Στα τέλη Σεπτεμβρίου, μετά από μήνες που δεν κατάφερε να επιτύχει τους στόχους ανάπτυξης της μετά την πανδημία, η κινεζική κυβέρνηση άρχισε να εφαρμόζει ένα ευρύ πακέτο οικονομικών μέτρων στήριξης. Αυτά περιλαμβάνουν την υποστήριξη της χρηματιστηριακής αγοράς, τη χαλάρωση της νομισματικής πολιτικής, την ανακεφαλαιοποίηση μεγάλων κρατικών τραπεζών και ορισμένα περιορισμένα δημοσιονομικά κίνητρα. Το συνολικό ποσό και οι λεπτομέρειες του πακέτου θα ανακοινωθούν μετά τις εκλογές στις ΗΠΑ, και η Επιτροπή του Λαϊκού Κογκρέσου της Κίνας θα συνεδριάσει στις αρχές Νοεμβρίου για να καθορίσει το ύψος του. Ο Αντιπρόεδρος του Υπουργείου Οικονομικών, Λιάο Μιν, χαρακτήρισε το πακέτο ως «μεγάλης κλίμακας». Με αυτά τα μέτρα, το Πεκίνο αναγνώρισε επιτέλους ότι η κινεζική οικονομία αντιμετωπίζει σοβαρά προβλήματα. Το «Όνειρο της Κίνας» — το όραμα του Προέδρου Σι Τζινπίνγκ για διπλασιασμό της οικονομίας μέχρι το 2035 και ευημερία για όλους — απομακρύνεται όλο και περισσότερο. Όμως ο Σι επιμένει στο μοντέλο του. Είναι σαφές πως το Κομμουνιστικό Κόμμα της Κίνας, όπως σχολιάζει σε ανάλυσή του το Foreign Affairs, έχει επενδύσει πολλά στη δημόσια διπλωματία και σε επιχειρήσεις επιρροής που έχουν σκοπό να κάνουν το παγκόσμιο κοινό να δει πιο θετικά το μη δημοκρατικό πολιτικό του μοντέλο και την κινεζική οικονομία, μια ανοιχτή αγορά με κλειστούς θεσμούς.
Η μεγαλύτερη βραχυπρόθεσμη πρόκληση της Κίνας είναι η αδύναμη εγχώρια ζήτηση, κυρίως λόγω έλλειψης εμπιστοσύνης από τους καταναλωτές. Όταν οι Κινέζοι αποφεύγουν να καταναλώσουν, συσσωρεύουν μετρητά, δημιουργώντας πλεόνασμα αποταμιεύσεων που, σε συνδυασμό με τις υπερβολικές κρατικές επενδύσεις σε «πολιτικά προνομιούχες» βιομηχανίες, επιδεινώνουν το σοβαρότερο δομικό πρόβλημα της χώρας: την υπερβάλλουσα βιομηχανική παραγωγή. Οι αλληλοενισχυόμενες δυναμικές της αδύναμης ζήτησης και της υπερβολικής παραγωγής δημιουργούν έναν οικονομικό φαύλο κύκλο από τον οποίο η Κίνα πρέπει να ξεφύγει για να αποφύγει τη στασιμότητα. Οι ηγέτες της Κίνας λένε ότι τα μέτρα στήριξης αποσκοπούν στην ενίσχυση της κατανάλωσης. Ωστόσο, με τον αποκλεισμό της άμεσης οικονομικής στήριξης στα νοικοκυριά, η κυβέρνηση δείχνει ότι παραμένει προσκολλημένη στην παλιά στρατηγική της για επενδύσεις μέσω του κράτους.
Στην καρδιά του προβλήματος της ζήτησης βρίσκεται μια κρίση εμπιστοσύνης που πηγάζει από τις ανησυχίες των Κινέζων για την οικονομική τους κατάσταση και το μέλλον. Το 2017, όταν ο Σι ανέλαβε τη δεύτερη θητεία του και ενίσχυσε τον έλεγχο του στην οικονομία, τα αστικά νοικοκυριά απολάμβαναν τους καρπούς δεκαετιών ισχυρής ανάπτυξης, με το διαθέσιμο εισόδημα να διπλασιάζεται περίπου κάθε οκτώ χρόνια. Σήμερα, οι νέες οικογένειες βλέπουν την αύξηση αυτή να επιβραδύνεται δραματικά. Μέχρι το 2024, το μέσο διαθέσιμο εισόδημα είχε αυξηθεί μόλις κατά 50% από το 2017, ενώ η πρόβλεψη για τον επόμενο διπλασιασμό εκτιμάται ότι θα χρειαστεί περίπου 15 χρόνια. Αυτή η επιβράδυνση σηματοδοτεί μια αλλαγή από τις κάποτε σταθερές προσδοκίες για οικονομικές ευκαιρίες σε μια νέα πραγματικότητα περιορισμένης ανάπτυξης και αυξανόμενων πιέσεων.
