Εικοσιτέσσερις ημέρες αφότου επιτέθηκε το Ιράν με πυραύλους στο Ισραήλ, οι ιθύνοντες στο Τελ Αβίβ παραμένουν ακόμη “σκυμμένοι” στους χάρτες, αξιολογώντας πιθανούς στόχους για τα αντίποινα κατά του θεοκρατικού καθεστώτος της Τεχεράνης. Από εκείνη την ημέρα, και με εξαίρεση μερικά 24ωρα ανοδικής τροχιάς των τιμών του πετρελαίου…για την τιμή των όπλων και άνευ ουσιαστικού αντίκτυπου στην παγκόσμια οικονομία, το Brent παραμένει στο εύρος διακύμανσης μεταξύ 73-78 δολάρια ανά βαρέλι. Ο κόσμος έμαθε να μην αιφνιδιάζεται πλέον από τις γεωπολιτικές εξελίξεις και τις κρίσεις

που ξεσπούν συχνά-πυκνά –ιδίως στην  ευρύτερη γειτονιά μας (δείτε επίκαιρο άρθρο στο energia.gr εδώ) και αντιμετωπίζει συντεταγμένα και με ψυχραιμία τις όποιες αρνητικές επιπτώσεις στην αγορά πετρελαίου και των διυλισμένων προϊόντων του. 

Σχεδόν παντού, πλην Ελλάδας! 

Η ελληνική αγορά υγρών καυσίμων είναι, προ πολλού, ένα τοπίο στο οποίο κυριαρχεί η ακρίβεια και η (σχεδόν πλήρης) ατιμώρητη ασυδοσία ορισμένων από τους ενδημούντες σε αυτήν και στο οποίο ασκείται μια παραβατική βία την οποία η ελληνική Πολιτεία αδυνατεί να πατάξει. 

Το energia.gr που αναδεικνύει τακτικά τα προβλήματα που ταλαιπωρούν τον καταναλωτή και ζημιώνουν (;) την οικονομία –και βάζουμε ερωτηματικό επειδή όλα τούτα συμβαίνουν με απόλυτη γνώση της εκάστοτε ελληνικής Πολιτείας – επανέρχεται στο θέμα, με αφορμή το χθεσινό ενημερωτικό δελτίο που εξέδωσε ο Σύνδεσμος Εταιρειών Εμπορίας Πετρελαιοειδών Ελλάδος (ΣΕΕΠΕ) με τίτλο «Η Πολιτεία οφείλει να βάλει οριστικό τέλος στην παραβατικότητα», στο οποίο αναφέρει τα εξής:  

«Τα στοιχεία που ανέδειξε η έρευνα του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου, ύστερα από ανάθεση που πραγματοποίησε ο Σύνδεσμος Εταιριών Εμπορίας Πετρελαιοειδών Ελλάδος (ΣΕΕΠΕ)*, σχετικά με τις ελλειμματικές παραδόσεις βενζίνης 95RON στην Αττική (κατά το διάστημα Αύγουστος-Σεπτέμβριος 2023) είναι ενδεικτικά της έξαρσης που σημειώνει η παραβατικότητα στον κλάδο της εμπορίας καυσίμων, χωρίς ωστόσο να μπορούν να αποτυπώσουν το εύρος και τις διαστάσεις που αναπτύσσει το φαινόμενο πανελλαδικά. Σημειώνεται πως η έρευνα του ΕΜΠ παραδόθηκε αρμοδίως από τον ΣΕΕΠΕ στην Πολιτεία.  

Ο ΣΕΕΠΕ, εδώ και χρόνια έχει επισημάνει τον τεράστιο κίνδυνο που έχει η μη αποτελεσματική αντιμετώπιση της παραβατικότητας στη διακίνηση καυσίμων, έχοντας επανειλημμένως καταθέσει μια ολιστική δέσμη προτάσεων στην Πολιτεία, με κύριο και πάγιο αίτημα την ταχύτερη λειτουργία του Συστήματος Εισροών – Εκροών. Ενός σύγχρονου και αποτελεσματικού Συστήματος Εισροών – Εκροών, όπως αυτά που λειτουργούν σε όλα τα κράτη της Ε.Ε. Ακόμη και σήμερα παραμένει άγνωστο το πότε το Σύστημα Εισροών - Εκροών θα μπορέσει να λειτουργήσει αποτελεσματικά και να διασφαλίσει σε ένα μεγάλο βαθμό τον έλεγχο της παραβατικότητας. 

