δεδομένων των γιγαντιαίων ποσών που συζητούνται. Ωστόσο, μία νέα μελέτη παρουσιάζει τα οφέλη που υπάρχουν και για τις πλουσιότερες χώρες.
Τα δύο βασικά στρατόπεδα της φετινής Συνδιάσκεψης για το Κλίμα, αλλά και της διαχρονικής διαφωνίας για την κλιματική αλλαγή, είναι γνωστά: Από τη μία, τα πιο πλούσια κράτη, τα οποία κατάφεραν να αναπτυχθούν χάρη στην καύση υδρογονανθράκων και συνεισέφεραν περισσότερο στην υπερθέρμανση του πλανήτη. Από την άλλη, τα πιο φτωχά κράτη, τα οποία τώρα βρίσκονται σε τροχιά ανάπτυξης μέσω της καύσης υδρογονανθράκων, αλλά διαχρονικά έχουν πολύ μικρά ποσοστά ρύπων. Οι μεν υποστηρίζουν ότι οι δε πρέπει να αφήσουν τα ορυκτά καύσιμα και να στραφούν στην πράσινη ενέργεια, οι δε υποστηρίζουν ότι η απανθρακοποίηση θα επιβραδύνει την οικονομική ανάπτυξή τους και ότι η πράσινη μετάβαση συνιστά ένα πρόσθετο βάρος που δεν μπορούν να αντέξουν οικονομικά. Ως εκ τούτου, η κοινή λογική λέει πως τα πλουσιότερα κράτη θα χρηματοδοτήσουν την πράσινη μετάβαση των φτωχότερων.
Αναμενόμενα, τα πλούσια κράτη δεν επιθυμούν να πληρώσουν ολόκληρο τον λογαριασμό, ειδικά όταν αυτός εκτιμάται σε δισεκατομμύρια. Η αλήθεια είναι ότι τα κράτη που θεωρούνται πλούσια είναι μεν αναπτυγμένα, αλλά αυτό δεν σημαίνει απαραίτητα πως διαθέτουν τους απαραίτητους πόρους. Για παράδειγμα, είναι γνωστό πως οι μεγαλύτερες οικονομίες του κόσμου είναι καταχρεωμένες, με το χρέος των ΗΠΑ μόνο να ξεπερνά τα 35 τρις δολάρια. Παράλληλα, οι πολίτες-ψηφοφόροι των πιο αναπτυγμένων κρατών δεν έχουν καμία επιθυμία να χρηματοδοτήσουν την πράσινη μετάβαση των λιγότερο αναπτυγμένων χωρών, πόσο δε μάλλον όταν όλο και περισσότεροι δεν πιστεύουν καν στην ύπαρξη της κλιματικής αλλαγής ως πρόβλημα που χρήζει αντιμετώπισης.
Τι θα γινόταν όμως αν η κλιματική χρηματοδότηση σήμαινε οικονομικά οφέλη και για τα πλούσια κράτη; Ένα πρόσφατο άρθρο των Patrick Bolton και Alissa M. Kleinnijenhuis, καθηγητών οικονομικής επιστήμης στο Imperial College London εξηγεί λεπτομερώς τις ευκαιρίες που θα δημιουργηθούν για τα πλουσιότερα κράτη μέσω της κλιματικής χρηματοδότησης. Σύμφωνα με τους συγγραφείς, η “προληπτική” χρηματοδότηση θα είναι πολύ φθηνότερη από τα κόστη για τις συνέπειες της κλιματικής αλλαγής, ενώ θα διαμορφώσει και περαιτέρω ευκαιρίες ανάπτυξης για την παγκόσμια οικονομία εν συνόλω. Όπως συμπεραίνουν με βάση τις εκτιμήσεις τους, αν οι κυβερνήσεις των αναπτυγμένων κρατών αποδεχθούν την πρόταση για πληρωμές ύψους 441 δισεκατομμυρίων δολαρίων, τότε τα οικονομικά οφέλη θα μπορούσαν να αγγίξουν και 7,9 τρις δολάρια. Μολονότι τα ποσά αυτά είναι περισσότερο θεωρητικοί υπολογισμοί και δεν λαμβάνουν υπόψη μία σειρά άλλων σημαντικών παραγόντων, το επιχείρημα των δύο καθηγητών φαίνεται να πείθει όλο και περισσότερους συμμετέχοντες του COP29.
Εντούτοις, μία τέτοια εντυπωσιακή επενδυτική απόδοση θα απαιτούσε παγκόσμια συνεργασία και δεσμεύσεις από όλους τους δρώντες. Επομένως, η έξοδος των ΗΠΑ από τη Συμφωνία των Παρισίων και η αδιαφορία για τους κλιματικούς στόχους που είχαν τεθεί μετά την ανάληψη της διακυβέρνησης Τραμπ θα σήμαινε το ναυάγιο των όποιων σχεδίων. Το ίδιο ισχύει και για τα υπόλοιπα κράτη, τα οποία χρειάζεται να μεριμνήσουν για την υλοποίηση τόσο των εθνικών τους σχεδίων απανθρακοποίησης, όσο και των διεθνών δράσεων. Με άλλα λόγια, το ζήτημα είναι η πολιτική βούληση και όχι οι χρηματικοί πόροι.