Στη συνέχεια προσπάθησε να δώσει έναν τόνο αισιοδοξίας λέγοντας ότι «είμαστε σε καλύτερη θέση σήμερα απ’ ότι ήταν οι προκάτοχοί μας να αντιμετωπίσουμε αυτές τις δομικές αλλαγές».
Πράγματι υπάρχουν κάποιες ομοιότητες με τη δεκαετία του 1920. Σήμερα δεν έχουμε τον Χρυσό Κανόνα, έχουμε όμως το Ευρώ που για τις χώρες που το έχουν υιοθετήσει είναι ακριβώς το ίδιο πράγμα. Ισοδυναμεί με κλειδωμένες ισοτιμίες, που καταδικάζουν τις χώρες του ευρώ σε διαρκή λιτότητα. Αυτή η λιτότητα είναι ευημερία που διαρκώς αφαιρείται από την εσωτερική οικονομία και μεταφέρεται στους εξωτερικούς «εταίρους», μεταφορά που δεν μπορεί να αντισταθμιστεί με δημοσιονομικά μέτρα. Κι όμως, ενώ ο Χρυσός Κανόνας εγκαταλείφθηκε από την Αγγλία το 1931 προκειμένου να περισωθεί η οικονομία της χώρας, σήμερα δεν συζητά κανείς (τουλάχιστον δημοσίως) την εγκατάλειψη του ευρώ και την επαναφορά των κυμαινόμενων ισοτιμιών, που θα αποκαθιστούσε μια ισορροπία στις οικονομίες της Ευρώπης.
Η κυρία Lagarde αναφέρθηκε στην «επιτυχημένη» πολιτική επιτοκίων των κεντρικών τραπεζών όσον αφορά την καταπολέμηση του πληθωρισμού σήμερα. Κατά τη γνώμη μας, αυτό το συμπέρασμα είναι κάπως πρόωρο. Δεν μπορούμε να πούμε ότι ο πληθωρισμός έχει νικηθεί. Οι τιμές των αγαθών τείνουν διαρκώς να ανέβουν επειδή η προσφορά αγαθών έχει υποστεί μόνιμες, διαρθρωτικές στρεβλώσεις. Καμμία σχέση με τη δεκαετία του 1920: στη Γερμανία το 1922 το έναυσμα του υπερπληθωρισμού ήταν η προθυμία της Κεντρικής Τράπεζας (Reichsbank) να χρηματοδοτεί τις γερμανικές επιχειρήσεις με νέο χρήμα δεχόμενη ως ενέχυρο ακόμα και εμπορικές πιστώσεις (πράγμα που αρνούντο να κάνουν οι εμπορικές τράπεζες)! Ας σημειωθεί εδώ ότι από τον Μάϊο του 1922 η Reichsbank ήταν ανεξάρτητη από τον κυβερνητικό έλεγχο, κάτι που έκανε τον Βρεταννό πρεσβευτή στο Βερολίνο να σχολιάσει ότι «η ανεξαρτησία της Κεντρικής Τράπεζας είναι σαν να δίνεις στους παράφρονες τον έλεγχο του ψυχιατρείου». (Από το εξαιρετικό βιβλίο του Adam Fergusson When Money Dies, Old Street Publishing, 2010, σελ. 83).
Η αδιάλλακτη επιμονή στον Χρυσό Κανόνα είχε ως δικαιολογία ότι, αν η αξία του εθνικού νομίσματος παύσει να έχει σταθερό ισοδύναμο σε χρυσό, αυτό θα οδηγούσε σε πτώση της αξίας του διεθνώς. Και πράγματι, όταν η στερλίνα εγκατέλειψε τον Χρυσό Κανόνα τον Σεπτέμβριο 1931 η αξία της μειώθηκε κατά 23%. Ομως η ανταγωνιστικότητα της αγγλικής οικονομίας βελτιώθηκε δραματικά καθώς οι εξαγωγές της χώρας ανέκαμψαν. Το επίπεδο ευημερίας μέσα στη χώρα ανέβηκε, κάτι που έμμεσα ενίσχυσε και τις εγχωρίως προσανατολισμένες βιομηχανίες. Μετά από 2 χρόνια, και καθώς η κρίση του 1929 γινόταν ολοένα βαθύτερη, ο Κανόνας Χρυσού εγκαταλείφθηκε και από τις ΗΠΑ. Αντιθέτως σήμερα δεν έχουμε καμμία ένδειξη ότι το ευρώ μπορεί να εγκαταλειφθεί (είναι πάρα πολύ δύσκολο να γίνει αυτό συντεταγμένα, αυτό όμως κάνει τα πράγματα χειρότερα).
