Σε καιρούς ιστορικής επιταχύνσεως όπως οι τωρινοί δεν χρειάζεται να περιμένει κανείς πολύ για να δει να εκδηλώνονται οι επιπτώσεις μιας εξελίξεως όπως η εκλογική νίκη του Ντόναλντ Τραμπ. Αντιθέτως, προτού καν αυτή οριστικοποιηθεί, σε χώρες που αποτελούν κρίσιμους συμμάχους των ΗΠΑ σημειώθηκαν θεαματικές ανατροπές στο πολιτικό τοπίο, καθώς οι βασικοί πρωταγωνιστές αναπροσαρμόζονται τάχιστα στα νέα δεδομένα που δημιουργεί η πέραν του Ατλαντικού ιστορική τομή. Εκτός και αν θεωρούμε ότι αποτελεί απλή χρονική σύμπτωση η αποπομπή του Ισραηλινού υπουργού Άμυνας, εν μέσω πολέμου, καθώς και η κατάρρευσις του ομοσπονδιακού κυβερνητικού συνασπισμού της Γερμανίας.
Ο πρωθυπουργός του Ισραήλ Βενιαμίν Νετανιάχου αποτελεί τον πιο τολμηρό (ή μάλλον, κυνικό) παίκτη. Την ημέρα ακριβώς κατά την οποία οι Αμερικανοί προσέρχονταν στην κάλπη, προέβη αιφνιδιαστικά στην αποπομπή του υπουργού Άμυνας Γιοάβ Γκάλαντ, αντικαθιστώντας τον με τον έως τώρα υπουργό Εξωτερικών Ίσραελ Κατς, γνωστό με το προσωνύμιο “μπουλντόζας”.
“Εν μέσω πολέμου, η εμπιστοσύνη ανάμεσα στον πρωθυπουργό και στον υπουργό Άμυνας είναι περισσότερο παρά ποτέ αναγκαία προϋπόθεση, όμως τους τελευταίους μήνες, η εμπιστοσύνη αυτή αποσαθρώθηκε: παρουσιάστηκαν μεγάλες διαφορές όσον αφορά τη διεξαγωγή της εκστρατείας, συνοδευόμενες από δηλώσεις και πράξεις οι οποίες αντέκειντο προς αποφάσεις της κυβέρνησης και του υπουργικού συμβουλίου”, ανέφερε ο Νετανιάχου σε επιστολή του στον Γκάλαντ.
Ότι ο Γκάλαντ αποτελούσε το μέλος του ισραηλινού υπουργικού συμβουλίου με την στενότερη σχέση με την αμερικανική κυβέρνηση είναι γνωστό. Ότι επιπλέον οι ακροδεξιοί κυβερνητικοί εταίροι του Νετανιάχου, όπως οι υπουργοί Εσωτερικής Ασφάλειας Ιτάμαρ Μπεν Γκβιρ και Οικονομικών Μπεζαλέλ Σμότριτς επιχαίρουν για την αποπομπή Γκάλαντ είναι απολύτως ενδεικτικό. Μεταξύ άλλων, ο Γκάλαντ ήταν αντιπαθής στους ακραίους εθνικιστές, λόγω της δεκτικότητός του στην ιδέα μίας καταπαύσεως των πυρών, αλλά και στους φανατικά θρησκευόμενους, λόγω της αποφάσεώς του να τερματίσει την απαλλαγή στρατεύσεως περίπου 10.000 υπερορθοδόξων ιεροσπουδαστών.
Η κίνηση του Νετανιάχου, την ώρα που το διεθνές ενδιαφέρον ήταν στραμμένο αλλού, μόνο μια ερμηνεία μπορεί να έχει: ο Ισραηλινός πρωθυπουργός λύνει τη “ζώνη ασφαλείας” που του είχε φορέσει η Ουάσιγκτον ως προς το ενδεχόμενο περαιτέρω κλιμακώσεως της συγκρούσεως στη Μέση Ανατολή, επενδύοντας στην κατανόηση της επερχόμενης διοικήσεως Τραμπ.
Και πράγματι, την επομένη ο Νετανιάχου φρόντισε να είναι ο πρώτος ξένος ηγέτης που συνεχάρη τον νικητή των αμερικανικών εκλογών, τον οποίο έλουσε με εγκώμια, τονίζοντας παράλληλα την ανάγκη αποφασιστικής αντιμετωπίσεως της “ιρανικής απειλής”, καταρχάς με αποστολή περισσότερου οπλισμού από τις ΗΠΑ στο Ισραήλ.
