Κρίση: Στο Άγνωστο με Βάρκα την Ελπίδα

Στο πανεπιστήμιο στο Βέλγιο, στις αρχές της δεκαετίας του '60, το μάθημα της οικονομικής ιστορίας μού φάνταζε βαρετό. Προφανώς διότι βαρετή ήταν και η καθηγήτρια που το δίδασκε. Ομως, την άνοιξη του 1961 ήλθε στο πανεπιστήμιο ο -νεαρός, τότε- καθηγητής οικονομικής ιστορίας του πανεπιστημίου της Γενεύης, Paul Bairoch (1930-1999), για να μάς μιλήσει με θέμα «Μύθοι και Παράδοξα της Οικονομικής Ιστορίας».
Του Αθαν. Παπανδρόπουλου
Τετ, 22 Οκτωβρίου 2008 - 10:04

Στο πανεπιστήμιο στο Βέλγιο, στις αρχές της δεκαετίας του '60, το μάθημα της οικονομικής ιστορίας μού φάνταζε βαρετό. Προφανώς διότι βαρετή ήταν και η καθηγήτρια που το δίδασκε.

Ομως, την άνοιξη του 1961 ήλθε στο πανεπιστήμιο ο -νεαρός, τότε- καθηγητής οικονομικής ιστορίας του πανεπιστημίου της Γενεύης, Paul Bairoch (1930-1999), για να μάς μιλήσει με θέμα «Μύθοι και Παράδοξα της Οικονομικής Ιστορίας». Η διάλεξή του κράτησε μία ώρα και είκοσι λεπτά και ήταν κυριολεκτικά εκπληκτική. Απομυθοποιητική, αυστηρά και σχολαστικά τεκμηριωμένη, εντυπωσιακή ως προς την καταγραφή γεγονότων, η ομιλία του καθηγητή Paul Bairoch με έσπρωξε στην μελέτη της οικονομικής ιστορίας και στην συμβολή του μεγάλου Αυστριακού οικονομολόγου Γιόζεφ Σουμπέτερ στην οικονομική σκέψη.

Ενθυμούμαι δε πώς ξεκίνησε την ομιλία του ο καθηγητής P.Bairoch -το έργο του οποίου στην ποσοτική ιστορία είναι κολοσσιαίο και παγκοσμίως αναγνωρισμένο: «Για να παραφράσω το Λέοντα Τολστόι, μπορώ να πω ότι η οικονομική ιστορία είναι ένας κουφός που απαντά σε ερωτήσεις που κανένας οικονομολόγος δεν τού έθεσε…», μάς είπε ο Ελβετός καθηγητής. Προκλητική εισαγωγή και προκλητικότερη η διάλεξη που ακολούθησε, στο πλαίσιο της οποίας ο καθηγητής Paul Bairoch μάς εξήγησε ποια ήταν η ενδογενής δυναμική που επέτρεπε τότε στη Δύση να αναπτύσσεται με ετήσιους ρυθμούς 4%-5% και με προοπτική η κατάσταση αυτή να διατηρηθεί για μία ακόμη δεκαετία. Είχε επίσης επισημάνει ότι, στην ανάπτυξη της Δύσης και της ελεύθερης οικονομίας, θα έπαιζε όλο και μεγαλύτερο ρόλο το χρηματοπιστωτικό σύστημα και η δυνατότητά του να στηρίξει την πιστωτική επέκταση των επιχειρήσεων, καθώς και τις επί πιστώσει αγορές των καταναλωτών.

Σαρανταεπτά χρόνια αργότερα, τα λόγια εκείνα είναι επίκαιρα όσο ποτέ -αλλά και η οικονομική ιστορία πέρα για πέρα διδακτική.

Η σημερινή κρίση, πέρα από τα γεωπολιτικά της χαρακτηριστικά, είναι πρωτίστως πιστωτική. Και στο επίπεδο αυτό γεννώνται πολλά ερωτηματικά. Πώς είναι δυνατόν να υπάρχει μία τόσο βαριά πιστωτική κρίση, όταν πριν 18 μήνες, στο παγκόσμιο χρηματοοικονομικό σύστημα κυκλοφορούσαν 1.200 δισ. δολάρια την ημέρα, ήτοι πάνω από 365 τρισ. δολάρια τον χρόνο; Πώς είναι δυνατόν τράπεζες να πτωχεύουν και άλλες να κινδυνεύουν, όταν χώρες όπως η Κίνα, η Ρωσία, η Ινδία και τα Αραβικά Εμιράτα έχουν αποθεματοποιημένα κεφάλαια 2,6 τρισ. δολάρια;