Πλέον στους στόχους «είναι η ενίσχυση των μακροοικονομικών μέτρων για την επέκταση της εγχώριας ζήτησης και η επίτευξη του φετινού στόχου για την αύξηση του ΑΕΠ» όπως δηλώνει το κινεζικό οικονομικό επιτελείο. «Στο μεταξύ το πακέτο τόνωσης πρέπει να συντονίζεται με τη νομισματική πολιτική για να προωθήσει την αναδιάρθρωση της οικονομίας, ιδιαίτερα για να ενισχύσει την εγχώρια ζήτηση, συμπεριλαμβανομένης της κατανάλωσης», σημείωσε ο ίδιος και πρόσθεσε: «Το εύρος αυτού του κύκλου μέτρων θα είναι αρκετά μεγάλης έκτασης».
Οι Κινέζοι αξιωματούχοι ενεργοποίησαν τις τελευταίες εβδομάδες τα πιο τολμηρά οικονομικά κίνητρα μετά την πανδημία, καθώς μία σειρά από αδύναμα οικονομικά στοιχεία έθεσαν το Πεκίνο σε κίνδυνο να χάσει τον στόχο που έχει θέσει για ετήσια ανάπτυξη της τάξης του 5%. Αν και η συγκεκριμένη δέσμη περιλάμβανε μειώσεις επιτοκίων, μεγαλύτερη ρευστότητα για τις τράπεζες και στήριξη του στεγαστικού τομέα, τα μέτρα, συμπεριλαμβανομένης της παρότρυνσης για εξομάλυνση του χρέους της τοπικής αυτοδιοίκησης, θεωρήθηκε ότι επικεντρώνονται περισσότερο στον περιορισμό των κινδύνων παρά στην τόνωση της ανάπτυξης.
Το πολυετές κραχ των ακινήτων στην Κίνα έχει «εξανεμίσει» δισεκατομμύρια δολάρια από τα νοικοκυριά, δημιουργώντας αποπληθωριστικές πιέσεις στην οικονομία, καθώς οι καταναλωτές γίνονται επιφυλακτικοί.
Άλυτα Προβλήματα
Τα πρόσφατα μέτρα στήριξης της κινεζικής κυβέρνησης φαίνεται να στοχεύουν και στην αποκατάσταση της εμπιστοσύνης μεταξύ της επιχειρηματικής ελίτ της χώρας. Η Λαϊκή Τράπεζα της Κίνας υιοθετεί μια στρατηγική παρόμοια με την ποσοτική χαλάρωση της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ, εστιάζοντας στις τιμές των χρηματοοικονομικών στοιχείων ενεργητικού με την ελπίδα να δημιουργήσει μια επίδραση πλούτου που θα εξαπλωθεί στην ευρύτερη οικονομία. Ωστόσο, η ποσοτική χαλάρωση «με κινεζικά χαρακτηριστικά» είναι απίθανο να επιλύσει τα μεγαλύτερα οικονομικά προβλήματα της Κίνας, καθώς κάνει ελάχιστα για να ενισχύσει την πραγματική ζήτηση των καταναλωτών. Οι νέοι κανονισμοί επιτρέπουν στους δανειολήπτες να αναχρηματοδοτήσουν τα στεγαστικά τους δάνεια, εκμεταλλευόμενοι τη μείωση του επιτοκίου αναφοράς για τα στεγαστικά δάνεια κατά μισή μονάδα, κάτι που εκτιμάται ότι θα εξοικονομήσει συνολικά περίπου 21 δισεκατομμύρια δολάρια ετησίως για περίπου 50 εκατομμύρια νοικοκυριά.
