Mια περίοδος βαθιάς κρίσης και εσωστρέφειας αρχίζει και επίσημα στην Eυρώπη, η οποία συμπίπτει χρονικά με την επιστροφή του Ντόναλντ Τραμπ στον Λευκό Οίκο. Και αν για τον Τραμπ το σύνθημα είναι να ξανακάνει την Αμερική Μεγάλη ουδείς αμφιβάλει ότι για την Γηραιά Ηπειρο πρέπει να είναι το ή Αλλάζει ή Βουλιάζει. Η κατάρρευση του κυβερνητικού συνασπισμού στο Βερολίνο, αν και δεν έπεσε ως κεραυνός εν αιθρία αποτυπώνει την κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει η Ευρώπη, αυτό που επί της ουσίας περιέγραφε πρόσφατα η έκθεση Ντράγκι. Η μεγαλύτερη οικονομία της ευρωζώνης βρίσκεται πλέον στο στόχαστρο του προστατευτισμού της δεύτερης προεδρίας Τραμπ ενώ ο έτερος πόλος της άλλοτε ευρωπαϊκής ατμομηχανής, η Γαλλία βρίσκεται σε κατάσταση λίμπο υπό την προεδρία Μακρόν με την κυβέρνηση Μπαρνιέ να ακροβατεί σε τεντωμένο σχοινί. Την ώρα μάλιστα που το κακό παιδί της Ευρώπης, ο ούγγρος πρωθυπουργός Βίκτορ Ορμπαν αναδεικνύεται σε κεντρικό συνομιλητή του Τραμπ δίνοντας ήδη στίγμα προθέσεων στη Σύνοδο της Βουδαπέστης με μηνύματα προς πάσα κατεύθυνση για την αμερικανική υποστήριξη αλλά και τον πόλεμο στην Ουκρανία. Στην πρόσφατη έκθεση ο πρώην επικεφαλής της ΕΚΤ προειδοποίησε ότι η Ευρώπη πρέπει να προβεί σε ριζικές μεταρρυθμίσεις και να αυξήσει τις επενδύσεις για να φτάσει τις Ηνωμένες Πολιτείες ή να αντιμετωπίσει μια οδυνηρή παρακμή. Ο Ντράγκι προσδιόρισε τις προκλήσεις που αντιμετωπίζει η Ευρωπαϊκή Ένωση: υποτονική οικονομική ανάπτυξη, επιβράδυνση της παραγωγικότητας, χαμηλή καινοτομία και αυξανόμενη εξάρτηση από άλλες χώρες για κρίσιμες πρώτες ύλες, συμπεριλαμβανομένης της Κίνας. Ιδιαίτερη ανησυχία για τον Ντράγκι στην 400σέλιδη έκθεσή του που δημοσιεύθηκε τον Σεπτέμβριο είναι το διευρυνόμενο χάσμα μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και της Ευρώπης όσον αφορά την οικονομική παραγωγή και την καινοτομία. Βέβαια προϋπόθεση για να αντιμετωπιστούν αυτές οι προκλήσεις είναι μια ενωμένη Ευρώπη κάτι που έχει πάψει προ καιρού να ισχύει και που πλέον επιδεινώνεται από αλλεπάλληλες πολιτικές κρίσεις.
Η κρίση στο Βερολίνο και η αδυναμία στο Ελιζέ
Ο καγκελάριος Ολαφ Σολτς προσπαθούσε να πείσει τους Γερμανούς ψηφοφόρους ότι ο διασπασμένος κυβερνητικός συνασπισμός του εξακολουθεί να είναι λειτουργικός όλοι όμως γνώριζαν ότι ήταν θέμα χρόνου η κατάρρευση του. Η πολιτική κρίση κορυφώθηκε όταν ο Σολτς απέπεμψε τον υπουργό Οικονομικών του, Κρίστιαν Λίντνερ, λέγοντας ότι ο πρόεδρος του φιλοεπιχειρηματικού κόμματος FDP αρνήθηκε την πρόταση να ανασταλούν οι κανόνες που περιορίζουν τον νέο δανεισμό, ώστε να καλυφθεί το έλλειμμα στον προϋπολογισμό του επόμενου έτους. Ο τρικομματικός συνασπισμός κατέρρευσε και ο Σολτς θα ζητήσει ψήφο εμπιστοσύνης στην κυβέρνησή του τον Δεκέμβριο με τις εκλογές πλέον να επισπεύδονται για τις 23 Φεβρουαρίου.
