μέσα στο έτος που η κυβέρνηση προσφεύγει σε μία τέτοια μέθοδο, όπου μέσω τροφοδοτούμενων (από την βιομηχανία) επιδοτήσεων προσπαθεί να συγκρατήσει τις τιμές.
Όμως, όπως έχουμε κατ´ επανάληψη επισημάνει μέσα από την στήλη, η διαρκής εφαρμογή επιδοτήσεων στην αγορά ηλεκτρισμού, (με επιβάρυνση των προμηθευτών) σε επίπεδο καταναλωτή, πέρα του ότι αντιβαίνει τους κανόνες ομαλής λειτουργίας της αγοράς και καταστρατηγεί κάθε έννοια ανταγωνισμού, που αποτελεί βασικό πυλώνα της εσωτερικής αγοράς της ΕΕ, δεν πρόκειται να λύσει το πρόβλημα.
Αλήθεια, γατί η κυβέρνηση δεν αποφασίζει για ένα μήνα, έτσι για δοκιμή, να επιδοτήσει τις τιμές μέσω των εσόδων του «πράσινου ταμείου»; Αυτή θα ήταν μια πλέον ειλικρινής αντιμετώπιση του προβλήματος και θα αποτελούσε έμπρακτο παράδειγμα της χρησιμότητας του Ταμείου στην αντιμετώπιση «έκτακτων» αναγκών.
Οι μεθοδεύσεις της κυβέρνησης για έλεγχο των τιμών μέσω επιδοτήσεων, δημιουργούν δυο σοβαρές παρενέργειες. Πρώτον, υποχρεώνουν τους προμηθευτές να μεταφέρουν μέρος των έκτακτων φορολογικών βαρών τους στις τιμές λιανικής, συνεχίζοντας έτσι ένα φαύλο κύκλο. Δεύτερον, αναβάλλεται επ´ αόριστον η λήψη πλέον ρηξικέλευθων μέτρων στην χονδροεμπορική αγορά με στόχο την βελτίωση τού ανταγωνισμού μεταξύ των βασικών παικτών της αγοράς. Μόνο με την εμπέδωση συνθηκών ενός υγιούς ανταγωνισμού στην χονδρεμπορική αγορά ηλεκτρισμού υπάρχει πιθανότητα να δούμε χαμηλότερες τιμές.
Ενώ παράλληλα θα υποχρεωθεί η κυβέρνηση να αναζητήσει τους πραγματικούς λόγους γιατί το κόστος του ηλεκτρισμού στην Ελλάδα έχει εκτοξευθεί το τελευταίο διάστημα σε πρωτόγνωρα επίπεδα. Με τους λόγους αυτούς, πέρα από την έλλειψη σοβαρού ανταγωνισμού στην χονδρεμπορική, να έχουν άμεση σχέση με την ανισομερή σύνθεση του ηλεκτροπαραγωγικού μείγματος, τις ακριβές σε τελικό επίπεδο ΑΠΕ, στο ακριβότερο και καθ´ ολοκληρία εισαγόμενο φυσικό αέριο και στη μείωση συμμετοχής του εγχώριου φθηνού λιγνίτη. Με το υψηλό κόστος στην προμήθεια ενέργειας να είναι αυτό που σε μεγάλο βαθμό καθορίζει το προφίλ των τιμών στο ΕΧΕ.