τελευταίων εξελίξεων στην έρευνα και παραγωγή υδρογονανθράκων σε Ισραήλ, Αίγυπτο, Κύπρο και Ελλάδα, και το οποίο περιελάμβανε την κ. Τερέζα Φωκιανού, Εταίρο και Πρόεδρο Επιτροπής Upstream του ΙΕΝΕ και τους κκ. Amit Mor, CEO της ECO Energy και Δρ. Κωνσταντίνο Νικολάου, Ανεξάρτητο Ενεργειακό Σύμβουλο. Το κοινό είχε την ευκαιρία να ακούσει μέχρι πρόσφατα άγνωστες πληροφορίες σχετικά με τις εξελίξεις των γεωτρήσεων στην Ανατολική Μεσόγειο, αλλά και τον «Γόρδιο Δεσμό» που κρατά αιχμάλωτα τα ελληνικά κοιτάσματα.
Η κυρία Φωκιανού ξεκίνησε την ομιλία της παρουσιάζοντας τις υφιστάμενες και σχεδιαζόμενες εξορύξεις των διεθνών κολοσσών ορυκτών καυσίμων, καθώς και τις πρακτικές τους όσον αφορά στην επιλογή και διαχείριση των οικοπέδων που αναλαμβάνουν. Ένα σημαντικό ζήτημα είναι ο διττός ρόλος των υδρογονανθράκων στην παρούσα συγκυρία. Αφενός, η παραγωγή των ορυκτών καυσίμων παρέχει ενεργειακή ασφάλεια, καλύπτοντας τα κενά που προκύπτουν στο ενεργειακό μείγμα εξαιτίας της διακεκομμένης λειτουργίας των ΑΠΕ. Αφετέρου, τα κέρδη των ορυκτών καυσίμων αποτελούν μία ιδανική πηγή χρηματοδότησης για τις υψηλότατες επενδύσεις που απαιτούνται για την υλοποίηση της πράσινης μετάβασης. Ως εκ τούτου, οι υδρογονάνθρακες πρόκειται να συνεχίσουν να διαδραματίζουν κρίσιμο ρόλο κατά τις επόμενες δεκαετίες.
Ο κύριος Mor συνδέθηκε από το εμπόλεμο Ισραήλ, εξηγώντας την επιρροή της τρέχουσας σύγκρουσης, αλλά και των γεωπολιτικών αναταραχών ευρύτερα στην παραγωγή ορυκτών καυσίμων. Οι συνεχείς απειλές εναέριων επιθέσεων στις πλατφόρμες εξορύξεων που βρίσκονται στη θαλάσσια περιοχή του Ισραήλ έχουν σηματοδοτήσει τη διακοπή ή τη μείωση της παραγωγής, έχοντας ως συνέπεια και τη μείωση των εξαγωγών προς γειτονικά κράτη. Η Αίγυπτος επλήγη ιδιαίτερα από τη συγκεκριμένη εξέλιξη, αντιμετωπίζοντας μία περίοδο έντονης ενεργειακής ανασφάλειας. Λαμβάνοντας αυτά υπόψη, η είσοδος των ΑΠΕ στα ενεργειακά μείγματα των κρατών λειτουργεί σαν αντίβαρο στους υδρογονάνθρακες, με τις διαφορετικές πηγές ενέργειας να διασφαλίζουν την ομαλή παροχή προς τους καταναλωτές.
Η συζήτηση έκλεισε με την παρουσίαση του κυρίου Νικολάου, η εμπειρία του οποίου στον κλάδο των ορυκτών καυσίμων τού επέτρεψε να σκιαγραφήσει τη γκρίζα πραγματικότητα για την ανάπτυξη των ελληνικών κοιτασμάτων. Στην αρχή της οικονομικής κρίσης, η ελληνική ηγεσία είχε αντιληφθεί την κρισιμότητα των υδρογονανθράκων, επιχειρώντας να ξεκινήσει σταδιακά την αξιοποίησή τους. Ωστόσο, οι χρόνιες παθήσεις του ελληνικού κράτους, όπως η αντιπαραγωγική δικομανία και η πολιτική απροθυμία, έχουν οδηγήσει σε ουσιαστικό ναυάγιο σχεδόν όλες τις έρευνες για ορυκτά καύσιμα που είχαν δρομολογηθεί. Μάλιστα, ακόμα και οι διεθνείς κολοσσοί αναγκάστηκαν να «σηκώσουν τα χέρια ψηλά» μετά από όσα βίωσαν κατά την επαφή τους με τις ελληνικές αρχές, εγκαταλείποντας τα οικόπεδα που είχαν αναλάβει– κάτι ενδεχομένως πρωτοφανές στα διεθνή δεδομένα. Εξίσου καταστροφική και η αμφίσημη, αν όχι εχθρική, στάση των ελληνικών κυβερνήσεων προς τους ενδιαφερόμενους. Δηλώσεις Ελλήνων αξιωματούχων, ακόμα και στα υψηλότερα επίπεδα, σχετικά με την αντίθεσή τους προς την εξόρυξη του ορυκτού πλούτου της Ελλάδας οδήγησαν τους επενδυτές σε γρήγορη οπισθοχώρηση προκειμένου να μην σπαταλήσουν μάταια τα κεφάλαια και τον χρόνο τους.
Όπως σημειώθηκε, η παραγωγή ορυκτών καυσίμων στην Ελλάδα θα μπορούσε να ανατρέψει σε μεγάλο βαθμό τον μέχρι σήμερα ρόλο της στο ενεργειακό σύστημα της Ανατολικής Μεσογείου. Παρόλο που η Ελλάδα δύσκολα θα γίνει μία «δεύτερη Σαουδική Αραβία», καθώς οι ποσότητες υδρογονανθράκων παραμένουν ασαφείς, η εγχώρια παραγωγή και η ικανότητα εξαγωγών σίγουρα θα βελτίωνε το εμπορικό ισοζύγιό της. Αντιθέτως, η σημερινή κατάσταση φαίνεται να εγκλωβίζεται στην ίδια παγίδα που έπιασε τους Ευρωπαίους το 2022: Η εξάρτηση εισαγωγής καυσίμων από έναν μεγάλο προμηθευτή, όπως η Ρωσία παλιότερα ή οι ΗΠΑ στην παρούσα συγκυρία, κρύβει τον κίνδυνο της εκμετάλλευσης αυτής της αδυναμίας. Αν και η Ουάσιγκτον παραμένει σύμμαχος των Βρυξελλών γενικά και της Ελλάδας πιο συγκεκριμένα, οφείλει κανείς να θυμάται πως το κάθε κράτος αποφασίζει με βάση το τι θεωρεί ως συμφέρον του, ειδικά όταν ο συνομιλητής είναι, πλέον, ένας έμπειρος επιχειρηματίας που καυχιέται για τις διαπραγματευτικές του ικανότητες.