της ενεργειακής κατανάλωσης, με πολλούς αναλυτές να πιστεύουν ότι οι ΑΠΕ δεν επαρκούν να καλύψουν την αυξανόμενη ζήτηση.
Τους τελευταίους μήνες, η διεθνής μιντιακή προσοχή έχει επικεντρωθεί στις συμφωνίες μεταξύ τεχνολογικών κολοσσών και παραγωγών πυρηνικής ενέργειας, όμως ο ρυθμός ανάπτυξης της δεύτερης δεν φτάνει τον αντίστοιχο ρυθμό για τα datacenters, με τα ορυκτά καύσιμα να φαντάζουν ως η μόνη ρεαλιστική λύση επί του παρόντος.
Οι προηγούμενες εβδομάδες χαρακτηρίστηκαν από ένα τσουνάμι ειδήσεων σχετικά με την εμπλοκή των τεχνολογικών κολοσσών στην πυρηνική ενέργεια. Η μεταστροφή αυτή εξηγούταν ως εξισορρόπηση των εντεινόμενων ενεργειακών υποδομών που προκύπτουν από τις νέες ψηφιακές υποδομές, όπως τα data centers και η Τεχνητή Νοημοσύνη, με τις δεσμεύσεις των εταιρειών τεχνολογίας για τη μείωση των ρύπων τους. Εντούτοις, ακόμα και όταν πρόκειται για την επαναλειτουργία παροπλισμένων πυρηνικών εργοστασίων, πόσο δε μάλλον για την ανάπτυξη καινοτόμων πυρηνικών τεχνολογιών, όπως οι μικροί αρθρωτοί αντιδραστήρες ή η ατομική σύντηξη, η πυρηνική ενέργεια συνδέεται στο δίκτυο πολύ αργά για να καταφέρει να καλύψει τη ζήτηση των data centers. Με αυτό το δεδομένο, όλο και περισσότεροι παίκτες στην αγορά ορυκτών καυσίμων αισιοδοξούν για το μέλλον του δικού τους κλάδου.
Οι ΗΠΑ έχουν τα περισσότερα datacentersαπό οποιαδήποτε άλλη χώρα, σχεδόν το ένα τρίτο του συνόλου παγκοσμίως, με την πολιτεία Βιρτζίνια να αποτελεί το επίκεντρο της ανάπτυξης αυτών των υποδομών. Οι τοπικοί πάροχοι ηλεκτρικού ρεύματος έχουν ήδη αποφασίσει πως η χρήση ορυκτών καυσίμων είναι μονόδρομος για την κάλυψη της νέας ζήτησης. Η Utility Dominion, μία από τις μεγαλύτερες παρόχους της περιοχής κατασκευάζει ήδη μία μονάδα φυσικού αερίου ισχύος 1000 MW, ενώ μείωσε τον σχεδιασμό της για τις ΑΠΕ από 95% σε 80% για την επόμενη δεκαπενταετία. Αντίστοιχα, η Entergy αποφάσισε να κατασκευάσει την πρώτη της μονάδα φυσικού αερίου με ισχύ 754 MW μετά από μισό αιώνα προκειμένου να ηλεκτροδοτήσει τα datacentersτης Amazonστην πολιτεία Μισισίπι. Η νέα αυτή ανάπτυξη των ορυκτών καυσίμων αναμένεται να επιταχυνθεί κατά την επόμενη διακυβέρνηση, με τον Ντόναλντ Τραμπ να αποτελεί τον πιο ένθερμο υποστηρικτή των υδρογονανθράκων, με ή χωρίς ψηφιακές υποδομές.
Η εικόνα δεν είναι πολύ καλύτερη στην άλλη όχθη του Ατλαντικού. Παρά τις αναλύσεις που προβλέπουν ότι η αύξηση της ζήτησης στην Ευρώπη θα καλυφθεί από τεχνολογίες χαμηλών ρύπων, οι υφιστάμενες υποδομές δεν επαρκούν. Για παράδειγμα, η ιδιαίτερα δημοφιλής για τις επενδύσεις datacentersΠολωνία δεν διαθέτει επαρκή παραγωγή από ΑΠΕ, με τον άνθρακα να εμφανίζεται ως η ευκολότερη λύση. Η εξίσου δημοφιλής Ιρλανδία, όπου το 20% της ενεργειακές κατανάλωσης προέρχεται από τα data centers, φαίνεται να τείνει προς το φυσικό αέριο ως λύση έκτακτης ανάγκης, επιβραδύνοντας τον παροπλισμό αρκετών μονάδων ηλεκτροπαραγωγής.
Τα σημερινά δεδομένα προοιωνίζουν την επιβίωση των ορυκτών καυσίμων για τις επόμενες δεκαετίες καθώς η ενεργειακή ζήτηση θα αυξάνεται, ασχέτως αν το υπόλοιπο δίκτυο “πρασινίζει”. Βεβαίως, οι διεθνείς πρωτοβουλίες δεν απουσιάζουν: Ο διοργανωτής του φετινού COP29, το Αζερμπαϊτζάν, θέσπισε την ‘Ημέρα Ψηφιοποίησης’ μαζί με μία διεθνή χάρτα για τη μείωση του περιβαλλοντικού αντίκτυπου της ψηφιακής μετάβασης. Χώρες με μεγάλο ψηφιακό αποτύπωμα, όπως η Κίνα και η Νότια Κορέα έχουν ήδη υιοθετήσει την πρωτοβουλία αυτή, μία εξέλιξη που δημιουργεί ένα κλίμα αισιοδοξίας, αν μη τι άλλο. Μολαταύτα, οι ίδιοι οι τεχνολογικοί κολοσσοί, οι οποίοι καλούνται να επενδύσουν στις μορφές ενέργειας που θα χρησιμοποιήσουν, δεν έχουν λάβει ακόμα μία σαφή θέση επί του θέματος.