Όλα αυτά, ενώ η συμπλήρωση σαράντα ημερών από την δολοφονία του ηγέτου της Χεζμπολλάχ Χασάν Νασράλλα “τιμήθηκε” με ανταλλαγή ανταλλαγή σοβαρών πληγμάτων μεταξύ Ισραήλ και Λιβάνου και ενώ επίσης εκκρεμεί η απάντηση του Ιράν στην τελευταία από αέρος επίθεση των ισραηλινών δυνάμεων επί ιρανικού εδάφους - με πηγές της Ισλαμικής Δημοκρατίας να διακινούν πληροφορίες ότι θα πρόκειται για συντριπτικό πλήγμα, το οποίο απλώς αναβλήθηκε για να μην συμπέσει με τις αμερικανικές εκλογές.
Προφανώς, παρά το βεβαρυμένο μητρώο του Τραμπ (απόσυρση από την διεθνή συμφωνία του 2015 για το ιρανικό πυρηνικό πρόγραμμα, δολοφονία του στρατηγού Κάσεμ Σολεϊμανί, υιοθέτηση πολιτικής “μεγίστης πιέσεως” μέσω κυρώσεων κ.ο.κ.), η Τεχεράνη αναμένει να δει αν η “συναλλακτική” αντίληψις του αυριανού Αμερικανού προέδρου για τις διεθνείς κρίσεις (πρβ. την περίπλοκη σχέση του με τον Κιμ Γιονγκ Ουν της Βορείου Κορέας) της αφήνει κάποιο περιθώριο μελλοντικής συνεννοήσεως.
Αντιθέτως, ο Νετανιάχου επείγεται να δεσμεύσει τον Τραμπ σε μια πολιτική κλιμακώσεως. Ωστόσο, παρά την δίχως όρια ρητορική στήριξη του τελευταίου προς το Ισραήλ, παραμονεύουν διάφοροι “αστερίσκοι”, καθώς η αμερικανική ισχύς στην Μέση Ανατολή αποδείχθηκε ότι έχει αντικειμενικά όρια, ενώ τα αντανακλαστικά του “τραμπικού λαού” δεν είναι διόλου φιλικά στην ιδέα νέων μεγάλων πολεμικών περιπετειών.
Στον «αέρα» η γερμανική κυβέρνησις
Πάντως, η ετέρα μεγάλη διεθνής σύγκρουσις των ημερών, αυτή της Ουκρανίας, συνδυαζόμενη με την εκλογική νίκη Τραμπ, πρόλαβε ήδη να “ανατινάξει” τον κυβερνητικό συνασπισμό Σοσιαλδημοκρατών, Πρασίνων και Φιλελευθέρων στη Γερμανία.
Στη συνεδρίαση της κυβερνητικής επιτροπής το βράδυ της Τετάρτης ο Σοσιαλδημοκράτης καγκελάριος Όλαφ Σολτς απέπεμψε τον υπουργό Οικονομικών και ηγέτη των Φιλελευθέρων Κρίστιαν Λίντνερ, προαναγγέλλοντας την διεξαγωγή ψηφοφορίας για την ανανέωση της εμπιστοσύνης της Μπουντεσταγκ προς την κυβέρνηση στις 15 Ιανουαρίου.
Αφορμή αποτέλεσε η αποστολή από τον Λίντνερ (του οποίου το κόμμα κινδυνεύει να βρεθεί εκτός Μπούντεσταγκ κατά τις δημοσκοπήσεις) εγγράφου προς τους συγκυβερνώντες, ο οποίος ζητούσε αναθεώρηση βασικών πολιτικών της κυβερνήσεως, κατά το υπολειπόμενο ένα έτος του βίου της, με αιχμή την μείωση των φόρων, τον περιορισμό της γραφειοκρατίας και την αναστολή των μέτρων για την κλιματική μεταβολή. Πρόκειται ομολογουμένως για μία “συνταγή” η οποία ακούγεται αρκούντως τραμπική.
