Όμως, αυτή η επιτυχημένη— όπως αποδείχθηκε— συμμαχία κινδυνεύει να διαρραγεί κάτω από το βάρος της ίδιας της επιτυχίας της. Για τον Τραμπ, οι αμερικανικές εταιρείες οφείλουν να αυξήσουν δραματικά την παραγωγή τους, ώστε αφενός να μειωθεί το κόστος των καυσίμων για τους αμερικανούς καταναλωτές, και αφετέρου να δρομολογηθούν περισσότερες εξαγωγές που θα βελτιώσουν το εμπορικό ισοζύγιο της χώρας. Το σχέδιο αυτό φαίνεται ιδιαίτερα θετικό εκ πρώτης όψεως, ωστόσο δεν είναι δεδομένο πως οι ίδιες οι εταιρείες θα συμφωνήσουν.
Για τους πετρελαιοπαραγωγούς, η αύξηση της παραγωγής και άρα της διαθεσιμότητας θα είχε καταστροφικά αποτελέσματα σε μία αγορά με ήδη μειωμένη ζήτηση. Η διεθνής αγορά πετρελαίου υποφέρει τους τελευταίους αρκετούς μήνες καθώς οι τιμές έχουν υποχωρήσει, παρά τις όποιες προσπάθειες για ενίσχυση της ζήτησης. Ακόμα και το σχέδιο του ΟΠΕΚ+ για μείωση της παραγωγής και ο πόλεμος στη Μέση Ανατολή δεν έχουν καταφέρει να σπρώξουν την τιμή του αργού πάνω από τα 80 δολάρια. Ως εκ τούτου, μία αύξηση της παραγωγής από τις ΗΠΑ, τον μεγαλύτερο παραγωγό επί του παρόντος, θα οδηγούσε σε περαιτέρω αποκλιμάκωση των τιμών, προκαλώντας νέους πονοκεφάλους για τους πετρελαϊκούς κολοσσούς.
Για τους παραγωγούς φυσικού αερίου η κατάσταση είναι λίγο πιο περίπλοκη. Η τιμή του φυσικού αερίου παραμένει σε σχετικά υψηλές τιμές συγκριτικά με την περίοδο πριν το 2022 και η ζήτηση του καυσίμου φαίνεται να είναι σε ανοδική πορεία για τις επόμενες δεκαετίες. Παράλληλα, η διακυβέρνηση Τραμπ θα επιτάχυνε τις διαδικασίες κατασκευής νέων υποδομών LNG, ενθαρρύνοντας τις εξαγωγές προς τις ξένες αγορές. Εντούτοις, οι απειλές του Τραμπ για επιβολή υψηλών δασμών τόσο σε ανταγωνιστές, όπως η Κίνα, όσο και σε συμμάχους, όπως η Ευρωπαϊκή Ένωση, δημιουργούν σοβαρές ανησυχίες.
Η κλιμάκωση του υφέρποντος εμπορικού πολέμου με τους περισσότερους πελάτες των ΗΠΑ θα μπορούσε να οδηγήσει σε μείωση των αμερικανικών εξαγωγών ΥΦΑ, ειδικά όσο η Ρωσία περιμένει μία ευκαιρία για να “βγάλει τα σπασμένα” των προηγούμενων ετών. Προς το παρόν, η πλευρά του Ατλαντικού φαίνεται ασφαλής, καθώς η Ούρσουλα φον ντερ Λάϊεν έσπευσε να προτείνει την αγορά περισσότερου αμερικανικού LNG ώστε να αποφευχθούν οι δασμοί στα ευρωπαϊκά προϊόντα που εισάγονται στις ΗΠΑ. Η πλευρά του Ειρηνικού όμως, με γιγάντιες αγορές όπως η Κίνα και η Ινδία, μπορεί να μην είναι τόσο πρόθυμη για διαπραγματεύσεις.
Εκτός από τη μείωση των εξαγωγών, οι δασμοί θα μπορούσαν να δημιουργήσουν και άλλα προβλήματα για την αμερικανική βιομηχανία καυσίμων. Για παράδειγμα, το αυξημένο κόστος ανταλλακτικών και εξοπλισμού, ειδικά για τις εισαγωγές από την Κίνα, θα επιβάρυνε τις εταιρείες. Με αυτά τα δεδομένα, αρκετοί άνθρωποι της αγοράς που έχουν άμεση επικοινωνία με το επιτελείο, ή ακόμα και τον ίδιο τον Τραμπ, προσπαθούν να πιέσουν προς άμβλυνση αυτών των θέσεων. Φυσικά, πέρα από τα όποια άμεσα κόστη, οι έμμεσες επιπτώσεις ενός γενικευμένου εμπορικού πολέμου στην παγκόσμια οικονομία δεν θα άφηναν αλώβητους τους αμερικανούς παραγωγούς υδρογονανθράκων.
Ένα τελευταίο ζήτημα είναι η διαμόρφωση της νέας κυβέρνησης Τραμπ. Το τελικό αποτέλεσμα των εκλογών σημαίνει πως ο Τραμπ έχει ουσιαστικά λευκή επιταγή για να διορίσει τους ανθρώπους που επιθυμεί στις θέσεις που θέλει. Παράλληλα, μία σειρά νομοθετικών πρωτοβουλιών που σκοπεύει να προωθήσει το επιτελείο του στοχεύουν στην αντικατάσταση των “απολιτίκ” τεχνοκρατών με στελέχη που θα ακολουθούν πιστά την ατζέντα του Τραμπ. Η είσοδος τόσων άπειρων, και ενδεχομένως άσχετων με το αντικείμενο, μελών της κυβέρνησης θα οδηγούσε σε ένα διοικητικό χάος. Κατά την προηγούμενη θητεία του Τραμπ, πολλές από τις αποφάσεις του καθυστέρησαν ή απέτυχαν να εφαρμοστούν καθώς δεν πληρούσαν τα νομικά κριτήρια. Αυτό που φοβίζει τις διοικήσεις των εταιρειών ορυκτών καυσίμων είναι πως οι επενδύσεις τους θα εγκλωβιστούν σε πολύχρονες δικαστικές διαδικασίες, καθυστερώντας την υλοποίηση των απαραίτητων υποδομών και εκτινάσσοντας τα κόστη.