Οι τιμές του ρεύματος απασχολούν συχνά την κοινωνία και δικαίως. Αλλά για να κάνουμε μια συζήτηση εμπεριστατωμένη και βασισμένη σε πραγματικά στοιχεία, αξίζει να δούμε κάποιους μύθους και ποιες αλήθειες για το ρεύμα στην Ελλάδα

Μύθος #1: Τα ελληνικά νοικοκυριά πληρώνουν τις υψηλότερες τιμές στην Ευρώπη 

Τα στοιχεία της Eurostat δείχνουν ότι οι τιμές ρεύματος για τα νοικοκυριά είναι διαχρονικά χαμηλότερες από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Το ίδιο δείχνουν και τα δεδομένα του Household Energy Price Index που αφορούν την τιμή στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες (η Ελλάδα, παρά την άνοδο των τελευταίων μηνών, παραμένει κάτω από τον μέσο όρο).

Μύθος #2:* Η ελληνική βιομηχανία χωλαίνει λόγω του υψηλού κόστους ενέργειας 

Το αφήγημα ότι η ακριβή ενέργεια είναι τροχοπέδη για την ελληνική βιομηχανία επίσης δεν συνάδει με τα δεδομένα. Ο δείκτης μεταποίησης, που έπεσε 30% στα χρόνια της οικονομικής κρίσης, έχει σχεδόν ανακτήσει όλο το χαμένο έδαφος, με μια σημαντική επιτάχυνση μετά το 2021.

Αλήθεια #1: Η Ελλάδα έχει διαχρονικά υψηλές τιμές στη χονδρική 

Η Ελλάδα έχει όντως ένα πρόβλημα στη χονδρική αγορά, όπου οι τιμές είναι από τις υψηλότερες στην Ευρώπη. Αυτό, όμως, ισχύει τουλάχιστον από το 2015 και δεν οφείλεται σε αλλαγές που συχνά αναφέρονται ως αιτίες για τις υψηλές τιμές (απολιγνιτοποίηση, χρηματιστήριο ενέργειας, μετάβαση στο target model, εξυγίανση ΔΕΗ κ.τ.λ.).

Η τιμή της χονδρικής εξαρτάται από τρεις παραμέτρους: (α) το ενεργειακό μείγμα (ποια καύσιμα και τεχνολογίες παράγουν ενέργεια), (β) την περιοχή στην οποία βρίσκεται μια αγορά (από ποιες άλλες χώρες επηρεάζεται η τιμή) και (γ) τη δομή της εσωτερικής αγοράς (το επίπεδο του ανταγωνισμού).

Μύθος #3: Η απολιγνιτοποίηση ανέβασε τις τιμές 

Η παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας από λιγνίτη έχει μειωθεί κατά 87% σε σχέση με το 2005. Η απολιγνιτοποίηση είναι μια διεθνής τάση που αντανακλά το γεγονός ότι ο άνθρακας σε πολλές χώρες δεν είναι πια μια ανταγωνιστική επιλογή. Άλλωστε, η πτώση στην παραγωγή είναι διαχρονική, άσχετα με το ποιος είναι κυβέρνηση. Και φυσικά η Ελλάδα είχε υψηλές τιμές χονδρικής ακόμη και τα χρόνια που ο λιγνίτης κυριαρχούσε. Σήμερα ο λιγνίτης είναι το πιο ακριβό καύσιμο που έχουμε – αυτός είναι ο κύριος λόγος που η παραγωγή από τον λιγνίτη συνεχίζει να πέφτει.

Μύθος #4: Η Ελλάδα υστερεί στις ΑΠΕ

Τον λιγνίτη σε μεγάλο βαθμό έχουν αντικαταστήσει οι ΑΠΕ. Κυρίως ο ήλιος και ο άνεμος. Από το 2019 η παραγωγή από τις ΑΠΕ έχει υπερδιπλασιαστεί, καλύπτοντας κάποιο από το χαμένο έδαφος από την περίοδο 2015-2019,όπου υπήρχε μια στασιμότητα στις επενδύσεις.

Σε απόλυτους αριθμούς οι ΑΠΕ συνεισφέρουν σχεδόν την ίδια ποσότητα ενέργειας που έβγαζε ο λιγνίτης το 2021. Η Ελλάδα έχει τώρα ένα από τα υψηλότερα ποσοστά διείσδυσης των ΑΠΕ στην ΕΕ και τον κόσμο.

