την εξουσία, πρέπει να ληφθεί σοβαρά υπόψη. Και ότι η Ευρώπη και η Γερμανία πρέπει να επιδιώξουν συνομιλίες για να αποτρέψουν έναν πιθανό εμπορικό πόλεμο και να διασφαλίσουν ότι δεν θα βρεθούν όλοι χαμένοι από μια τέτοια εξέλιξη. Και κάπως έτσι ο Τραμπ βγαίνει σιγά σιγά από αυτόν τον ιδιότυπο απομονωτισμό που του είχαν επιβάλει οι Ευρωπαίοι μέχρι την 20η Ιανουαρίου που αναλαμβάνει και επισήμως καθήκοντα. Και το ερώτημα είναι ποιός θα κάνει το πρώτο βήμα συνεννόησης με τον Τραμπ. Θα είναι ο απερχόμενος Καγκελάριος Όλαφ Σολτς, που “καίγεται” για το μέλλον της γερμανικής αυτοκινητοβιομηχανίας; Θα είναι ο εξαιρετικά αποδυναμωμένος Γάλλος Πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν ή η Πρόεδρος της Κομισιόν Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, που υπήρξε το ευρωπαϊκό alter ego του Μπάιντεν;
Στο άλλο σημαντικό μέτωπο της Ουκρανίας. Η σιωπή του Τραμπ όσον αφορά την απόφαση του Μπάιντεν να δώσει το πράσινο φως στο Κίεβο ώστε να χρησιμοποιήσει πυραύλους μεγάλου βεληνεκούς για τον βομβαρδισμό ρωσικών εδαφών δεν συνιστά απαραιτήτως και έμμεση αποδοχή. Σύμφωνα με αναλυτές, ο νεοεκλεγείς Αμερικανός Πρόεδρος ενδεχομένως να επιθυμεί κατά αυτόν τρόπο να εισέλθει ο πόλεμος στην τελική ευθεία ώστε να κάτσουν όσο το δυνατόν γρηγορότερα Κίεβο και Μόσχα στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων. Η κίνηση Μπάιντεν θεωρείται πάντως υψηλού ρίσκου καθώς ναι μεν ενισχύει τη δύναμη πυρός της Ουκρανίας, όμως ταυτόχρονα δίδει και άλλοθι στην Μόσχα να απαντήσει αναλόγως, εντείνοντας τις επιχειρήσεις της επί του πεδίου.
Την ίδια ώρα η ΕΕ για μια ακόμη φορά παρουσιάζεται ασυνάρτητη, καταφεύγοντας στις γενικόλογες θέσεις περί στήριξης της Ουκρανίας. Στο Συμβούλιο Εξωτερικών Υποθέσεων της ΕΕ που πραγματοποιήθηκε λίγο μετά την απόφαση Μπάιντεν, οι Ευρωπαίοι δεν κατέληξαν σε κανένα απολύτως συμπέρασμα παρ ότι φυσικά γνώριζαν την κρισιμότητα της κατάστασης. Ο Ούγγρος ΥΠΕΞ Πέτερ Σιγιάρτο μπλόκαρε -επειδή απαιτείται ομοφωνία- – ακόμα και την πρόταση του ύπατου εκπροσώπου της ΕΕ για θέματα εξωτερικής πολιτικής Ζοζέπ Μπορέλ για οικειοθελή ενίσχυση της Ουκρανίας. Να μπορεί, δηλαδή, το κάθε κράτος να επιλέξει μόνο του πώς θα κινηθεί στο συγκεκριμένο θέμα. Πάντως τόσο η Γαλλία όσο και η Γερμανία δεν υποδέχθηκαν με ενθουσιασμό την απόφαση του απερχόμενου Αμερικανού Προέδρου, που πράγματι μπορεί να βάλει την Ευρώπη σε δυσάρεστες περιπέτειες.
Η Αθήνα πάντως διατρανώνει την έμπρακτη υποστήριξή της προς την Ουκρανία. Αυτό συνέβη και κατά επίσκεψη του νέου γ.γ του ΝΑΤΟ Μαρκ Ρούτε χθες στην Αθήνα, αφού όμως προηγήθηκε το ταξίδι του στην Άγκυρα και η συνάντησή του με τον Ερντογάν, ο οποίος σημειωτέον λίγες ώρες νωρίτερα είχε συνομιλήσει με τον Βλαντιμίρ Πούτιν. Σύμφωνα μάλιστα με την τουρκική προεδρία ο Ερντογάν είπε στον Πούτιν ότι στόχος είναι να επεκτείνουν την συνεργασία σε πολλούς τομείς, κυρίως να αυξήσουν τον όγκο του διμερούς εμπορίου. Επίσης επισημάνθηκε ότι η Τουρκία συνεχίζει τις προσπάθειές της να τερματίσει τις εντάσεις στην περιοχή και θα συνεχίσει να συμβάλλει στις ειρηνευτικές διαδικασίες. Και σε αυτό ακριβώς βρίσκεται όλη η ουσία. Διότι η Άγκυρα φαίνεται ότι επιθυμεί διακαώς να παίξει τον ρόλο του διαμεσολαβητή στις ειρηνευτικές συνομιλίες που θα ακολουθήσουν την τελική μάχη, καθώς είναι η μόνη χώρα του ΝΑΤΟ που έχει διατηρήσει καλές σχέσεις με την Μόσχα. Εξού και τα εγκωμιαστικά σχόλια του Ρούτε προς τον Ερντογάν. Ο Γενικός Γραμματέας επαίνεσε την Τουρκία για τη δέσμευσή της στη συλλογική ασφάλεια της Συμμαχίας. Τόνισε ότι η Τουρκία έχει τον δεύτερο μεγαλύτερο στρατό στο ΝΑΤΟ και ξοδεύει πάνω από το 2% του ΑΕΠ για την άμυνα. Συνεχάρη επίσης την Τουρκία για την επιτυχή ολοκλήρωση της διοίκησης της ειρηνευτικής αποστολής KFOR του ΝΑΤΟ στο Κοσσυφοπέδιο.
Όσον αφορά τον πόλεμο της Ρωσίας στην Ουκρανία, ο Ρούτε επαίνεσε την Τουρκία για τη σταθερή υποστήριξή της στην αμυντική βιομηχανία της Ουκρανίας με τα πυρομαχικά, το πυροβολικό και τη βοήθεια που χρειάζεται, παίζοντας επίσης βασικό ρόλο σε πρωτοβουλίες όπως η Συμφωνία για τα Σιτηρά της Μαύρης Θάλασσας και άλλες διπλωματικές προσπάθειες. Ούτε λόγος για το γεγονός ότι η Τουρκία είναι η μόνη χώρα του ΝΑΤΟ που δεν συναίνεσε στις δυτικές κυρώσεις κατά της Μόσχας. Αυτό είναι καλό να του ακούν και κάποιοι άλλοι στην Αθήνα, που επέλεξαν την διακοπή οποιασδήποτε επαφής με την Μόσχα παρά τις στενές σχέσεις που ένωναν διαχρονικά τις δύο χώρες και την ύπαρξη μια πολυπληθούς ελληνικής κοινότητος. Άλλο είναι η καταδίκη της εισβολής κι άλλο η συστράτευση με χώρες όπως η Πολωνία, η οποία ωστόσο ουδέποτε έδειξε το ίδιο ενδιαφέρον για τον τουρκικό κατοχικό στρατό που παραμένει στην Κύπρο εδώ και 50 χρόνια.