Σε λιγότερο από μία εβδομάδα, ο υποψήφιος Επίτροπος Ενέργειας της Ευρωπαϊκής Ένωσης θα κληθεί να παρουσιάσει το πρόγραμμά του και να απαντήσει στις ερωτήσεις των Ευρωβουλευτών. Πολλά από τα σημεία της ατζέντας του θεωρούνται αναμενόμενα με βάση την ευρύτερη πολιτική της ΕΕ για την ενέργεια και το κλίμα. 

Όμως, η στρατηγική των Βρυξελλών για το φυσικό αέριο παραμένει ένα γκρίζο σημείο.

Σύμφωνα με τις δηλώσεις των Ευρωπαίων αξιωματούχων, το φυσικό αέριο είναι το «μεταβατικό καύσιμο της πράσινης μετάβασης». Μολονότι ο ακριβής ορισμός της έννοιας ‘μεταβατικό’ δεν έχει αποφασιστεί, στη σκέψη των περισσοτέρων, το φυσικό αέριο είναι προτιμότερο από τον άνθρακα και το πετρέλαιο εξαιτίας των χαμηλότερων ρύπων. Δυστυχώς για την ευρωπαϊκή ηγεσία, αυτή η ευρέως αποδεκτή παραδοχή βρίσκεται υπό αμφισβήτηση: Η χρήση φυσικού αερίου παράγει μεν χαμηλότερους ρύπους άνθρακα από τα άλλα ορυκτά καύσιμα, αλλά υψηλότερες εκπομπές μεθανίου. Και δεδομένου ότι το μεθάνιο εγκλωβίζει περισσότερη θερμότητα από το διοξείδιο του άνθρακα στην ατμόσφαιρα, ο στόχος για τη συγκράτηση της θερμοκρασίας στον 1,5℃ μπορεί να κινδυνεύει.

Ακόμα και αν κανείς αποδεχθεί την κατανάλωση φυσικού αερίου ως αναγκαίο κακό, το ζήτημα των προμηθειών συνεχίζει να αποτελεί έναν πονοκέφαλο για την ΕΕ. Ρουμανία, Ολλανδία, Γερμανία κα παράγουν φυσικό αέριο, ωστόσο οι ποσότητές τους είναι ανεπαρκείς για να καλύψουν τη ζήτηση. Αναπόφευκτα, η ΕΕ αναγκάζεται να εισάγει το καύσιμο, με τη Νορβηγία και τις ΗΠΑ να έχουν αναδειχθεί στους μεγαλύτερους προμηθευτές μέσω αγωγών και LNG αντίστοιχα. Από την άλλη, η πάλαι ποτέ κυρίαρχη στην αγορά Ρωσία συνεχίζει να προμηθεύει τις ευρωπαϊκές αγορές, παρά τις προσπάθειες για απαγκίστρωση μετά τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία.

Το βασικό πρόβλημα της ΕΕ, και αυτό που προκαλεί τα δραματικά σκαμπανεβάσματα στις αγορές ενέργειας της ηπείρου, είναι η τρωτότητα των προμηθειών της. Μία πρόσφατη τεχνική βλάβη στη Νορβηγία, η οποία δεν προκάλεσε καν μείωση των ροών προς τις αγορές της ΕΕ, έστειλε τις τιμές σε ράλι ανόδου, φτάνοντας τα υψηλότερα επίπεδα της χρονιάς. Στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, η κυβέρνηση Μπάϊντεν έχει παγώσει τις νέες αδειοδοτήσεις για εξαγωγές LNG, βασισμένη στην προαναφερθείσα ανησυχία για τον ρόλο του μεθανίου. Αυτή η πολιτική κατά πάσα πιθανότητα θα αλλάξει από τον νέο ένοικο του Λευκού Οίκου, με τον Τραμπ και τη Χάρις να έχουν εξάρει τη σημασία της παραγωγής ορυκτών καυσίμων.

Η ΕΕ όμως δεν εμφανίζεται έτοιμη να αδράξει την ευκαιρία. Με το βλέμμα στραμμένο στην απανθρακοποίηση, Βρυξέλλες και Ουάσιγκτον έχουν αποφύγει να υπογράψουν μακροχρόνια συμβόλαια προμήθειας LNG. Αυτό σημαίνει πως η ΕΕ πρέπει να ανταγωνίζεται τις ασιατικές αγορές ώστε να διασφαλίσει τις εισαγωγές της. Η πιθανότητα υπογραφής ευέλικτων συμβολαίων έχει επίσης πέσει στο τραπέζι, κάτι που θα μείωνε το κόστος της χονδρικής προμήθειας κατά 343 δις δολάρια μέχρι το 2030, ρίχνοντας τις τιμές και για τους τελικούς καταναλωτές. Το μέγεθος της ευρωπαϊκής αγοράς θα έπρεπε να της επιτρέπει να διαμορφώνει πολύ πιο ευνοϊκές συμφωνίες.  Ωστόσο, η ΕΕ φαίνεται να υποφέρει από τη συνήθη “ασθένειά” της, την αναποφασιστικότητα, και σε αυτό το ζήτημα.

Στην πραγματικότητα, η ευρωπαϊκή ηγεσία, είτε σε επίπεδο ΕΕ, είτε σε επίπεδο εθνικών κυβερνήσεων δεν μπορεί να υπογράψει συμβόλαια προμήθειας από τις ΗΠΑ ή οποιονδήποτε άλλο παραγωγό. Μπορεί, όμως, να επιβάλει μία σειρά κανονισμών που διευκολύνουν ή δυσχεραίνουν την προμήθεια από συγκεκριμένα κράτη, όπως έχει κάνει με τη Ρωσία. Μπορεί, επίσης, να διαμορφώσει δίκτυα ενεργειακών επιχειρήσεων στην ΕΕ ώστε να διαπραγματεύονται τις αγορές φυσικού αερίου με καλύτερους όρους. Το θέμα εντέλει είναι κατά πόσο η ΕΕ μπορεί να συμφωνήσει σε μία κοινή στρατηγική.