Ο κ. Στεφάτος αναφέρθηκε αρχικά στο θέμα των υδρογονανθράκων και είπε ότι τα τελευταία χρόνια η έρευνά τους εστιάζεται κατά κύριο λόγο σε υποθαλάσσιες περιοχές που είναι απομακρυσμένες από την ηπειρωτική Ελλάδα, χαρακτηρίζονται από σχετικά μεγάλα βάθη και δεν είχαν εξερευνηθεί ποτέ άλλοτε στο παρελθόν.
Αυτή η έρευνα αφορά σε δυνητικά, όπως τόνισε, κοιτάσματα, για να προσθέσει ότι από τα έως σήμερα δεδομένα που έχουν συλλεγεί η χώρα μας διαθέτει έναν αριθμό δυνητικών στόχων που αξίζει να ελεγχθούν για ερευνητικές γεωτρήσεις για να επιβεβαιωθεί, ή να απορριφθεί το ενδεχόμενο να κρύβουν παγιδευμένους, σημαντικούς όγκους φυσικού αερίου.
«Δεδομένου ότι όλες οι εκτιμήσεις μας σήμερα για τη ζήτηση φυσικού αερίου υποστηρίζουν ότι θα πρέπει να περιμένουμε μια αύξησή της κατά τα επόμενα 10 έτη αλλά και οι προβολές για το 2050 ουσιαστικά δεν υποστηρίζουν σημαντική μείωση της ζήτησης (φ. αερίου), με κάποιες μικρές εξαιρέσεις (οι πτώσεις δεν είναι σημαντικές) το φυσικό αέριο αναμένουμε ότι θα παίξει και θα συνεχίσει να παίζει το ρόλο του μεταβατικού καυσίμου στην προσπάθεια που κάνουμε όλοι για την ενεργειακή μετάβαση», είπε για να προσθέσει:
«Συνεπώς, προκύπτει αβίαστα το συμπέρασμα ότι ενδεχόμενη εγχώρια παραγωγή υδρογονανθράκων (στην περίπτωσή μας, φ. αερίου) είναι κρίσιμη για δύο λόγους: Για την ενεργειακή μας ασφάλεια και την οικονομική βιωσιμότητα της ενεργειακής μετάβασης σε εθνικό επίπεδο».
Ο κ. Στεφάτος αναφέρθηκε ακόμη και στο πετρέλαιο, λέγοντας ότι σε περίπτωση που ανακαλυφθούν κοιτάσματα, κάτι που, όπως τόνισε, δεν μπορεί να αποκλειστεί ως ενδεχόμενο, η σημασία τους θα είναι λιγότερο κρίσιμη όσον αφορά στην ενεργειακή ασφάλεια της χώρας, σε βάθος χρόνου, όμως υποστήριξε ότι δεν πρέπει να παραγνωρίζουμε ότι θα ενισχύσει την εθνική οικονομία, αφού θα αντικαταστήσει τις ποσότητες πετρελαίου που εισάγουμε για την παραγωγή πετροχημικών προϊόντων από τα διυλιστήρια και την πετροχημική βιομηχανία της χώρας.
«Με αυτό τον τρόπο, θα βελτιώσουμε το ισοζύγιο εισαγωγών-εξαγωγών της χώρας μας», είπε χαρακτηριστικά.
Ακόμη, ο Διευθύνων Σύμβουλος της ΕΔΕΥΕΠ, υποστήριξε ότι μια εγχώρια παραγωγή υδρογονανθράκων θα μας τροφοδοτήσει με υδρογονάνθρακες χαμηλού ή χαμηλότερου αποτυπώματος άνθρακα, συγκριτικά με αυτούς που θα εισάγουμε και τούτο, επειδή αφενός τα χαρακτηριστικά των κοιτασμάτων που αναμένουμε να εμπεριέχουν ξηρό φυσικό αέριο έχουν πολύ μικρότερο αποτύπωμα άνθρακα και αφετέρου, ότι δεν θα χρειαστεί να διανύουν μεγάλες αποστάσεις αφού δεν θα εισάγονται από άλλες αγορές!
«Συνεπώς, και σε αυτό το επίπεδο θα υπάρχει μια μικρή βελτίωση. Συνεπώς μπορούμε να πούμε με βεβαιότητα ότι σε περίπτωση επιτυχίας των ερευνών, η δυνητική παραγωγή υδρογονανθράκων στην Ελλάδα, αναμένουμε να λειτουργήσει ως ένας καταλυτικός και σταθεροποιητικός παράγοντας για την ενεργειακή μετάβαση, ενώ τα αμιγώς οικονομικά οφέλη αναμένεται να συνεισφέρουν και πέραν από την ενεργειακή μετάβαση, στην ενίσχυση των δυνατοτήτων της εθνικής οικονομίας να αντιμετωπίσει το κόστος των συνεπειών της κλιματικής αλλαγής. Είναι ένας παράγοντας που στο παρελθόν, δεν είχε συνυπολογιστεί», κατέληξε.
Σύμφωνα με τον κ. Στεφάτο, οι έως τώρα διαθέσιμες ενδείξεις συνηγορούν στην υπόθεση ότι οι ποσότητες υδρογονανθράκων υπό εκτίμηση, υπερβαίνουν την εθνική ζήτηση στην Ελλάδα, ενώ επεσήμανε και το γεγονός ότι τυχόν ανακάλυψή τους, θα ενισχύσει την επιρροή της χώρας σε περιφερειακό επίπεδο ιδίως σε αυτή την εξαιρετικά κρίσιμη χρονική συγκυρία.