Το πόρισμα της Επιτροπής Ανταγωνισμού, μετά από μια εξονυχιστική -4ετή- έρευνα, επιβεβαιώνει ότι στον κλάδο της Εμπορίας λειτουργεί ένας έντονος ανταγωνισμός, σε μια αγορά που μαστίζεται από σειρά στρεβλώσεων, όπως το πλαφόν και η παραβατικότητα. Αναδεικνύει συγχρόνως ότι οι συνθήκες αυτές, που υπάρχουν με την ευθύνη και την ανοχή της Πολιτείας, έχουν οδηγήσει τα περιθώρια κέρδους να κινούνται σε αρνητικά, έως οριακά θετικά επίπεδα. Στο ίδιο, άλλωστε, συμπέρασμα καταλήγει και η πρόσφατη έρευνα του ΙΟΒΕ, το οποίο με τη σειρά του επισημαίνει ότι με τις συνεχιζόμενες ζημιές του κλάδου, η Πολιτεία με τις ενέργειες και τις παραλείψεις της οδηγεί τις επιχειρήσεις σε αφανισμό. 

Ο ΣΕΕΠΕ έχει σταθεί αρωγός σε κάθε προσπάθεια της Πολιτείας να βάλει τέλος στην παραβατικότητα, χαιρετίζοντας μάλιστα την πρόσφατη νομοθετική πρωτοβουλία που ανέλαβε η Κυβέρνηση για αυστηροποίηση του κανονιστικού πλαισίου. Με λύπη μας, ωστόσο, διαπιστώνουμε πως η εφαρμογή των μέτρων είναι ελλειμματική και προβληματική. Είναι χαρακτηριστικό, πως ακόμη και σήμερα υπάρχουν πρατήρια καυσίμων που ενώ είναι βεβαιωμένα παραβατικά, αντί να σφραγίζονται, συνεχίζουν να λειτουργούν με αποφάσεις της Δικαιοσύνης. Απευθύνουμε έκκληση προς την Πολιτεία και τα εμπλεκόμενα Υπουργεία να λάβουν κάθε απαραίτητο μέτρο, προκειμένου να μπει οριστικά τέλος σε αυτή τη μάστιγα. Από την πλευρά του ο ΣΕΕΠΕ δεσμεύεται να συνεχίσει να εργάζεται με στόχο την απομόνωση από την αγορά, όσων επιχειρήσεων επιλέγουν τον δρόμο της παραβατικότητας.»

Το δελτίο Τύπου ολοκληρώνεται με την επισήμανση ότι τα στοιχεία της έρευνας του ΕΜΠ σχετικά με το ποιες επιχειρήσεις παρανομούν, δεν είναι σε γνώση του ΣΕΕΠΕ.

 

Ο Σύνδεσμος καλά τα λέει, ωστόσο, τίποτε απολύτως δεν έχει αλλάξει όλα αυτά τα χρόνια. Πρατήρια βενζίνης κλείνουν για μικρό ή μεγάλο χρονικό διάστημα, νέα ανοίγουν ανά εξάμηνο στη θέση τους, πάντα «υπό νέα διεύθυνση», τα οποία διαθέτουν –ασχέτως νοθευμένη ή όχι – αμόλυβδη βενζίνη σε κραυγαλέα χαμηλότερες τιμές του ανταγωνισμού που βρίσκεται, ενίοτε, μερικές δεκάδες μέτρα πιο δίπλα. 

Και φυσικά, παραμένει ο Γόρδιος Δεσμός των υπέρμετρα υψηλών τιμών το οποίο δεν μπορεί ούτε το σπαθί του Μεγαλέξανδρου να κόψει! 