Τα δύο κύρια θέματα διαμάχης που ώθησαν τη συμμαχία στην κατάρρευση είναι το πώς θα καλυφθεί ένα έλλειμμα περίπου 8 δισεκατομμυρίων ευρώ στον ομοσπονδιακό προϋπολογισμό του 2025 και ποια πρόσθετα μέτρα χρειάζονται για να βγει η οικονομία από μια παρατεταμένη ύφεση. Η κυβερνητική αναταραχή έρχεται στον απόηχο της επανεκλογής του Ντόναλντ Τραμπ στις ΗΠΑ, η οποία αύξησε την προοπτική ενός νέου διατλαντικού εμπορικού πολέμου και οδήγησε σε επαναξιολόγηση την σχέση της Ευρώπης με την Ουάσιγκτον στον τομέα της άμυνας. Και το χειρότερο, η κατάρρευση του συνασπισμού έρχεται σε μια κρίσιμη συγκυρία όπου η Γερμανία παλεύει με την οικονομική στασιμότητα και την καθίζηση του μεταποιητικού της τομέα. Η οικονομία της Γερμανίας δεν έχει καταφέρει να ανακάμψει με σταθερότητα από την πανδημία και τον πόλεμο στην Ουκρανία, με ορισμένους οικονομολόγους να προβλέπουν ότι το 2024 η παραγωγή θα συρρικνωθεί για δεύτερη συνεχή χρονιά. Η κύρια αδυναμία είναι ο σημαντικός μεταποιητικός της τομέας, ο οποίος επιβαρύνεται από την αδύναμη εξωτερική ζήτηση, το υψηλό κόστος δανεισμού και μια σειρά διαρθρωτικών ζητημάτων στο εσωτερικό. Η συντηρητική συμμαχία CDU/CSU υπό τον Φρίντριχ Μερτς προηγείται σήμερα στις δημοσκοπήσεις με ποσοστό άνω του 30% των ψήφων και θα ήταν σε πλεονεκτική θέση για να κερδίσει μια πρόωρη εκλογική αναμέτρηση, επαναφέροντάς την στην εξουσία μετά την ήττα της από το SPD του Σολτς πριν από τρία χρόνια. Το SPD βρίσκεται με περίπου 16% στην τρίτη θέση, πίσω από την ακροδεξιά Εναλλακτική για τη Γερμανία που βρίσκεται στη δεύτερη θέση με περίπου 17%. Οι Πράσινοι βρίσκονται στο 11% περίπου στην τέταρτη θέση, ενώ ένα νέο ακροαριστερό κόμμα – η Συμμαχία Sahra Wagenknecht – είναι πέμπτο με 8% περίπου.
Όμως και η γαλλική οικονομία η δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία της Ευρωζώνης βρίσκεται σε αδιέξοδο. Η Γαλλία, ακύρωσε ορισμένα σχέδια δαπανών από τον προϋπολογισμό του 2025, προκειμένου να μετριάσει μέρος των τεράστιων επιπτώσεων από τα απροσδόκητα χαμηλά φορολογικά έσοδα. Το υπουργείο Οικονομικών θέλει να περιορίσει τις δαπάνες του κεντρικού κράτους σε περίπου 6 δισεκατομμύρια ευρώ, λιγότερες από ό,τι είχε αρχικά προγραμματίσει πριν από ένα χρόνο ενώ αναμένει το έλλειμμα του προϋπολογισμού να αυξηθεί στο 6,1% για το 2024. To γαλλικό χρέος έχει εκτοξευθεί στο 112% του ΑΕΠ από το 98% του 2019.
Το ερώτημα είναι λοιπόν πόσο πιο άσχημα θα γίνουν τα πράγματα. Οι Ευρωπαίοι κινδυνεύουν να υποφέρουν στρατηγικά, οικονομικά και πολιτικά από τις πολιτικές «Πρώτα η Αμερική» του Τραμπ, καθώς και από την απρόβλεπτη προσέγγιση του. Η αποδυνάμωση του ΝΑΤΟ, η ενίσχυση των εθνικιστών παντού, ένας διατλαντικός εμπορικός πόλεμος είναι μόνο μερικοί από τους σημαντικούς κινδύνους.
Επιπλέον, η Ευρώπη κινδυνεύει να συμπιεστεί σε μια εντεινόμενη εμπορική σύγκρουση ΗΠΑ-Κίνας, με την προοπτική να υποστεί έντονες πιέσεις από την Ουάσινγκτον για να περιορίσει τους οικονομικούς της δεσμούς με το Πεκίνο.
Η προοπτική σοβαρά τεταμένων διατλαντικών σχέσεων βρίσκει την Ευρώπη σε μια περίοδο μεγάλης αδυναμίας. Δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι οι χώρες της ΕΕ θα μπορέσουν να ενωθούν για να υπερασπιστούν κοινά συμφέροντα, αν μια κυβέρνηση των Ρεπουμπλικάνων προχωρήσει με δασμούς σε όλα τα ευρωπαϊκά αγαθά — ή αν ο Τραμπ προσπαθήσει να εγκαταλείψει την Ουκρανία και να κάνει μια συμφωνία με τον Ρώσο πρόεδρο Βλαντίμιρ Πούτιν για να τερματίσει τον πόλεμο με ταπεινωτικούς όρους για το Κίεβο. Ο Πολωνός πρωθυπουργός, Ντόναλντ Τουσκ, ένας από τους λίγους ισχυρούς κεντροδεξιούς ηγέτες της ΕΕ, δήλωσε το Σαββατοκύριακο ότι «Η Ευρώπη πρέπει επιτέλους να μεγαλώσει και να πιστέψει στη δική της δύναμη. Δεν είναι ο μόνος που ελπίζει ότι η νίκη του Τραμπ θα ωθήσει τους Ευρωπαίους να κάνουν περισσότερα συλλογικά για την άμυνά τους και να οικοδομήσουν έναν ισχυρότερο ευρωπαϊκό πυλώνα του ΝΑΤΟ. Η Γαλλία εδώ και καιρό πιέζει για μια τέτοια «στρατηγική αυτονομία», αλλά πολλές χώρες της ΕΕ παραμένουν επιφυλακτικές για οτιδήποτε θα μπορούσε να αποδυναμώσει τον διατλαντικό δεσμό.
(από την «Εστία της Κυριακής», 17 Νοεμβρίου 2024)