Ακόμη, ο κ. Στεφάτος αναφέρθηκε στα θαλάσσια αιολικά πάρκα τα οποία, όπως είπε, αποτελούν το επόμενο μεγάλο βήμα και πρόκληση για τη χώρα μας στην προσπάθεια να συμπληρώσει το ενεργειακό της μείγμα και να πετύχει την εξισορρόπηση της συνεισφοράς των ΑΠΕ σε όλη τη διάρκεια της ημέρας και όχι μόνο τις ώρες της ηλιοφάνειας. Υπ’ αυτή την έννοια, τόνισε, η ανάπτυξη των θαλάσσιων αιολικών πάρκων είναι προτεραιότητα.
Τόνισε ότι τα τελευταία τρία χρόνια έχει γίνει μια αξιέπαινη προσπάθεια για να χωροθετηθούν τα θαλάσσια αιολικά πάρκα με κανόνες και με σαφής προσδιορισμούς καθώς το εγχείρημα αποτελεί μια εθνική στρατηγική προτεραιότητα για δύο λόγους.
Αφενός είναι απολύτως απαραίτητο για να εξασφαλίσουμε την μεσοπρόθεσμη αποτελεσματικότητα των ΑΠΕ δηλαδή την οικονομική βιωσιμότητά τους και να κάνουμε την πράσινη μετάβαση και αφετέρου γιατί αποτελεί ένα αναπτυξιακό πρώτο βήμα με συνολικές επενδύσεις που εκτιμώνται μεταξύ 7,5 και 11 δισ. ευρώ ως το 2032.
Τέλος, ο Διευθύνων Σύμβουλος της ΕΔΕΥΠ αναφέρθηκε στην ανάπτυξη ενός δικτύου μεταφοράς διοξειδίου το άνθρακα σε αποθήκες εκτός Ελλάδας και ειδικότερα σε Αίγυπτο και Ρουμανία.
Όπως είπε, η ΕΔΕΥΕΠ έχει προτείνει ένα μεγάλο έργο στη μεταφορά και αποθήκευση διοξειδίου του άνθρακα, που θα εξασφαλίζει σε επίπεδο εθνικού σχεδιασμού, επιπλέον δυνατότητα δέσμευσης και αποθήκευσης που θα απαιτηθεί τόσο από ελληνικές βιομηχανίες όσο και από βιομηχανίες γειτονικών χωρών.
Μόνο έτσι, τόνισε, «θα εξασφαλίσουμε ότι η χώρα μας θα έχει εκμεταλλευτεί ορθά την πρωτοπορία της στον τομέα αυτό ώστε να μεγιστοποιήσει τα οφέλη. Κάτι τέτοιο θα είναι σύντομα εφικτό γιατί οι Έλληνες ιδιοκτήτες πρωτοστατούν στη ναυπήγηση δεξαμενόπλοιων για τη μεταφορά υγροποιημένου διοξειδίου του άνθρακα».
«Υπάρχει ήδη ένα σχέδιο για κεντρική συλλογή και διανομή υγροποιημένου διοξειδίου του άνθρακα σε μεγαλύτερες αποστάσεις και τρίτον γειτονικές χώρες όπως η Αίγυπτος και η Ρουμανία είναι θετικές στο ενδεχόμενο συνεργασίας για τη διάθεση των επιπλέον αποθηκευτικών χώρων που θα χρειαστούν», κατέληξε.
Αναφέρθηκε στην ταχύτητα με την οποία η Ελλάδα προχωρά τις σχετικές επενδύσεις, και σημείωσε ότι στη δέσμευση και αποθήκευση άνθρακα οι ελληνικές εταιρείες έχουν εξασφαλίσει κονδύλια για τη δέσμευση και αποθήκευση 3,5 εκ. τόνων διοξειδίου του άνθρακα και είμαστε δεύτεροι στην Ευρώπη πίσω από την Γερμανία που έχει εξασφαλίσει κονδύλια για 4,5 εκ. τόνους ετησίως.
«Η Ελλάδα επέδειξε γρήγορα αντανακλαστικά, όταν το 2021 συμπεριέλαβε τη χρηματοδότηση της μετατροπής των εξαντλημένων κοιτασμάτων του Πρίνου στην Καβάλα σε μόνιμες αποθήκες διοξειδίου του άνθρακα, εξασφαλίζοντας 150 εκ. μέσω του Ταμείου Ανθεκτικότητας και Ανάπτυξης για να μπορέσει αυτό το έργο να γίνει πράξη. Το κρίσιμο αυτό έργο εκτιμάμε ότι θα μας δώσει τη δυνατότητα να αποθηκεύουμε 3 εκ. τόνους διοξειδίου του άνθρακα κάθε χρόνο. Γιατί υπάρχουν βιομηχανίες στην Ελλάδα που δεν έχουν εναλλακτικές λύσεις ώστε να μειώσουν τις εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα και η αποθήκευση άνθρακα είναι απαραίτητη για να κρατήσουμε τη δραστηριότητά τους στη χώρα», είπε χαρακτηριστικά.
Όπως είπε, σε αυτές τις τεχνολογίες όπως το CCS τη μεγάλη πρόοδο την έχουν κάνει οι χώρες με παράδοση στον τομέα, όπως η Δανία, η Νορβηγία και το Ηνωμένο Βασίλειο που διαθέτουν παραγωγή υδρογονανθράκων και χαρακτήρισε την Ελλάδα ως «Δανία της Μεσογείου», όσον αφορά στην ταχύτητα με την οποία προωθεί το έργο της αποθήκευσης άνθρακα.