Αποφάσεις Άνωθεν
Ο Σι δεν αντιτίθεται στις απότομες ανατροπές πολιτικής, όπως έδειξε με την ξαφνική εγκατάλειψη της πολιτικής του «μηδενικού COVID» στα τέλη του 2022 και με τις μεταβαλλόμενες οικονομικές πρωτοβουλίες κατά τη διάρκεια της θητείας του. Ωστόσο, μια σταθερή γραμμή της ηγεσίας του είναι η αποστροφή προς τις άμεσες χρηματικές επιδοτήσεις, καθώς έχει υποστηρίξει ότι κάτι τέτοιο θα μπορούσε να εδραιώσει ένα κράτος πρόνοιας και να «θρέψει τεμπέληδες ανθρώπους». Ο Σι δίνει προτεραιότητα στη μετατροπή της Κίνας σε μια αυτάρκη παγκόσμια υπερδύναμη και επιδιώκει να είναι αυτός που θα αφήσει πίσω τον «αιώνα της ταπείνωσης» από τις Δυτικές δυνάμεις. Έτσι, το οικονομικό πακέτο είναι μόνο ένα μέσο για την επίτευξη του τελικού στόχου του Σι και δεν επιδιώκει την αύξηση της κατανάλωσης μέσω μεταφοράς πόρων στα νοικοκυριά. Η οικονομική κατεύθυνση που περιγράφεται στα μέτρα του πακέτου στήριξης δεν προσφέρει πολλά κίνητρα στις δυτικές κυβερνήσεις για να αναθεωρήσουν τους περιορισμούς στο εμπόριο ή τις εξαγωγές προς την Κίνα. Η τρέχουσα στρατηγική φαίνεται να έχει έναν σκοπό πέρα από την οικονομική ανάκαμψη: την ενίσχυση της ικανότητας της Κίνας να ανταγωνιστεί τη Δύση οικονομικά και στρατιωτικά.
Το πρόσφατο πακέτο οικονομικών κινήτρων της Κίνας ενδέχεται να επιτύχει προσωρινά κάποιους βραχυπρόθεσμους στόχους, όπως την άνοδο του χρηματιστηρίου, τη σταθεροποίηση της αγοράς ακινήτων και την προβλεπόμενη αύξηση του ΑΕΠ κατά πέντε τοις εκατό για το 2024. Ωστόσο, η προσέγγιση αυτή αποφεύγει να αντιμετωπίσει τα βαθύτερα διαρθρωτικά προβλήματα που περιορίζουν την κινεζική οικονομία, όπως η έλλειψη αύξησης των εισοδημάτων για τα νοικοκυριά και τα υψηλά ποσοστά αποταμίευσης που εμποδίζουν την καταναλωτική δαπάνη. Η απροθυμία της κυβέρνησης να παράσχει άμεση στήριξη στα νοικοκυριά δείχνει την εμμονή της σε πρωτοβουλίες με επίκεντρο το κράτος, αντί για πολιτικές που θα μπορούσαν να ενισχύσουν ουσιαστικά την εγχώρια κατανάλωση και να βοηθήσουν στην οικονομική εξισορρόπηση. Η μεσαία τάξη, που κάποτε επωφελείτο περισσότερο από το «οικονομικό θαύμα» της Κίνας, νιώθει πλέον οικονομική ανασφάλεια. Στα τελευταία σαράντα χρόνια, η Κίνα κατάφερε να άρει εκατομμύρια ανθρώπους από την ακραία φτώχεια και να οικοδομήσει μια ακμάζουσα μεσαία τάξη. Παρά την πρόοδο όμως, πολλά νοικοκυριά της μεσαίας τάξης νιώθουν ότι η οικονομική ανάπτυξη δεν μεταφράζεται σε σταθερή βελτίωση της ποιότητας ζωής τους. Η νέα γενιά, που εισέρχεται στην αγορά εργασίας σε μια εποχή επιβράδυνσης της ανάπτυξης και περιορισμένων ευκαιριών απασχόλησης, αντιμετωπίζει μεγάλα εμπόδια στην προσπάθειά της να βελτιώσει το βιοτικό της επίπεδο. Η ανεργία των νέων έχει ξεπεράσει το 17%, και το αυξανόμενο κόστος εκπαίδευσης και στέγασης καθιστά δύσκολο για τις νέες οικογένειες να διατηρήσουν το βιοτικό τους επίπεδο.
Για πρώτη φορά από την αρχή των οικονομικών μεταρρυθμίσεων, πολλά νοικοκυριά φοβούνται ότι το οικονομικό τους μέλλον μπορεί να μην βελτιωθεί — μια σημαντική μεταστροφή από την εποχή της ταχείας ανάπτυξης και των ευκαιριών. Με την ανασφάλεια στην εργασία και τη στασιμότητα στους μισθούς, όλο και περισσότεροι Κινέζοι στρέφονται σε θρησκευτικές πρακτικές, όπως οι επισκέψεις σε βουδιστικούς ναούς, που αυξήθηκαν κατά 300% το περασμένο έτος. Αυτή η στροφή προς την πνευματικότητα για σταθερότητα και καλή τύχη αντανακλά μια αυξανόμενη δυσπιστία απέναντι στις διαβεβαιώσεις της κυβέρνησης για κοινή ευημερία.
(από την εφημερίδα "ΕΣΤΙΑ")