Σε αρκετά δισεκατομμύρια υπολογίζονται οι συνέπειες στην ελληνική οικονομία του ρωσο - ουκρανικού πολέμου, οι οποίες διαχέονται σε πολλούς κλάδους και έχουν ως κεντρική αφετηρία το ενεργειακό ζήτημα.
Ο ρωσο-ουκρανικός πόλεμος σήμερα συμπληρώνει 1.008 ημέρες και για την ώρα όχι μόνο δεν υπάρχει κάποια χαραμάδα αισιοδοξίας για τον τερματισμό του, αλλά η κλιμάκωσή του και από τις δύο πλευρές, με τη χρήση πυραύλων μεγάλου βεληνεκούς, προκαλεί παγκόσμια αγωνία, καθώς ουδείς μπορεί να πει με σιγουριά πώς θα εξελιχθεί.
Η έρευνα της «Ν» επιχειρεί να κωδικοποιήσει τις συνέπειες στην ελληνική οικονομία σε μακροοικονομικό επίπεδο, καθώς και στην πραγματική οικονομία.
Η μεγαλύτερη επίπτωση εντοπίζεται στον ενεργειακό τομέα, όπου οι κυρώσεις στη Ρωσία που αποφάσισε η Ε.Ε. οδήγησαν στη δραστική μείωση των ποσοτήτων φυσικού αερίου που προμηθευόταν έως τις αρχές του 2022 η χώρα μας από τη Ρωσία και την υποκατάστασή τους από το πολύ ακριβότερο LNG.
Ακόμη, όσο το ρωσικό πετρέλαιο είναι σε εμπάργκο -αν και κατά καιρούς ξένα ΜΜΕ έχουν αποκαλύψει ότι ακόμα και οι ΗΠΑ προμηθεύονται ρωσικό πετρέλαιο, μέσω Ινδίας- διατηρεί τις τρέχουσες τιμές υψηλότερα σε σχέση με το επίπεδο που θα ήταν εάν οι ροές του ρωσικού πετρελαίου ήταν κανονικές.
Η εκτόξευση των τιμών του φυσικού αερίου και του πετρελαίου οδήγησε σε διεύρυνση του εμπορικού ελλείμματος και συνολικά του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών της χώρας, αφού αυξήθηκε αισθητά η δαπάνη για εισαγωγές καυσίμων. Συγχρόνως προκλήθηκαν αλυσιδωτές επιπτώσεις σε όλους τους κλάδους της οικονομίας, καθώς αυξήθηκε το ενεργειακό κόστος και ειδικά το κόστος των ενεργοβόρων βιομηχανιών, με επίπτωση στις τιμές και στην παραγωγή.
Ο πόλεμος περιόρισε επίσης τις εξαγωγές των ουκρανικών σιτηρών, πυροδοτώντας ανατιμήσεις στην αλυσίδα διατροφής και συγκεκριμένα σε εκατοντάδες τρόφιμα για τα οποία τα σιτηρά αποτελούν βασικό ή όχι συστατικό.
Προκύπτουν έτσι οι επιβαρύνσεις στον πληθωρισμό, ο οποίος κινήθηκε και κινείται σε επίπεδα υψηλότερα από τα συνήθη.
Ακόμη, η ελληνική οικονομία λόγω του πολέμου και των κυρώσεων στερήθηκε περίπου 3 δισ. ευρώ λόγω της απουσίας Ρώσων και Ουκρανών τουριστών.
Φυσικά, σε κάθε κρίση υπάρχουν και οι ωφελημένοι. Αρχικά ο κρατικός προϋπολογισμός που εισπράττει υπερ-έσοδα από τον ΦΠΑ επί των πληθωριστικών τιμών ενεργειακών ή μη αγαθών. Ακολούθως ωφελήθηκαν οι κλάδοι που πωλούν αγαθά και υπηρεσίες σε αυξημένες τιμές, όπως οι ενεργειακές εταιρείες και οι αλυσίδες λιανικής.
