Τα τελευταία γεγονότα στην Μέση Ανατολή με άξονα αναφοράς αυτή την φορά την διένεξη Ισραήλ-Ιράν, επανέφεραν σε πρώτο πλάνο το πετρέλαιο που αποτελεί το βασικό εξαγώγιμο προϊόν της ευρύτερης περιοχής της Μέσης Ανατολής. Καθώς βαθαίνει το ρήγμα μεταξύ των δυο κρατών και σφυροκοπείται καθημερινά από το Ισραήλ ο λεγόμενος «άξονας της αντίστασης», δηλ. η Χεζμπολάχ, η Χαμάς, οι Χούθι κα, υπάρχει έντονη φημολογία ότι αργά η γρήγορα θα μπούν στο στόχαστρο του

Τέλ Αβίβ οι πετρελαϊκές εγκαταστάσεις του Ιράν, που περιλαμβάνουν μονάδες παραγωγής και επεξεργασίας φυσικού αερίου.

Ανεξαρτήτως της εμβέλειας και επιτυχίας ενός βομβαρδισμού κατά Ιρανικών στρατιωτικών μονάδων αλλά και πετρελαιοπηγών και διυλιστηρίων, το βέβαιο είναι ότι σε περίπτωση στρατιωτικής προσβολής των άνω θα υπάρξει άμεσος αντίκτυπος στην τιμή του αργού με αυτή να εκτοξεύεται πολλά δολάρια πάνω από την τρέχουσα τιμή των $77- $ 80 το βαρέλι (9/10).

Την προπερασμένη εβδομάδα μετά την επιδρομή της Ισραηλινής αεροπορίας κατά του αρχηγείου της Χεζμπολάχ στην Βηρυττό και την εξόντωση της ηγετικής της ομάδας συμπεριλαμβανομένου του αρχηγού της κληρικού Χασάν Νασράλα, και την βαλλιστική επιδρομή του Ιράν κατά του Ισραήλ,(1/10) οι τιμές του αργού ανατιμήθηκαν κατά 8.0% μέσα σε πέντε ημέρες, δηλ. + $ 6 δολάρια το βαρέλι, συνέπεια φόβων για επέκταση της κρίσης σε ένα ευρύτερο γεωγραφικό χώρο στην περιοχή και την ενδεχόμενη διακοπή, έστω και προσωρινή, της πετρελαϊκής παραγωγής.

Ενώ όμως η εμπόλεμη κατάσταση στην περιοχή έχει ήδη κλείσει ένα ολόκληρο χρόνο το αργό πετρέλαιο όλο αυτό το διάστημα διαπραγματευόταν στην ζώνη των $70 με $ 80 το βαρέλι, χωρίς ιδιαίτερες εξάρσεις και παρά την συχνή προσβολή πετρελαιοφόρων πλοίων στην Ερυθρά Θάλασσα και στον Κόλπο του Αντεν από τους Χούθι στην Βόρεια Υεμένη. Να σημειώσουμε ότι την περίοδο 2010-2014, και χωρίς να έχει εκδηλωθεί ανάλογη γεωπολιτική ανωμαλία, οι τιμές του αργού κινούντο πολύ υψηλότερα στη ζώνη των $ 100 με $ 120 το βαρέλι. Αλλά και πλέον πρόσφατα το καλοκαίρι του 2022 και 2023 οι τιμές του αργού ήσαν στην περιοχή των $ 100 - $120 το βαρέλι και $ 90-$ 95 αντίστοιχα, επηρεασμένες σε μεγάλο βαθμό από τις υψηλές τιμές του φυσικού αερίου λόγω του πολέμου στην Ουκρανία.

Χρειάστηκε ένα δεύτερο απευθείας βαλλιστικό χτύπημα του Ιράν κατά του Ισραήλ (1/10) για να αφυπνιστεί η πετρελαϊκή αγορά για τον επικείμενο κίνδυνο στην παγκόσμιο ενεργειακή προμήθεια. Σε άλλες εποχές, πριν 20 ή ακόμα και πριν 10 χρόνια, ένα μικρό μέρος της σημερινής στρατιωτικής δράσης στην περιοχή εάν συνέβαινε, το πετρέλαιο θα είχε εκτοξευθεί άνετα στά $ 100 το βαρέλι. Σήμερα παρατηρούμε ότι η αγορά συμπεριφέρεται με λιγότερη νευρικότητα απ´οτι στο παρελθόν και οι όποιες ανατιμήσεις περιορίζονται χρονικά και ποσοτικά. Με αλλά λόγια το πετρέλαιο έχει χάσει την ιδιότητα του να δρα ως το απόλυτο γεωπολιτικό βαρόμετρο.