Οι απαντήσεις στα ερωτήματα αυτά δεν είναι διόλου απλές. Διότι, όπως θα δούμε πιο κάτω, τα γεγονότα που σήμερα διαδραματίζονται μπροστά μας ουσιαστικά γράφουν ιστορία. Αυτήν του 21ου αιώνα, ή τουλάχιστον μέρους του. Η δε ιστορία που γράφεται είναι εξόχως αβέβαιη και, όπως κάθε νόμισμα, έχει δύο όψεις: την καλή και την κακή. Το περίγραμμα του 21ου αιώνα είναι πολύπλοκο και κινητικό. Σε σημείο τέτοιο που δεν αποκλείεται, όπως προκύπτει από τα μέσα του 2007, οι κεντρόφυγες τάσεις και το χάος να υπερισχύσουν.

Το περιεχόμενο των ρωγμών που πλήττουν τον πλανήτη είναι αποκαλυπτικό: θρησκευτικές διαφορές μεταξύ Ισλάμ και Δύσεως· σχετική ιστορική παρακμή του Βορρά και ταχύτατα απογείωση του Νότου· αντιπαλότητα μεταξύ δημοκρατίας και κράτους δικαίου με τον αυταρχισμό και την διεφθαρμένη φύση του· αντιπαράθεση ανοικτής κοινωνίας και εθνικισμού· ανταγωνισμός ανάμεσα στην ελεύθερη οικονομία και την κρατική παρέμβαση· σύγκρουση της γνώσης με την άγνοια και το τυφλό φανατισμό τον οποίο η τελευταία καλλιεργεί· αγώνας για την προστασία του περιβάλλοντος και τη βιώσιμη ανάπτυξη. Αυτές είναι οι σπουδαιότερες προκλήσεις των αρχών του 21ου αιώνα, στις οποίες θα πρέπει να προστεθούν και οι φιλοδοξίες ελάχιστα δημοκρατικών χωρών να παίζουν πρωταγωνιστικό ρόλο στα παγκόσμια δρώμενα.

Θα πρέπει έτσι να πούμε ότι, η αισιοδοξία που προέκυψε μετά την κατάρρευση του κομμουνισμού για έναν κόσμο δημοκρατικότερο, σιγά-σιγά εξανεμίζεται. Τα βάρβαρα πραξικοπήματα στην Ταϊλάνδη και στη Βιρμανία, οι εμφύλιοι πόλεμοι στην Αφρική και στη Μέση Ανατολή, ο αυταρχικός λαϊκισμός στη Λατινική Αμερική, οι καταπατήσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων στη Ρωσία, στη Γεωργία, στη Λευκορωσία, στο Καζακστάν, στην Κίνα και αλλού, το αποκρουστικό καθεστώς της Βορείου Κορέας, σίγουρα δεν είναι παράγοντες που γεννούν αισιοδοξία και την απαιτούμενη εμπιστοσύνη προς το μέλλον.

Στη Δύση, οι απειλές της τρομοκρατίας τροφοδοτούν το φόβο, ο οποίος, με τη σειρά του, ενθαρρύνει κινήματα που έχουν σημαία τους την ξενοφοβία και τον ρατσισμό. Ακόμα, η σχετική παρακμή της Δύσης απέναντι στην οικονομική απογείωση των χωρών του Νότου αποσταθεροποιεί τις μεσαίες τάξεις, τρέφει τις προστατευτικές πιέσεις και αποχαλινώνει φαντασιώσεις όπως, λόγου χάρη, αυτήν της Κίνας και του συναφούς κίτρινου κινδύνου. Κλασσική είναι η περίπτωση των ΗΠΑ, όπου η νεοσυντηρητική τακτική του πολέμου κατά της τρομοκρατίας κατέληξε σε πολιτική αποτυχία στο Ιράκ, σε στρατιωτικό πάθημα στο Αφγανιστάν, σε οικονομική ύφεση και σε ένα κράτος δικαίου το οποίο απαξιώθηκε στο Γκουαντάναμο. Έτσι, μετά την 11η Σεπτεμβρίου 2001, οι σπασμωδικές στρατηγικές και γεωπολιτικές ενέργειες της Αμερικής, αφ΄ ενός, έπληξαν την απόλυτη κυριαρχία της και, αφ' ετέρου, ακόνισαν και τις ανησυχίες ενός λαού που σήμερα ρέπει προς τον προστατευτισμό και τον απομονωτισμό.