Σήμερα, Πέμπτη, 24 Οκτωβρίου, με την τιμή του Brent να κινείται στα όρια των 74-75 δολαρίων ανά βαρέλι, η μέση τιμή της αμόλυβδης των 95 οκτανίων στην αντλία των πρατηρίων της Νομαρχίας Αθηνών, που παίρνουμε ως σημείο αναφοράς, είναι διαμορφωμένη στο 1,748 ευρώ/ λίτρο, ενώ χθες, Τετάρτη, βρισκόταν στο 1,750 ευρώ/λίτρο. 

Όπερ σημαίνει ότι η αγορά είτε «βγάζει τα σπασμένα» από το πλαφόν και τα κυβερνητικά πρόστιμα, είτε αδιαφορεί πλήρως για τα θεμελιώδη δεδομένα που μπορούν να καθορίσουν χαμηλότερες τιμές διάθεσης του προϊόντος, συνεπικουρούμενη από το ελληνικό κράτος που επιβάλει μια από τις πιο υψηλές φορολογίες στην κατανάλωση. 

Διότι δεν είναι δυνατόν στην Κύπρο, που είναι νησί και θα έπρεπε να έχει πρόβλημα με τις τιμές των υγρών καυσίμων, λόγω του μεταφορικού κόστους, τα πρατήρια να πωλούν την αμόλυβδη μεταξύ 1,386-1,448 ευρώ/λίτρο. 

Σημειώνουμε ότι η τιμή της αμόλυβδης στην κυπριακή αντλία βρισκόταν διαμορφωμένη στο 1,828 ευρώ/ λίτρο στις 22 Ιουλίου 2022!

Αλλά το πιο εξοργιστικό είναι ότι η αμόλυβδη βενζίνη στη χώρα μας πωλείται πιο ακριβά ή ελάχιστα χαμηλότερα και από χώρες με σαφώς υψηλότερο διαθέσιμο εισόδημα. Η μέση τιμή διάθεσης της αμόλυβδης βενζίνης των 95 οκτανίων είναι:

  • Στην Γαλλία, 1,770 ευρώ/λίτρο
  • Στην Γερμανία, 1,674 ευρώ/λίτρο
  • Στην Ισπανία, 1,499 ευρώ/λίτρο
  • Στην Ιταλία, 1,779 ευρώ/λίτρο και  
  • Στην Ελβετία, 1,740 ευρώ/λίτρο!

(Κατανομή τιμών αμόλυβδης βενζίνης ανά την ΕΕ (Φεβρουάριος 2024).Πηγή: Ευρωπαϊκή Επιτροπή)

Εντοπίσαμε έκθεση της Τράπεζας της Γαλλίας, που δημοσιεύτηκε τον Οκτώβριο του 2021, με τίτλο «Πώς οι τιμές του πετρελαίου μετακυλίονται στις τιμές των καυσίμων», παρά την χρονική απόσταση των τριών ετών παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον και παραμένει, με τον τρόπο της, επίκαιρη. 

Όπως αναφέρουν οι συντάκτες της μια αύξηση της τιμής του εισαγόμενου διυλισμένου ντίζελ κατά 1% μεταφράζεται σε αύξηση της τιμής προ φόρων κατά 0,75% και αύξηση της τιμής στην αντλία κατά 0,3%, συμπεριλαμβανομένων των φόρων, στην Γαλλία. Όπως επισημαίνεται, η προσαρμογή δεν γίνεται αυτόματα, είναι, όμως σε κάθε περίπτωση, ταχεία: Ύστερα από μία εβδομάδα, η αύξηση της τιμής προ φόρων είναι 0,45%, δηλαδή πάνω από το 50% της τελικής μετακύλισης. Οι τιμές ανταποκρίνονται με τον ίδιο τρόπο σε ένα ανοδικό ή καθοδικό σοκ. 

Η τιμή αντλίας (συμπεριλαμβανομένων όλων των φόρων) μπορεί να χωριστεί σε δύο διακριτά μέρη: φόροι (ένα σταθερό ποσό ανά λίτρο, ο εγχώριος φόρος κατανάλωσης ενεργειακών προϊόντων και ο ΦΠΑ, ο οποίος είναι ανάλογος της τιμής συμπεριλαμβανομένου του πρώτου και οι οποίοι αντιπροσωπεύουν περίπου το 60% της τιμής συμπεριλαμβανομένων των φόρων.

