Μετά από δύο εβδομάδες πλούσιων παρασκηνιακών διεργασιών, η 29η Διεθνής Συνδιάσκεψη για το Κλίμα πέρασε στην ιστορία. Με δεδομένο το διακύβευμα των διαπραγματεύσεων, δηλαδή το ύψος για τη χρηματοδότηση της κλιματικής δράσης, και τις διεθνείς συγκυρίες, όπως η επανεκλογή Τραμπ και ο γεωπολιτικός ανταγωνισμός, το αποτέλεσμα του COP29 ήταν καθόλα αναμενόμενο. Πολύ πριν ξεκινήσει επισήμως το COP29 στο Μπακού, οι ανησυχητικές ενδείξεις ήταν εμφανείς. Αρχικά, η ψήφιση του Αζερμπαϊτζάν ως διοργανωτή της Συνδιάσκεψης είχε προκαλέσει αντιδράσεις ήδη από το 2023.

Όσοι είχαν παρακολουθήσει τις διαδικασίες του COP28 στα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα θυμούνται πως η επιλογή του Αζερμπαϊτζάν αποτελούσε έναν συμβιβασμό ανάμεσα στη Ρωσία και στα κράτη της ανατολικής Ευρώπης. Η πραγματοποίηση ενός διεθνούς forum για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής σε μία χώρα που βασίζεται στην παραγωγή ορυκτών καυσίμων θα ήταν ειρωνική, αν δεν είχαν προηγηθεί οι αντίστοιχες διοργανώσεις στα ΗΑΕ (2023), την Αίγυπτο (2022), καθώς και τη Βρετανία (2021). Ακόμα και η επόμενη διοργανώτρια, η Βραζιλία, αποτελεί τον μεγαλύτερο παραγωγό ορυκτών καυσίμων στη Λατινική Αμερική. Οφείλει κανείς να αναγνωρίζει πως το Μπακού δεν έκρυψε ποτέ τη θέση του σχετικά με τους υδρογονάνθρακες. Ο Πρόεδρος Ιλχάμ Αλίγιεφ έχει χαρακτηρίσει τα ορυκτά καύσιμα ως «δώρο Θεού», μία άποψη που ενστερνίζονται και αρκετοί ηγέτες άλλων κρατών με μεγάλη παραγωγή πετρελαίου ή φυσικού αερίου.

Δεν απαιτούνται ιδιαίτερες γνώσεις ή ικανότητες για να αντιληφθεί κανείς πως οι χώρες που στηρίζονται στις εξαγωγές ορυκτών καυσίμων έχουν συμφέρον να επιβραδύνουν ή και να σταματήσουν τις όποιες προσπάθειες για απανθρακοποίηση. Για παράδειγμα, η Σαουδική Αραβία άρχισε πριν λίγα χρόνια να ανησυχεί για το γεγονός ότι η οικονομία της βασίζεται σχεδόν αποκλειστικά στις ενεργειακές εξαγωγές και έχει προχωρήσει σε μία σειρά πρωτοβουλιών για να αλλάξει αυτή την πραγματικότητα. Παρά τις σημαντικές επενδύσεις σε άλλους τομείς, το Ριάντ συνεχίζει να εξαρτάται από τα εισοδήματα που εξασφαλίζουν τα ορυκτά καύσιμα, έχοντας μάλιστα επωμιστεί ένα σημαντικό χρέος προκειμένου να υλοποιήσει τη δική του απαγκίστρωση από τη βιομηχανία των υδρογονανθράκων. Ως εκ τούτου, η Σαουδική Αραβία και αρκετά άλλα κράτη που βρίσκονται σε παρόμοια ή και δεινότερη κατάσταση, έχουν κάθε λόγο να υπονομεύσουν τις προσπάθειες για τη διαμόρφωση μίας διεθνούς συναίνεσης σχετικά με την κλιματική αλλαγή. Όπως έχουν επισημάνει αρκετοί διαπραγματευτές, τόσο πριν την έναρξη του COP29, όσο και κατά τις εργασίες του, τα κράτη-παραγωγοί ορυκτών καυσίμων δρούσαν στο παρασκήνιο προκειμένου να αμβλύνουν ή να εξαφανίσουν τις αναφορές στην περσινή συμφωνία για μετάβαση από τους υδρογονάνθρακες.

