Πίσω από τις “ήπιες” διακυμάνσεις των τιμών του πετρελαίου κρύβεται το γενικό αίσθημα περί ασφάλειας εφοδιασμού, ιδίως υπό το φως της «διαπίστωσης ότι το 2023 η παραγωγή πετρελαίου και φυσικού αερίου των ΗΠΑ κάλυψε πλήρως τις εγχώριες καταναλωτικές τους ανάγκες και αναδεικνύει τις ΗΠΑ ως μια χώρα που είναι πλέον ενεργειακά αυτάρκης (από άρθρο που δημοσιεύτηκε πρόσφατα στο energia.gr εδώ).
Αλλά δεν είναι μόνο οι αυτάρκεις ΗΠΑ που διαμορφώνουν αυτό το κλίμα «ασφάλειας» στις αγορές πετρελαίου. Καθώς εξασθενεί η πιθανότητα ενός ολοκληρωμένου πολέμου μεταξύ Ισραήλ-Ιράν, η προσοχή των επενδυτών πετρελαίου στρέφεται ολοένα στα θεμελιώδη μεγέθη της αγοράς, όπως αναφέρει σχετικό ενημερωτικό σημείωμα της JPMorgan που σχολιάζουν οι FT. Με μια διαφορά! Η σχετική αδιαφάνεια που χαρακτηρίζει τον ΟPEC και η χρήση υπόγειων αποθηκευτικών χώρων από την Κίνα, σημαίνουν ότι είναι λίγοι όσοι, συμπεριλαμβανομένων εκείνων της μεγαλύτερης αμερικανικής τράπεζας, οι οποίοι φαίνεται να γνωρίζουν απολύτως ποια είναι, τελικά, αυτά τα «θεμελιώδη» δεδομένα.
«Η πρόβλεψη της μελλοντικής προσφοράς και ζήτησης στο σημερινό περιβάλλον είναι χάσιμο χρόνου, επειδή δεν μπορούμε καν να υπολογίσουμε τί πραγματικά συμβαίνει σήμερα», υποστηρίζει ο πρώην πρόεδρος της Koch Global Partners, ο οποίος θεωρείται ειδήμων σε θέματα πετρελαίου.
Είναι ενδεικτικό αυτής της άγνοιας το γεγονός ότι οι επικεφαλής αναλυτές του τμήματος εμπορευμάτων της JPM παραδέχθηκαν τη δική τους σύγχυση στο σημείωμα που κυκλοφόρησε την Δευτέρα, 28 Οκτωβρίου.
Τον περασμένο Ιούνιο, οι ίδιοι αναλυτές προέβλεπαν ότι η παγκόσμια ζήτηση για υγρά πετρελαιοειδή θα ξεπερνούσε την προσφορά κατά περίπου 1 εκατ. βαρέλια ημερησίως, με ένα σημαντικό έλλειμμα 1,9 εκατ. βαρελιών να εμφανίζεται τον Αύγουστο και ακόμη ένα μικρότερο, της τάξης των 0,3 εκατ. βαρελιών τον Σεπτέμβριο. Αυτές οι προβλέψεις επιβεβαιώθηκαν, καθώς τα γνωστά αποθέματα μειώθηκαν κατά 117 εκατ. βαρέλια παγκοσμίως, κατά τη διάρκεια του θέρους, με έμφαση τον Αύγουστο.
Ωστόσο, υπάρχει μια νέα προσέγγιση στην πρόβλεψη των αναλυτών της JPM που αποδεικνύεται από το γεγονός ότι η αγορά μπορεί να είναι απείρως πιο χαλαρή από ότι είχε αρχικά εκτιμηθεί. Με την ενσωμάτωση των νέων δεδομένων, οι αναλυτές πιστεύουν τώρα ότι το έλλειμμα του τρίτου τριμήνου ανερχόταν περίπου στα 0,5 εκατ. βαρέλια ημερησίως, από 1 εκατ. βαρέλια, στα 0,9 εκατ. βαρέλια ημερησίως, τον Αύγουστο, από 1,9 εκατ. βαρέλια αλλά και ότι η αγορά εμφανίστηκε, τελικά, πλεονασματική κατά 0,3 εκατ. βαρέλια ημερησίως τον Σεπτέμβριο, αντί ισόποσου ελλείματος. Τούτο σημαίνει ότι προέκυψαν περί τα 45 εκατ. επιπλέον βαρέλια πετρελαίου μεταξύ Ιουνίου και Σεπτεμβρίου!