Αλήθεια #2  Η Ελλάδα χρησιμοποιεί πολύ φυσικό αέριο

Η Ελλάδα πρωτοπορεί στις ΑΠΕ ΑΛΛΆ δεν έχει άλλες τεχνολογίες χαμηλών ρύπων- όπως πυρηνικά και βιονέργεια- , ενώ η παραγωγή της από την υδροηλεκτρική ενέργεια είναι σχετικά χαμηλή (κοντά στον ευρωπαϊκό μέσο όρο). Συνεπώς η Ελλάδα εξαρτάται ακόνη από τα ορυκτά καύσιμα και ειδικά το φυσικό αέριο στην ηλεκτροπαραγωγή.

Η εξάρτηση από το φυσικό αέριο είναι πρόβλημα: η τιμή του αερίου έχει υποστεί πολλές μεταβολές τα τελευταία χρόνια. Το 2022 για παράδειγμα η αυξημένη τιμή του φυσικού αερίου συμπαρέσυρε και την τιμή ηλεκτρικής ενέργειας και είναι ένας λόγος που η Ελλάδα πίεσε και πέτυχε να μπει ένα ευρωπαϊκό πλαφόν στην τιμή του φυσικού αερίου.

Στην ευρωπαϊκή αγορά η τιμή ορίζεται από το ακριβότερο καύσιμο – που είναι συχνά το φυσικό αέριο. Αυτή η αρχιτεκτονική μπορεί να δημιουργήσει στρεβλώσεις, ειδικά όταν η τιμή του φυσικού αερίου είναι αυξημένη. Αυτό είναι ένα πανευρωπαϊκό πρόβλημα που ανέδειξε και η έκθεση Ντράγκι.

Στην ελληνική αγορά παρατηρούμε το εξής. Όταν το σύστημα έχει επαρκή παραγωγή, και κυρίως από ΑΠΕ, και δεν χρειάζεται πολύ αέριο, η ΟΤΣ τείνει προς τα κάτω. Σε αντίθεση, με τις ώρες που το σύστημα χρειάζεται αέριο – είτε γιατί οι ΑΠΕ δεν επαρκούν, είτε γιατί η ζήτηση έχει ανέβει, είτε γιατί συμβαίνουν και τα δύο -, τότε τοι τιμές ανεβαίνουν. Η σχέση δεν είναι απόλυτη, αλλά είναι αρκετά εμφανής.

Αλήθεια #3 Η Ελλάδα είναι σε μια γειτονιά της ΕΕ με υψηλές τιμές

Η Ελλάδα είναι δίπλα στην Ιταλία, που είναι διαχρονικά ο μεγαλύτερος εισαγωγέας ηλεκτρικής ενέργειας στην Ευρώπη και άρα έχει υψηλές τιμές- συνήθως υψηλότερες από αυτές στην Ελλάδα.

Το διασυνοριακό εμπόριο παίζει σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση των τιμών. Το σύστημα είναι σχεδιασμένο να στέλνει ενέργεια από τις φθηνές αγορές στις πιο ακριβές. Το 2017-2020 η Βουλγαρία είχε χαμηλότερες τιμές στην Ελλάδα, αλλά το καλώδιο που ενώνει την Ελλάδα με τη Βουλγαρία δεν επαρκούσε για να εξισορροπήσει τις τιμές. Παράλληλα, η Ιταλία συχνά «τραβούσε» πάνω την Ελλάδα με την υψηλότερη τιμή που είχε.

Απο το καλοκαίρι του 2023, όταν μπήκε σε λειτουργία η δεύτερη διασύνδεση με τη Βουλγαρία , η τιμή στην Ελλάδα είναι σχεδόν η ίδια με τη τιμή στην Βουλγαρία. Το κομβικό ρόλο που παίζει το διασυνοριακό εμπόριο τον είδαμε και το περασμένο καλοκαίρι. Τους πρώτους μήνες του 2024 η Ελλάδα είχε ίδιες τιμές με άλλες χώρες της Κεντρικής Ευρώπης. Έκτοτε είδαμε μια διαφοροποίηση, με τις χώρες να χωρίζονται σε τρία γκρουπ: (α) Αυστρία και Τσεχία με σχετικά χαμηλές τιμές, (β) Ελλάδα, Βουλγαρία, Ρουμανία και Ουγγαρία με αρκετά υψηλές τιμές, και (γ) Κροατία, Σλοβενία και Σλοβακία κάπου ενδιάμεσα στα δύο άλλο γκρουπ.