Η πιο έντονη τριβή όμως καταγράφηκε μεταξύ των αναπτυγμένων και των αναπτυσσόμενων κρατών. Ο «παγκόσμιος βορράς», ο οποίος αναπτύχθηκε μέσω της καύσης υδρογονανθράκων τους προηγούμενους αιώνες, και ο «παγκόσμιος νότος», ο οποίος επιθυμεί να αναπτυχθεί αντίστοιχα ενώ απειλείται κρίσιμα από την κλιματική αλλαγή, έχουν εγκλωβιστεί στην ίδια διαμάχη εδώ και δεκαετίες. Για όσους έχουν παρακολουθήσει το θέμα, πέρα από το αν υπάρχει η ανθρωπογενής κλιματική αλλαγή, το ποιος την προκάλεσε και ποιος οφείλει να πληρώσει— κυριολεκτικά και μεταφορικά— το κόστος της, συνιστά το δεύτερο κεντρικό δίλημμα που πρέπει να απαντηθεί πριν την όποια κλιματική δράση σε διεθνές επίπεδο. Παράλληλα, οι προσεγγίσεις των δύο ομάδων κρατών αποκλίνουν δραματικά σε μία σειρά άλλων θεμάτων, από το ποιος είχε πρόσβαση στα διαθέσιμα εμβόλια κατά τη διάρκεια της πανδημίας, τις συγκρούσεις σε Ουκρανία και Μέση Ανατολή, μέχρι και τον εντεινόμενο προστατευτισμό εκ μέρους των πλουσιότερων κρατών που τόσες δεκαετίες πίεζαν τους φτωχότερους για ελεύθερο εμπόριο. Το αποτέλεσμα του COP29 δεν είναι η αιτία της διπλωματικής δυσαρέσκειας μεταξύ βορρά-νότου, ούτε καν η αφορμή, αλλά σίγουρα αποτελεί μία ακόμα σταγόνα σε ένα ποτήρι έτοιμο να ξεχειλίσει.

Τα 300 δισεκατομμύρια δολάρια ετησίως μέχρι το 2035 που συμφώνησαν να πληρώσουν τα πλουσιότερα κράτη είναι φυσικά προτιμότερα από το μηδέν ή τα 100 δις που συνιστούσαν την προηγούμενη συμφωνία. Ωστόσο, η τελική πληρωμή δεν πρέπει να θεωρείται δεδομένη. Η επιστροφή του Ντόναλντ Τραμπ στον Λευκό Οίκο δεν σηματοδοτεί απλώς τη μεταστροφή των ΗΠΑ από τις κλιματικές θέσεις του Τζο Μπάϊντεν, αλλά ενισχύει και την πολιτική δύναμη των “κλιματικών σκεπτικιστών” σε άλλα πλούσια κράτη, ειδικά στην Ευρώπη. Από την άλλη πλευρά, μία σειρά απαισιόδοξων οικονομικών μεγεθών τους τελευταίους μήνες, κυρίως λόγω του αυξανόμενου κλιματικού σκεπτικισμού και της κοινωνικής δυσαρέσκειας, έχει καταστήσει τις ιδιωτικές επενδύσεις στην πράσινη μετάβαση λιγότερο ελκυστικές. Αναπόφευκτα, αυτό θα επηρεάσει τη συμμετοχή των ιδιωτικών κεφαλαίων στη συνολική χρηματοδότηση που απαιτείται για την κλιματική δράση, μειώνοντας περαιτέρω τους διαθέσιμους πόρους. Δυστυχώς όμως, οι ανάγκες για την αντιμετώπιση των συνεπειών της κλιματικής αλλαγής αναμένονται να καταστούν πολύ πιο κοστοβόρες άμεσα, αν κρίνει κανείς με βάση όσα καταγράφηκαν το 2024.