Χαρακτηριστικό της ανωτέρω αντίληψης είναι η επικρατούσα άποψη ανάμεσα στους παίκτες της αγοράς και στις εταιρείες που εμπλέκονται στην μεταφορά και διακίνηση αργού και προϊόντων, ότι όσο η παρούσα διένεξη περιορίζεται στα σημερινά γεωγραφικά όρια δεν υπάρχει κίνδυνος να υπάρξει διακοπή στην κανονική ροή πετρελαίου και φυσικού αερίου (LNG) από τους παραγωγούς στην Μέση Ανατολή προς τις διεθνείς αγορές. Αλλά ακόμα και εάν προσβληθούν οι πετρελαϊκές εγκαταστάσεις του Ιράν από την Ισραηλινή αεροπορία δεν εξυπακούεται ότι θα υπάρξει άμεσα σοβαρό έλλειμα προμήθειας ή ότι αίφνης το Ιράν θα κλείσει τα στενά του Ορμούζ -όπως εικάζεται ευρέως από όψιμους αναλυτές- μέσω των οποίων καθημερινά ρέει το 20% της παγκόσμιας ενεργειακής προμήθειας.

Δύο είναι οι βασικοί λόγοι που οδηγούν στην ανωτέρω εκτίμηση . Ο πρώτος αφορά τον επιχειρησιακό σχεδιασμό της στρατιωτικής επέμβασης του Ισραήλ κατά του Ιράν, η οποία σύμφωνα με συγκλίνουσες πληροφορίες, προβλέπει συντριπτικό πλήγμα κατά στρατιωτικών στόχων , κάτι που δεν θα αφήσει πολλά περιθώρια στην Τεχεράνη για μεγάλης κλίμακας ναυτικές και αμφίβιες επιχειρήσεις στον Περσικό Κόλπο. Ο δεύτερος λόγος έχει να κάνει με την σημερινή κατάσταση της διεθνούς αγοράς πετρελαίου. Αυτή είναι καλά εφοδιασμένη με παρατηρούμενο πλεόνασμα αργού, με παραγωγή στα 102 εκατ.βαρέλια την ημέρα,την εφεδρική παραγωγική ικανότητα του OPEC να ξεπερνά τα 5.0 εκατ.βαρελια ημερησίως και υψηλά αποθέματα τόσο στις χώρες του Ο.Ο.Σ.Α όσο και παγκοσμίως. Με επιπλέον εφεδρείες να είναι διαθέσιμες από τους εκτός OPEC + παραγωγούς (λχ Νορβηγία, Βραζιλία, ΗΠΑ, Καναδάς).

Θα πρέπει ακόμα να τονιστεί ότι σήμερα σε σύγκριση με το παρελθόν υπάρχει οργανωμένο τόσο μέσω του ΙΕΑ όσο και του OPEC ένα πολύ καλό σύστημα πληροφόρησης προς τις εταιρείες και τα δυιλιστήρια αναφορικά με την καθημερινή παραγωγή κάθε κράτους και την κατάσταση των αποθεμάτων, χερσαίων και εν πλώ,παγκοσμίως. Το σύστημα αυτό επικουρείται από την ενημέρωση που παρέχουν διαρκώς ιδιωτικές εταιρείες, όπως λχ η Kpler και η Rystad,ως προς τους προορισμούς και τα φορτία που μεταφέρουν πετρελαιοφόρα τάνκερ και πλοία LNG.

Αυτή η άμεση πληροφόρηση για την κατάσταση στην διεθνή πετρελαϊκή αγορά έχει βοηθήσει σημαντικά ώστε να περιοριστεί σε πολύ μεγάλο βαθμό η αβεβαιότητα που υπήρχε παλαιότερα ως προς την προμήθεια πετρελαίου. Με την αβεβαιότητα και την έλλειψη επαρκούς πληροφόρησης να είναι οι δυο κατεξοχήν παράγοντες που συνήθως ευθύνονται για την προεξόφληση υψηλού κινδύνου και άρα την ώθηση των τιμών προς τα άνω.

Τέλος, αξίζει να αναφερθεί ότι το ακριβό πετρέλαιο, εάν υποθέσουμε ότι η διεθνής αγορά για ένα διάστημα κινηθεί με τιμές αργού πάνω από τα $ 100 το βαρέλι, δεν αναμένεται να έχει τις αρνητικές επιπτώσεις στην οικονομία που είχε τις δεκαετίες του 1970,80 και 90. Γιατί απλούστατα σήμερα, σε σύγκριση με το παρελθόν, το πετρέλαιο έχει μειωμένη συμβολή στο οικονομικό γίγνεσθαι με την συμμετοχή του στο παγκόσμιο ενεργειακό μίγμα να έχει μειωθεί στο 30% από το 46% που ήταν το 1973. Αλλά ίσως το πλέον αποκαλυπτικό στοιχείο, όπως προκύπτει από μελέτες του Δ.Ν.Τ, αφορά την πετρελαϊκή κατανάλωση ανά μονάδα ΑΕΠ στις χώρες του G7 που σήμερα έχει μειωθεί σχεδόν στο 40% σε σχέση με το 1970.