Επιπτώσεις
Οι σημαντικές ανατιμήσεις, ειδικά στα τρόφιμα, η πολύ μεγάλη αύξηση του ελλείμματος στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, η… εξοικείωση νοικοκυριών και επιχειρήσεων με το ενδεχόμενο απότομων ανατιμήσεων στα ενεργειακά προϊόντα, είναι μερικές από τις βασικές συνέπειες του πολέμου των 1.000 (και πλέον) ημερών στην Ουκρανία. Χωρίς να μπορεί να πέσει στο συγκεκριμένο γεγονός ολόκληρο το… ανάθεμα για την πληθωριστική και την ενεργειακή κρίση, οι οποίες τελικώς έφεραν και την αύξηση του κόστους του χρήματος, είναι δεδομένο το μεγάλο μερίδιο: έκρηξη στις τιμές του φυσικού αερίου, τεράστιες ανατιμήσεις στα σιτηρά, επιπτώσεις στις τιμές του ηλεκτρικού ρεύματος (οι οποίες συνεχίζονται ακόμη και σήμερα). Ήταν όλες οι εξελίξεις για την ελληνική οικονομία δυσμενείς; Υπάρχει και η άλλη… ανάγνωση. Ως θετική «παρενέργεια» μπορεί να εκληφθεί η επιτάχυνση των επενδύσεων για την παραγωγή ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, αλλά και δρομολόγηση κινήσεων στην κατεύθυνση της «απεξάρτησης» από το ρωσικό αέριο. Αυτές οι επενδύσεις θα αποτελέσουν και τη βάση για την προσπάθεια να αυξηθεί ο βαθμός ενεργειακής αυτονομίας της χώρας. Από την άλλη, ο πληθωρισμός μπορεί να επηρέασε το διαθέσιμο εισόδημα των πολιτών εξαϋλώνοντας το όφελος από τις ονομαστικές αυξήσεις των εισοδημάτων, ταυτόχρονα όμως έφερε και αύξηση του ονομαστικού ΑΕΠ, συμβάλλοντας στην πολύ μεγάλη αποκλιμάκωση της αναλογίας του χρέους προς το ΑΕΠ. Ο πληθωρισμός επηρέασε επίσης ανοδικά και τα δημόσια έσοδα της χώρας. Προφανώς και η αύξηση των ηλεκτρονικών πληρωμών έπαιξε κεντρικό ρόλο στην ενίσχυση των εσόδων από τον ΦΠΑ, όμως και η άνοδος των τιμών δεν μπορεί να θεωρηθεί αμελητέος παράγοντας.
-Πληθωρισμός: Οι περισσότεροι αναλυτές κατατάσσουν την άνοδο των τιμών στις μεγαλύτερες επιπτώσεις του πολέμου. Προφανώς, η άνοδος των τιμών κατά περίπου 13% (σ.σ. αυτή είναι η μεταβολή του γενικού δείκτη τιμών καταναλωτή από τον Φεβρουάριο του 2022 μέχρι τον Οκτώβριο του 2024) δεν μπορεί να αποδοθεί εξ ολοκλήρου στον πόλεμο στην Ουκρανία. Δεν πρέπει να παραγνωρίζεται ότι η παγκόσμια οικονομία έβγαινε εκείνη την περίοδο από τα lockdowns, οπότε ήταν δεδομένο ότι η «επανεκκίνηση» θα δημιουργούσε ανατιμητικές τάσεις. Από την άλλη, σημαδιακές ανατιμήσεις όπως αυτές στο φυσικό αέριο (η τιμή έφτασε τον Αύγουστο του 2022 μέχρι και τα 340 ευρώ ανά μεγαβατώρα) ή του σιταριού (καταγράφηκε ιστορικό υψηλό της τάξεως των 1.180 δολαρίων) είναι βασικοί λόγοι για το ξέσπασμα της ενεργειακής κρίσης, αλλά και της κρίσης πληθωρισμού, ειδικά στα τρόφιμα. Και μπορεί ο πληθωρισμός πλέον να έχει «συμμαζευτεί» κοντά στα προ κρίσης επίπεδα (σ.σ. η φετινή χρονιά θα κλείσει στην Ελλάδα με τον πληθωρισμό κοντά στo 2,8%), όμως συγκριτικά με την έναρξη του πολέμου οι τιμές των τροφίμων είναι υψηλότερες κατά 23%. Επομένως, το πρόβλημα πλέον δεν έχει να κάνει με τον πληθωρισμό, αλλά με την ακρίβεια.
-Ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών: Το έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών αποτελεί ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα της ελληνικής οικονομίας και η γιγάντωσή του ταυτίζεται χρονικά με την έναρξη του πολέμου στην Ουκρανία. Τα επίσημα στοιχεία της ΤτΕ δείχνουν ότι το 2022 καταγράφηκε το μεγαλύτερο έλλειμμα από την έναρξη της οικονομικής κρίσης στην Ελλάδα, καθώς εκτοξεύτηκε -κυρίως λόγω της ενεργειακής κρίσης- στα 21,22 δισ. ευρώ. Τα χρόνια που ακολούθησαν έδειξαν ότι το πρόβλημα δεν ήταν καθόλου συγκυριακό. Μια σειρά από παράγοντες που συνδέονται, άμεσα ή έμμεσα, με το Ουκρανικό έχουν φέρει το έλλειμμα ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών στα επίπεδα του 7% του ΑΕΠ και μάλιστα χωρίς να φαίνονται σημάδια αποκλιμάκωσης στον ορίζοντα. Στις πρόσφατες προβλέψεις της η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εκτιμά ότι φέτος το έλλειμμα θα διαμορφωθεί στο 7,1% του ΑΕΠ, για να αυξηθεί στο 7,5% το 2025 και να διαμορφωθεί στο 7,2% το 2026. Προφανώς, το πρόβλημα δεν συνδέεται αποκλειστικά με τα γεγονότα στην Ουκρανία. Όμως ο πόλεμος αποτελεί έναν από τους βασικούς λόγους. Αφενός διότι με αυτόν συνδέθηκε η εκτόξευση της τιμής του πετρελαίου και του φυσικού αερίου, αφετέρου οι υψηλές τιμές της ενέργειας ήταν μία από τις αιτίες στις οποίες αποδόθηκε -μαζί με τις εκρηκτικές ανατιμήσεις σε ορισμένα βασικά είδη διατροφής, όπως είναι τα σιτηρά- η παγκόσμια πληθωριστική κρίση. Το 2023 το έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών περιορίστηκε αισθητά λόγω της αποκλιμάκωσης των τιμών (διαμορφώθηκε στα 13,93 δισ. ευρώ από 21,22 δισ. ευρώ το 2022), όμως φέτος έχει πάρει και πάλι την ανιούσα. Το 7μηνο για το οποίο υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία ανεβάζει το έλλειμμα στα 8,57 δισ. ευρώ, περίπου 1,3 δισ. ευρώ παραπάνω συγκριτικά με το 7μηνο του 2023.
-Δημόσιο χρέος: Όλη η απομείωση της αναλογίας του χρέους προς το ΑΕΠ από το 2020 (οπότε και κορυφώθηκε στο 209%) μέχρι και σήμερα (που προσγειώνεται στο 154%) έχει προέλθει από τον… παρονομαστή και όχι τον αριθμητή. Η πραγματική ανάπτυξη έχει βοηθήσει, όπως επίσης και η συγκράτηση του χρέους. Όμως, την περισσότερη δουλειά την έχει κάνει ο πληθωρισμός, ο οποίος και θα φέρει το ονομαστικό ΑΕΠ στα 247 δισ. ευρώ στο τέλος του 2025.
Επενδύσεις: Η αύξηση των επενδύσεων θεωρούνταν δεδομένη από τη στιγμή που έπεσαν οι υπογραφές για το Ταμείο Ανάκαμψης. Αυτό στο οποίο συνέβαλε ο πόλεμος της Ουκρανίας ήταν η επιτάχυνση των διαδικασιών για την παραγωγή ανανεώσιμων πηγών ενέργειας. Χωρίς να μπορεί κανείς να ποσοτικοποιήσει το συμπέρασμα, είναι δεδομένο ότι το ενδιαφέρον αυξήθηκε κατακόρυφα μετά την εκτόξευση των τιμών του ηλεκτρικού ρεύματος, αλλά και του φυσικού αερίου. Στην κατεύθυνση της απεξάρτησης από το ρωσικό αέριο εντάσσονται και οι επενδύσεις για την υποδομή του υγροποιημένου αερίου, τόσο στην Αττική όσο και στην Αλεξανδρούπολη.