αλεξάνδρα Σδούκου κατά την παρουσίαση του ΕΣΕΚ, «η ανάγκη για την ισχύ αυτή θα επικαιροποιείται τακτικά, ανάλογα με τις σχετικές Μελέτες Επάρκειας Εφοδιασμού που θα γίνονται από το Διαχειριστή, ενώ παράλληλα η ενέργεια  που θα παράγεται από φυσικό αέριο μειώνεται δραστικά». Δεν είναι τυχαίο ότι το 2050,   το φυσικό αέριο θα αντιστοιχεί στο 9% της εγκατεστημένης ισχύος αλλά θα παράγει μόνο το 2,8 % της ενέργειας, δηλαδή μόνο σε έκτακτες περιπτώσεις. Γι’ αυτό, εκτιμάται ότι θα χρειασθεί σχεδιασμός κατάλληλου εθνικού μηχανισμού αποζημίωσης μονάδων ηλεκτροπαραγωγής από φυσικό αέριο.

Όπως εξηγούν οι συντάκτες του ΕΣΕΚ, «το σενάριο μιας αργής μετάβασης – με περισσότερο φυσικό αέριο και περισσότερους ρύπους – έχει ψηλότερο κόστος σήμερα, σε σχέση με το κόστος που είχε όταν σχεδιάστηκε το ΕΣΕΚ του έτους 2019, κατά συνέπεια, επακόλουθο είναι ότι και οι επενδύσεις σε εναλλακτικά καύσιμα και τεχνολογίες είναι πιο επικερδείς πλέον».

Αντίστοιχα, η χρήση των ορυκτών καυσίμων στους τομείς εκτός ηλεκτροπαραγωγής μειώνεται, αλλά με συγκρατημένο ρυθμό. Η ανάπτυξη των δικτύων φυσικού αερίου θα  γίνεται λελογισμένα, εξετάζοντας τη μακροχρόνια βιωσιμότητά τους, κυρίως λαμβάνοντας υπόψη παραμέτρους όπως οι επόμενες φάσεις της ενεργειακής μετάβασης, οι κλιματολογικές συνθήκες  κ.λπ.. Η ανάπτυξη νέων δικτύων και υποδομών, σύμφωνα με τις κατευθύνσεις του ΕΣΕΚ, θα εξετάζεται στο πλαίσιο της εξέλιξης της ζήτησης τόσο σε εγχώριο όσο και σε περιφερειακό επίπεδο, ιδίως λαμβάνοντας υπόψη και την ταχύτητα ανάπτυξης εναλλακτικών τεχνολογιών που μπορούν να λειτουργήσουν είτε ανασχετικά (π.χ. αντλίες θερμότητας ως εναλλακτική πηγή θέρμανσης σε κτίρια) είτε υποστηρικτικά (π.χ. αποκλιμάκωση κόστους και υψηλότερη δυναμικότητα παραγωγής βιομεθανίου ή και πράσινου υδρογόνου) σε νέες επενδύσεις σε δίκτυα και υποδομές αερίου.

Εκτός από την εγχώρια αγορά, ο τομέας του φυσικού αερίου έχει και τη δυνατότητα ανάπτυξης της διαμετακόμισης στην αγορά των Βαλκανίων και βορειότερα (Κάθετος Διάδρομος). Η Ελλάδα έχει ήδη επενδύσει στην προοπτική αυτή (Διασυνδετήριος Αγωγός Ελλάδας – Βουλγαρίας, νέος Σταθμός Συμπίεσης στην Κομοτηνή, FSRU Αλεξανδρούπολης, υπό κατασκευή Διασυνδετήριος Αγωγός Ελλάδος- Βόρειας Μακεδονίας) και  στηρίζει τον Κάθετο Διάδρομο.

Κατά το πρώτο διάστημα (2025-2030) θα πρέπει να αποφασιστεί  και η ανάπτυξη παραγωγής φυσικού αερίου από εγχώρια κοιτάσματα, εφόσον επιβεβαιωθεί τελικώς ότι αυτά είναι εμπορικώς εκμεταλλεύσιμα μετά και τις έρευνες που έχουν λάβει χώρα ή βρίσκονται σε εξέλιξη.