Η έξαρση των τιμών είχες πολλές αιτίες: τον καύσωνα που ανέβασε τη ζήτηση , τα χαμηλά αποθέματα των νερών στα υδροηλεκτρικά της περιοχής, διάφορες συντηρήσεις σε μονάδες και δίκτυα, και την αυξημένη ροή ενέργειας προς την Ουκρανία(μια χώρα που παραδοσιακά έστελνε ενέργεια στην Ευρώπη, ενώ τώρα αναγκάζεται να εισάγει ενέργεια) κ.τ.λ.

Καθοριστικό ρόλο, όμως έπαιξαν και οι διασυνδέσεις. Για ρόλους τεχνικούς και ρυθμιστικούς, το σύστημα δεν έστειλε όση ενέργεια χρειαζόταν η Νοτιοανατολική Ευρώπη για να εξισορροπήσει την προσφορά και τη ζήτησή της- με αποτέλεσμα οι τιμές να ανέβουν μόνο στην περιοχή μας. Η περίοδος αυτή είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα της αλληλεπίδρασης των αγορών της Ε.Ε.- και πώς γεγονότα που συμβαίνουν σε ένα σημείο του συστήματος μπορούν να επηρεάσουν τις τιμές σε άλλα σημεία.

Μύθος #5: Η εξυγίανση της ΔΕΗ ανέβασε τις τιμές

Τέλος, η τιμή μιας εξαρτάται και από το επίπεδο του ανταγωνισμού- το οποίο, όμως, παίζει ρόλο στο στενό πλαίσιο που ορίζουν το μείγμα και η γεωγραφία. Στην Κύπρο, για παράδειγμα, ο μεγαλύτερος παραγωγός ηλεκτρικής ενέργειας είχε ένα μερίδιο σχεδόν 90% το 2022, αλλά η χώρα είχε πολύ υψηλές τιμές γιατί βασιζόταν κυρίως στο ρυπογόνο πετρέλαιο. Σε αντίθεση, στη Γαλλία, όπου επίσης ο μεγαλύτερος παίκτης έχει ένα πολύ υψηλό μερίδιο, οι τιμές είναι γενικά χαμηλές λόγω της πυρηνικής ενέργειας. Στο άλλο άκρο, στην Ιταλία, το σύστημα είναι πιο ανταγωνιστικό, αλλά οι τιμές είναι οι υψηλότερες στην Ευρώπη γιατί η Ιταλία είναι εισαγωγική χώρα και τραβάει ενέργεια από τους γείτονές της.

Το επίπεδο του ανταγωνισμού στην Ελλάδα έχει βελτιωθεί τα τελευταία χρόνια. Το 2022 η ΔΕΗ είχε ένα μερίδιο αγοράς γύρω στο 40 %-που είναι κοντά στον μέσο όρο της Ευρώπης, ενώ το 2015 το ποσοστό της ήταν πάνω από το 70%( από τα υψηλότερα ποσοστά στην Ευρώπη). Παρά την αλλαγή αυτή, οι παράγοντες μείγμα και γεωγραφία παίζουν πιο καθοριστικό ρόλο- το 2015 η Ελλάδα είχε πάλι πολύ υψηλές τιμές παρά το γεγονός ότι μια κυρίαρχη και κρατική ΔΕΗ θα μπορούσε θεωρητικά να κρατάει τις τιμές χαμηλά.

Αλήθεια #4: ΑΠΕ και διασυνδέσεις θα φέρουν χαμηλότερες τιμές

Κομβικό ρόλο για να πέσουν οι τιμές χονδρικής στην Ελλάδα θα παίξουν (α) η περεταίρω ανάπτυξη των ΑΠΕ (μονόδρομος για μια χώρα που έχει εξαιρετικό αιολικό και ηλιακό δυναμικό), ώστε να περιοριστεί ο ρόλος του φυσικού αερίου(που σήμερα ανεβάζει τις τιμές), (β) η προσθήκη ευελιξίας στο σύστημα για να περιοριστούν οι απογευματινές εξάρσεις στην τιμή (μπαταρίες, αντλησιοταμίευση, νέα υδροηλεκτρικά, έξυπνοι μετρητές, πορτοκαλί τιμολόγια ώστε ο καταναλωτής να πληρώνει ανάλογα με την τιμή στη χονδρική κ.τ.λ.), (γ) νέες διασυνδέσεις που θα ενώσουν την αγορά της Νοτιοανατολικής Ευρώπης με αυτήν της Κεντρικής Ευρώπης και νέα ρυθμιστικά πλαίσια για την πλήρη αξιοποίηση αυτών των διασυνδέσεων.

* Ο Νίκος Τσάφος είναι ειδικός σύμβουλος του πρωθυπουργού σε θέματα ενέργειας


(από την «Καθημερινή της Κυριακής», 27/10/2024)