Όπως εξηγείται στο ενημερωτικό σημείωμα της JPM, αυτή η αντίφαση θα μπορούσε να εξηγηθεί υπό την προϋπόθεση ότι η προβλεπόμενη προσφορά είναι πολύ υψηλή ή, ότι η ζήτηση είναι πολύ χαμηλή, είτε, ακόμη, θα μπορούσε να υποδηλώνει ότι τα παγκόσμια “παρατηρήσιμα” αποθέματα έχουν υποεκτιμηθεί.
Η ιδέα ότι οι προβλέψεις για την προσφορά μπορεί να ήταν υπερβολικά υψηλές μοιάζει απίθανη, εξηγούν οι στρατηγικοί αναλυτές, ιδίως για τις πηγές εκτός ΟPEC, συμπεριλαμβανομένων των ΗΠΑ, της Βραζιλίας, της Γουιάνας, του Καναδά, της Αργεντινής, της Νορβηγίας και της Κολομβίας. Αυτές οι χώρες αντιπροσωπεύουν τα τρία τέταρτα της παραγωγής εκτός καρτέλ, και όλες τους παρέχουν «αξιόπιστα» μηνιαία στοιχεία παραγωγής, αναφέρει η JPM. «Αντίθετα, μπορεί να υπερεκτιμούμε την προσφορά του ΟPEC, αν και αυτό φαίνεται απίθανο», προσθέτει η τράπεζα.
Όπως αναφέρει το ενημερωτικό σημείωμα της JPM αναφορικά με τους αριθμούς για την προσφορά του ΟPEC, τα στοιχεία προήλθαν από το AltView της S&P Global Platt.
(Πετρελαϊκές εγκαταστάσεις και αγωγοί στην Κίνα. Πηγή: asiaabc.wordpress.com)
Σε κάθε περίπτωση, οι εκτιμήσεις της JPM για τη ζήτηση μπορεί να υπήρξαν πολύ χαμηλές, όπως αναγνωρίζουν οι αναλυτές της. Η ασθενέστερη του αναμενομένου ζήτηση στην Κίνα κατά το β’ και γ’ τρίμηνο ακυρώθηκε ουσιαστικά από την ισχυρότερη του αναμενομένου ζήτηση στην Μέση Ανατολή όπου η άνοδος των θερμοκρασιών σήμαινε ότι απαιτήθηκε περισσότερη ενέργεια για τη λειτουργία των κλιματιστικών συσκευών. Ενδεχομένως, όμως η ζήτηση στην Κίνα που είναι πιθανό να έχει ήδη κορυφωθεί, με ιστορικούς όρους, καθώς ο πληθυσμός αρχίζει να μειώνεται, να μην είναι τόσο υποτονική όσο υπέθεταν οι αναλυτές.
Και τούτο επειδή, όταν πρόκειται για τη μοντελοποίηση της συνολικής ζήτησης, η JPM και όχι μόνο, εξετάζουν τρία βασικές παραμέτρους: την παραγωγή των διυλιστηρίων, τις καθαρές εισαγωγές και τις μεταβολές των αποθεμάτων διυλισμένων προϊόντων. Μετά την προσαρμογή της λειτουργίας των κινεζικών διυλιστηρίων και των εισαγωγών αργού, η JPM υπολογίζει ότι από την αρχή του έτους που διανύουμε έως και τον Οκτώβριο, οι ρυθμοί επεξεργασίας στην ασιατική χώρα ήταν κατά μέσο όρο 15,3 εκατ. βαρέλια ημερησίως. Ήτοι, 0,3 εκατ. βαρέλια λιγότερα από ό,τι το 2023.