Αυτό το τελευταίο στοιχείο μπορεί να ποικίλλει σε καθημερινή βάση. Η τιμή προ φόρων περιλαμβάνει ιδίως το κόστος αγοράς του εμπορεύματος (διυλισμένο καύσιμο που εισάγεται ή παράγεται σε διυλιστήρια στη Γαλλία), το κόστος διανομής (εργασία, μεταφορά κ.λπ.) και, τέλος, το περιθώριο κέρδους των διανομέων.

Οι τιμές των πρώτων υλών αυξομειώνονται σε καθημερινή βάση, ακολουθώντας στενά την τιμή του αργού πετρελαίου (Brent), και εξαρτώνται επίσης από το κόστος διύλισης. Η τιμή σε ευρώ των διυλισμένων καυσίμων που πωλούνται χονδρικώς για εισαγωγή και διαπραγματεύονται στην ευρωπαϊκή αγορά (ειδικότερα στην αγορά του Ρότερνταμ) μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την παρακολούθηση των καθημερινών διακυμάνσεων του κόστους του εμπορεύματος που πρέπει να πληρώσουν τα πρατήρια.

Για παράδειγμα, όταν η τιμή του εμπορεύματος αυξάνεται, το κόστος αγοράς του εν λόγω εμπορεύματος αυξάνεται για το πρατήριο και το περιθώριο κέρδους του μειώνεται ή και εξαφανίζεται εάν δεν μετακυλήσει αμέσως αυτή τη μεταβολή του κόστους.

Ενώ οι τιμές των καυσίμων μεταβάλλονται συχνά, δεν αλλάζουν, εν τούτοις, σε καθημερινή βάση, σε αντίθεση με εκείνες των βασικών εμπορευμάτων. Κατά μέσο όρο, αναφέρει η έκθεση της Τράπεζας της Γαλλίας, οι τιμές των καυσίμων παραμένουν σταθερές για περίπου πέντε ημέρες. Όταν αλλάζουν, οι τιμές προ φόρων προσαρμόζονται κατά μέσο όρο κατά 2% είτε ανοδικά, είτε καθοδικά, γεγονός που αντιστοιχεί σε αλλαγές της τάξης του περίπου 1 λεπτού επί της τιμής, συμπεριλαμβανομένου του φόρου.

Ακόμη, καταγράφονται σημαντικές διαφορές στον τρόπο που καθορίζονται οι τιμές μεταξύ των πρατηρίων, ιδίως μεταξύ εκείνων με χαμηλότερες από το μέσο όρο τιμές, και εκείνων με υψηλότερες τιμές.

Οι σταθμοί με χαμηλότερες τιμές αλλάζουν τις τιμές τους συχνότερα από τους υπόλοιπους: το χρονικό διάστημα διατήρησης της τιμής διάθεσης είναι περίπου τρεις ημέρες, ενώ για τα πρατήρια με υψηλότερες τιμές του μέσου όρου, είναι έξι έως επτά εργάσιμες ημέρες.

Οιαδήποτε μεταβολή στο κόστος των βασικών εμπορευμάτων αντικατοπτρίζεται πλήρως στις τιμές των καυσίμων ύστερα από τέσσερις εβδομάδες. Κατά μέσο όρο, ύστερα από 11 εργάσιμες ημέρες, το 90% της μεταβολής του κόστους μεταφέρεται στις τιμές, με την πλήρη μετακύλιση στις τιμές των καυσίμων να διαρκεί περίπου 20 εργάσιμες ημέρες. Ωστόσο, έχει αποδειχτεί ότι πάνω από το ήμισυ της μετακύλισης στις τιμές συμβαίνει ήδη ύστερα από μία εβδομάδα.

Για κάθε αύξηση +1% στην τιμή του διυλισμένου ντίζελ, η τιμή του ντίζελ προ φόρων αυξάνεται κατά 0,75% μακροπρόθεσμα.