Θα έλεγα ότι η δεκαετία που διανύουμε έχει μεγαλύτερες ομοιότητες με τη δεκαετία του 1930. Η ανάδειξη δημοφιλών «ισχυρών ανδρών» (strongmen) με αναθεωρητική ρητορική είναι μια προφανής ομοιότητα: τότε ήταν ο Χίτλερ και ο Μουσολίνι στην Ευρώπη, τώρα έχουμε τον Trump στις ΗΠΑ, την Μελόνι στην Ιταλία και πιθανότατα την Le Pen στη Γαλλία αύριο. Η επικράτηση των ηγετών αυτών έρχεται ως αποτέλεσμα της πλήρους απομάκρυνσης των προηγούμενων, θεωρούμενων «λογικών» πολιτικών δυνάμεων από το κοινό αίσθημα.
Την ζύμωση αυτή την βλέπουμε έντονα στη Γερμανία σήμερα. Ενώ η οικονομία παραπαίει, οι γερμανικές βιομηχανίες κλείνουν μονάδες και απολύουν χιλιάδες εργαζομένων, η κυβερνώσα ελίτ εξακολουθεί να μιλάει για πράσινη μετάβαση και περαιτέρω οικονομική ενίσχυση της Ουκρανίας επικαλούμενη ανύπαρκτες στρατιωτικές απειλές από τη Ρωσία. Εδώ έχει εφαρμογή το ευαγγελικό «Μωραίνει Κύριος ον βούλεται απωλέσαι». Ηδη η συμμαχία SPD/Φιλελεύθερων/Πρασίνων κατέρρευσε με την απόσυρση των Φιλελεύθερων από την κυβέρνηση, κάτι που θα οδηγήσει σε πρόωρες εκλογές. Στις εκλογές αυτές είναι βέβαιο ότι θα ενισχυθούν τα αναθεωρητικά κόμματα AfD από τα δεξιά και BSW από τα αριστερά και θα καταβαραθρωθεί το SPD και οι Πράσινοι. Είναι εξαιρετικά πιθανό να υπάρξει ακυβερνησία στη Γερμανία και ταυτόχρονα συνθήκες πρωτοφανούς κοινωνικής οξύτητας, που οπωσδήποτε επιτείνεται από την πρωτοφανή για τη Γερμανική εργατική τάξη φτωχοποίηση.
Αλλη ομοιότητα με τη δεκαετία του 1930 είναι η «στρατιωτικοποίηση» της οικονομίας στην Ευρώπη. Και τότε και τώρα η Γερμανία δίνει τον τόνο. Σήμερα τα πράγματα είναι χειρότερα διότι έχουμε την Ευρωπαϊκή Ενωση η οποία, πρώτον, δεν αναφέρεται σε κάποιο εκλεκτορικό σώμα (άρα είναι ανεξέλεγκτη) και, δεύτερον, έχει τους μηχανισμούς να επιβάλει στα κράτη μέλη να στρατιωτικοποιήσουν τις οικονομίες τους. Η στρατιωτικοποίηση βέβαια εκτρέπει πόρους από την παραγωγική διάθεση του, σε κάθε περίπτωση αναιμικού, πλεονάσματος, τη στιγμή ακριβώς που μια τέτοια παραγωγική διάθεση είναι περισσότερο από ποτέ αναγκαία.
Τι θα συμβεί; Αν επεκτείνουμε τις αναλογίες με τη δεκαετία του ’30, θα οδηγηθούμε σε παγκόσμιο πόλεμο. Ισως ο γενικευμένος πόλεμος να είναι και η πρόθεση των κρατούντων, προκειμένου να εμποδισθεί η ανάρρηση των αναθεωρητικών πολιτικών δυνάμεων στην εξουσία σε Γερμανία και Γαλλία. Ας ελπίσουμε να μην είναι έτσι.
*Ανώτερο Διευθυντικό Στέλεχος μεγάλου Ελληνικού Ομίλου Επιχειρήσεων