Οι εισαγωγές αργού της Κίνας μειώθηκαν στα 11,4 εκατ. δολάρια ημερησίως κατά τους πρώτους εννέα μήνες του 2024. Που σημαίνει 0,3 εκατ. βαρέλια λιγότερο από ό,τι το 2023! Όμως, από την άλλη, η εγχώρια παραγωγή αυξήθηκε φέτος στα 4,2 εκατ. βαρέλια ημερησίως, από 4,1 εκατ. βαρέλια το 2023. Ο συνδυασμός της εγχώριας παραγωγής με τις εισαγωγές σημαίνει ότι η Κίνα είχε συνολικά 15,6 εκατ. βαρέλια ημερησίως διαθέσιμα προς επεξεργασία, γεγονός που δημιουργεί αυτομάτως ένα πλεόνασμα περί τα 0,3 εκατ. βαρέλια ημερησίως, σε σύγκριση με τα 15,3 εκατ. βαρέλια που είναι διαθέσιμα προς επεξεργασία.
Οι εκτιμήσεις της JPM έρχονται σε αντίθεση με τα στοιχεία της εταιρείας δεδομένων και ανάλυσης, Kpler, που δείχνουν ότι τα κινεζικά αποθέματα αργού έχουν μειωθεί κατά 37 εκατ. βαρέλια, (ή 0,14 εκατ. βαρέλια ημερησίως) από την αρχή του έτους.
Η ασυμφωνία υποδηλώνει τρία πράγματα, καταλήγει η JPM: Φαίνεται ότι η Κίνα στοχεύει να δημιουργήσει ένα “μαξιλάρι” αποθεμάτων, πιθανώς ως προφύλαξη έναντι πιθανής διακοπής των μεταφορών αργού εξαιτίας τυχόν κλιμάκωσης της έντασης στην Μέση Ανατολή, ή πιθανών περιορισμών που θα επιβάλει η επόμενη κυβέρνηση των ΗΠΑ.
Αυτά τα αποθέματα αργού φαίνεται να βρίσκονται σε υπόγειες εγκαταστάσεις αποθήκευσης, και επομένως, δεν μπορούν να εντοπιστούν από τα δορυφορικά συστήματα της Kpler που παρακολουθούν μόνο τις υπέργειες εγκαταστάσεις. Στην πραγματικότητα, όταν πρόκειται για την εκτίμηση των αποθεμάτων πετρελαίου, οι επενδυτές αναζητούν βελόνα στ’ άχυρα, σχολιάζουν οι FT.
Επειδή, ούτε η ζήτηση, αλλά ούτε τα αποθέματα είναι παρατηρήσιμα με κάποιο βαθμό ακρίβειας που θα μπορούσε να επηρεάσει τις τιμές, κανείς δεν μπορεί να μιλήσει με ακρίβεια ούτε να συνάγει ουσιαστικά συμπεράσματα. Υπάρχουν πάρα πολλές διαφορετικές χρήσεις πετρελαιοειδών που κατανέμονται σε ένα εκατομμύριο παγκόσμιες τοποθεσίες και πάρα πολλές εγκαταστάσεις αποθήκευσης, όπου οι ιδιοκτήτες δεν έχουν κανένα συμφέρον να αποκαλύψουν την αλήθεια και πιο συχνά έχουν ακόμη και κίνητρα να παραπλανήσουν τους παρατηρητές.
Επομένως, πράγματι, η Κίνα αποτελεί μια απόδειξη ότι κανείς δεν μπορεί να γνωρίζει τί ακριβώς συμβαίνει. Τουλάχιστον, καταλήγουν οι FT, οι τιμές καθοδηγούνται σήμερα, κυρίως από τις ροές και όχι από τους μετρητές βαρελιών που προσπαθούν να συγκεράσουν αριθμούς! Και αυτό μπορεί να ξεκαθαρίζει τα πράγματα στην αγορά πετρελαίου…