Όμως η έλευσις ενός Τραμπ, ο οποίος πιστεύει ότι οι Ευρωπαίοι είναι αυτοί που πρέπει κατεξοχήν να αναλάβουν το κόστος στηρίξεως της Ουκρανίας και ταυτοχρόνως προαναγγέλλει θέσπιση οριζοντίων δασμών της τάξεως του 20% στις εισαγωγές συνιστά υπαρξιακή πρόκληση για τις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες. Εξόχως δε για το Βερολίνο, το οποίο αφενός προαναγγέλλει “αλλαγή εποχής” (Zeitenwende) ως προς τα θέματα ασφαλείας, αφετέρου αναμετράται ήδη με το φάσμα της αποβιομηχανήσεως, λόγω της διακοπής της φθηνής ενεργειακής τροφοδοσίας από την Ρωσία καθώς και των υστερήσεων στα θέματα καινοτομίας και υποδομών, χάριν της εμμονής στο μηδεινικό χρέος.
Η Γερμανία βρίσκεται μπροστά σε ένα “αδύνατο τρίγωνο”: θα πρέπει να συνδυάσει, όπερ μη ρεαλιστικό, την εκτόξευση των αμυντικών δαπανών, την διατήρηση των κοινωνικών δαπανών (που για τους Σοσιαλδημοκράτες αποτελούν ταμπού) και την τήρηση του συνταγματοποιημένου “φρένου χρέους” - την ίδια ώρα που εκκρεμεί η εκπόνησις προϋπολογισμού, υπό την δαμόκλειο σπάθη της περικοπής 25 δισ. ευρώ την οποία επέβαλε απόφασις του Συνταγματικού Δικαστηρίου.
Εξ ού και συνεδρίασις της κυβερνητικής πολιτικής εξελίχθηκε σε ανταλλαγή τελεσιγράφων, με τον Σολτς να ζητά από τον Λίντνερ την άρση του “φρένου χρέους”, στο όνομα οικονομικής καταστάσεως εκτάκτου ανάγκης, τον δε υπουργό Οικονομικών να αντιπροτείνει στον καγκελάριο την συντεταγμένη διεξαγωγή πρόωρων εκλογών. Ακολούθησε η λύσις της κυβερνητικής τους συνεργασίας και η δημόσια ανταλλαγή κατηγοριών για το ποιος βάζει τις ιδιαίτερες βλέψεις του πάνω από τις ανάγκες της χώρας.
Τα πράγματα έγιναν περισσότερο περίπλοκα με την απόφαση του Φιλελεύθερου υπουργού Μεταφορών να αποχωρήσει από το κόμμα του και να παραμείνει στο υπουργείο, ενώ ο ηγέτης των Χριστιανοδημοκρατών Κρίστιαν Μερτς αρνήθηκε το χρονοδιάγραμμα του Σολτς (που θα μπορούσε να τον κρατήσει στην εξουσία μέχρι και το καλοκαίρι, μετά τη διεξαγωγή εκλογών των Μάρτιο και την ευόδωση των μετεκλογικών διαπραγματεύσεων) και τον προκάλεσε να ζητήσει την ψήφο εμπιστοσύνης της Μπούντεσταγκ εντός της εβδομάδος.
Η απάντησις του Σολτς θα είναι να παρουσιάσει τον Μερτς ως ανεύθυνο, εφόσον η δική του πρότασις συνεπάγεται ότι η Γερμανία θα εισέλθει στο 2025 δίχως προϋπολογισμό.
Σε κάθε περίπτωση, η ταυτισμένη με το “κλίμα Μπάιντεν” και την ουκρανική περιπέτεια γερμανική ηγεσία δεν μπόρεσε να αντέξει ούτε ένα 24ωρο μετά το “τέλος εποχής”. Η δε “στρατηγική ενηλικίωσις” και “παραγωγική επανεκκίνησις” της Ευρώπης που ευαγγελίζονται, ελέω Τραμπ, οι Σολτς και Μακρόν προϋποθέτει ότι η Γερμανία θα εγκαταλείψει τις αντιρρήσεις της στην πολιτική και δημοσιονομική εμβάθυνση της Ε.Ε. την οποία καταπολεμά εδώ και μιάμιση δεκαετία, μαζί με την αμυντική ενοποίηση, η οποία προσκρούει στους γερμανικούς φόβους για την γαλλική στρατιωτική υπεροχή.
(από την εφημερίδα «ΕΣΤΙΑ»)