Μέσα σε αυτό το κλίμα, η κρίση του καπιταλισμού -που ξεκίνησε στα μέσα του 2007- είναι πλέον πλανητική και όχι περιφερειακή, όπως συνέβη με την ασιατική κρίση το 1997, την ρωσική το 1998 και την αντίστοιχη της Αργεντινής το 2001. Κύριο όχημα της κρίσης αυτής είναι η χρηματοπιστωτική οικονομία, δηλαδή η πρωτοπορία της καινοτομίας που για πολλά χρόνια χαρακτηρίζει τις ανοικτές κοινωνίες. Το καινούργιο στην κρίση αυτή έγκειται στον συνδυασμό τεσσάρων μεγάλων δονήσεων: την κατάρρευση των πιστώσεων μέσω της αποσύνθεσης των τραπεζών, το κραχ στην κτηματαγορά, την πτώση των χρηματαγορών και τα διαδοχικά πετρελαϊκά και διατροφικά σοκ τα οποία συνεπάγονται την ισχυρή επιστροφή του πληθωρισμού. Έτσι, η κρίση είναι ιδιαιτέρως επικίνδυνη και υπονομεύει την παγκοσμιοποίηση, η οποία προσέφερε πολλά στις αναπτυσσόμενες χώρες.

Μπορούμε, συνεπώς, να πούμε ότι, με την κρίση που ξέσπασε το 2007, μπαίνει τέλος σε έναν κύκλο και σε ένα οικονομικό μοντέλο. Τέλος στον κύκλο της συγκλίνουσας πτώσεως επιτοκίων και πληθωρισμού, ο οποίος διαλύθηκε όταν έσκασε η κερδοσκοπική φούσκα των πιστώσεων, όπως και αυτή του πετρελαίου και των ειδών διατροφής. Μπήκε τέλος και στο οικονομικό μοντέλο το οποίο είχε, από την μία πλευρά, τις χώρες που κατανάλωναν επί πιστώσει, εισάγοντας μαζικά τα είδη που ήθελαν, όπως η Ισπανία, οι ΗΠΑ, η Αγγλία και άλλες, και, από την άλλη, τα έθνη που αποταμίευαν και επένδυαν μαζικά για να ενισχύσουν την ανταγωνιστικότητά τους και να τονώσουν τις εξαγωγές τους. Κίνα, Ιαπωνία και Νότιος Κορέα είναι επικεφαλής των χωρών αυτών, οι οποίες όμως έπρεπε να αποφύγουν ανισορροπίες που προκύπτουν από την υποτίμηση του δολαρίου -που είναι αμιγώς ανταγωνιστική- και την ανατίμηση του ευρώ.

Πέρα από όλα αυτά, ο πλανήτης μας -που το 2050 θα έχει 9,6 δισεκατομμύρια κατοίκους- αντιμετωπίζει και ένα πολύ σοβαρό δημογραφικό πρόβλημα -πρόβλημα το οποίο, σε συνδυασμό με όλα τα άλλα προβλήματα, δεν αντιμετωπίζεται από μία μόνο χώρα. Απαιτεί πλανητικές συνεργασίες, οι οποίες για την ώρα δεν είναι ορατές στον ορίζοντα.

Είναι λοιπόν σαφές ότι, σε τούτη τη φάση των κρίσιμων αλλαγών και των γεωπολιτικών ανακατατάξεων, πολλοί αισθάνονται να ταξιδεύουν στο άγνωστο με βάρκα την ελπίδα. Και επειδή η ελπίδα πεθαίνει τελευταία, ας ευχηθούμε η σημερινή κρίση να αποτελέσει την αφετηρία για μία παγκόσμια εκλογίκευση σε όλα τα επίπεδα. Το πεπρωμένο του αιώνα θα εξαρτηθεί ευρύτατα από τη θέληση, τη διαύγεια και τη σοφία των εθνών και των ελεύθερων λαών. Και, ίσως, η Ελλάδα να είχε κάτι να πει στο επίπεδο αυτό.

(Από την εφημερίδα Η ΝΑΥΤΕΜΠΟΡΙΚΗ, 18/10/2008)