Καθώς η τιμή του διυλισμένου προϊόντος εξαρτάται από τις μεταβολές της τιμής του Brent, η απόκριση των τιμών των καυσίμων προ φόρων στις μεταβολές της τιμής του διεθνούς benchmark, είναι πολύ παρόμοια με εκείνη που προκύπτει για το διυλισμένο προϊόν. Μακροπρόθεσμα, το μέγεθος της απόκρισης της τιμής προ φόρων είναι ελαφρώς μικρότερο (0,70%) και η διαφορά μεταξύ των μακροπρόθεσμων επιδράσεων αντανακλά το μερίδιο του κόστους του πετρελαίου στο κόστος παραγωγής του διυλισμένου προϊόντος (περίπου 90%).

Υπάρχουν επίσης διαφορές μεταξύ των σταθμών όσον αφορά τη μετακύλιση των μεταβολών του κόστους. Οι σταθμοί με χαμηλότερες από τον μέσο όρο τιμές μετακυλίουν ελαφρώς περισσότερες από τις μεταβολές του κόστους. Αυτό αντικατοπτρίζει, μακροπρόθεσμα, ένα υψηλότερο μερίδιο του εμπορεύματος στο συνολικό κόστος για αυτά τα πρατήρια. Τελικά, όσον αφορά στο επίπεδο των τιμών, μια αύξηση της τιμής του εισαγόμενου ντίζελ κατά 0,45 λεπτά του ευρώ επιφέρει πανομοιότυπη αύξηση σε όλα τα πρατήρια. Οι διαφορές στους χρόνους προσαρμογής των τιμών μεταξύ των σταθμών είναι, ωστόσο, ανεπαίσθητες, με περισσότερο από το 90% της αύξησης της τιμής του πετρελαίου να περνά στα τιμολόγια όλων των πρατηρίων σε περίπου δέκα εργάσιμες ημέρες.

Στην Ελλάδα, η απόκριση ενός τμήματος των επαγγελματιών του χώρου στις επιταγές της σύγχρονης αγοράς, όσο περίπλοκες και αν είναι, καθώς και η αδυναμία της Πολιτείας να εφαρμόσει το κράτος δικαίου, έχει προκαλέσει τα ακόλουθα σύμφωνα με την έρευνα του ΕΜΠ:

  • Τουλάχιστον ένα στα τέσσερα πρατήρια υγρών καυσίμων έχουν πειραγμένες αντλίες.
  • Οι καταναλωτές υπολογίζεται ότι χάνουν περίπου 120.000.000 ευρώ ετησίως ενώ τα τελευταία χρόνια το πρόβλημα διευρύνεται!
  • Το ποσοστό των πρατηρίων που βάζει λιγότερα καύσιμα στα ρεζερβουάρ των καταναλωτών φθάνει στο 27%, με τις ποσότητες που παραδίδονται στους πελάτες τους να είναι ελλειμματικές σε ποσοστό  μέχρι και 24%.
  • Η παραβατική συμπεριφορά των πρατηριούχων άρχισε να επιτείνεται σε ανησυχητικό βαθμό, από το 2011.
  • Το ποσοστό των παραβατικών πρατηρίων από 4% το 2011, έφτασε στο 15% το 2016, στο 19% το 2019, στο 20% το 2021 και εκτινάχθηκε στο 27% το 2023, ήτοι, αυξήθηκε κατά +35% σε δύο χρόνια.
  • Το δε ποσοστό βενζίνης που υφαρπάζουν από τα τεπόζιτα των αυτοκινήτων, από 7% το 2011, ξεπέρασε το 10%, το 2016, το 17% το 2019, το 20% το 2021, και το 24% το 2023, ήτοι, αυξήθηκε κατά + 30% σε μόλις τρία χρόνια.

Οι καταναλωτές αντιλαμβάνονται την κλοπή όταν συγκρίνουν το όργανο μέτρησης καυσίμου των οχημάτων τους, με άλλα πρατήρια, ενώ υπάρχουν και περιπτώσεις στις οποίες οι καταναλωτές διαπίστωσαν ότι με έναν…μαγικό τρόπο, ο πρατηριούχος έβαλε περισσότερα λίτρα βενζίνης από όσα χωρά το ρεζερβουάρ του αυτοκινήτου τους!