Το άλμα των τιμών οφείλεται κατά κύριο λόγο στην απόφαση των κινέζων ιθυνόντων να περιορίσουν τις εξαγωγές αντιμονίου, στο πλαίσιο της νέας πολιτικής του Πεκίνου που έγκειται στην ενίσχυση της εθνικής ασφάλειας της χώρας μέσω του συγκράτησης της παραγωγής του ορυκτού, εντός συνόρων.
Καθώς η Κίνα είναι κυρίαρχη δύναμη στην εξόρυξη αντιμονίου και ελέγχει το 50% της παγκόσμιας εξόρυξης και το 80% της παγκόσμιας παραγωγής, επηρεάζει τις κινήσεις άλλων χωρών. Οι ΗΠΑ εξαρτώνται από δεκαετιών στις εισαγωγές αντιμονίου από την Κίνα και η νέα εξαγωγική πολιτική της στο ζωτικής σημασίας ορυκτό, απειλούν την αμερικανική πολεμική βιομηχανία. Αλλά και στην Γερμανία, η εξάντληση των αποθεμάτων αντιμονίου απειλεί να αφήσει, πρακτικά, τη χώρα χωρίς πυρομαχικά σε περίπτωση πολέμου.
Τον περασμένο Μάρτιο, η Ε.Ε. αποφάσισε να κινητοποιηθεί και να διαθέσει 500.000.000 ευρώ στο πλαίσιο της Πράξης Υποστήριξης της Παραγωγής Πυρομαχικών (ASAP) που αφορά στην αύξηση της παραγωγικής δυναμικότητας σε βλήματα πυροβολικού έως και το 2025.
Στο πρόβλημα που αντιμετωπίζουν οι δυτικές δημοκρατίες, με έμφαση στην Ευρώπη, θα πρέπει να προσθέσουμε και το ζήτημα του υψηλού κόστους και της ανεπαρκούς –στα όρια της ανυπαρξίας- χρηματοδότησης των εξορυκτικών δραστηριοτήτων που απειλούν να υπονομεύσουν (περαιτέρω)την ανταγωνιστικότητα και την γεωπολιτική σταθερότητα της Ευρώπης.
Δεν έχει περάσει πολύς καιρός από την ημέρα που ισχυρός άνδρας του Ομίλου Metlen, Ευάγγελος Μυτιληναίος ζήτησε δημόσια από την Κομισιόν να αναλάβει δράση για τη στήριξη της ευρωπαϊκής βιομηχανίας προκειμένου να παίξει τον ρόλο παρόχου κρίσιμων πρώτων υλών, επαναφέρει στο προσκήνιο την αξιοποίηση των σπάνιων γαιών για τις οποίες υπάρχουν σαφείς ενδείξεις πως διαθέτει η χώρα μας.
Η Ευρώπη με το σχέδιο που έχει καταρτίσει για τις κρίσιμες πρώτες ύλες (The European Critical Raw Materials Act), σε αντίθεση με τις ΗΠΑ, δεν επιδοτεί τις εξορυκτικές επιχειρήσεις, στοχεύοντας ωστόσο θεωρητικά να διασφαλίσει τον ασφαλή και βιώσιμο εφοδιασμό της ευρωπαϊκής βιομηχανίας με κρίσιμες πρώτες ύλες και να μειώσει σημαντικά την εξάρτηση της ΕΕ από εισαγωγές από προμηθευτές μίας μόνο χώρας.
Εξίσου επίκαιρη είναι η πρόσφατη δήλωση για το θέμα, του προέδρου του Συνδέσμου Μεταλλευτικών Επιχειρήσεων, Κωνσταντίνου Γιαζιτζόγλου, ο οποίος ότι η η κρισιμότητα και η στρατηγική σημασία των ορυκτών πρώτων υλών δεν εξαντλείται στην σπανιότητά τους και στο κόστος απόκτησης. Ακόμα και ορυκτά που δεν σπανίζουν και μπορούν να υποκατασταθούν σχετικά εύκολα, επηρεάζουν σημαντικά παραγωγικές ή και εφοδιαστικές αλυσίδες. Κατά συνέπεια η εξόρυξη δεν μπορεί παρά να θεωρείται μία από τις πλέον κρίσιμες και εθνικά σημαντικές δραστηριότητες.
«Παρόλο που η Ευρώπη καταναλώνει σε ετήσια βάση αρκετές εκατοντάδες εκατομμύρια τόνους ορυκτών, τις τελευταίες δεκαετίες εδραιώθηκε η αντίληψη ότι μπορούμε να προμηθευτούμε αυτά τα ορυκτά από κάποιες τρίτες χώρες, αποφεύγοντας την όχληση που η εξόρυξη, όπως και κάθε άλλη ανθρώπινη δραστηριότητα, μοιραία προκαλεί» τόνισε ο πρόεδρος του ΣΜΕ. «Με δεδομένο το νομικό πλαίσιο, τις βασικές παραμέτρους του κόστους παραγωγής, αλλά και την νοοτροπία μας, ως Ευρωπαίοι έχουμε έναν πολύ δύσκολο και ανηφορικό δρόμο να διανύσουμε, για να επαναφέρουμε την παραγωγή ορυκτών πρώτων υλών στα επίπεδα που θα μας διασφαλίσουν επάρκεια και κατά συνέπεια ασφάλεια και ανεξαρτησία», είπε χαρακτηριστικά ο επικεφαλής του ΣΜΕ.
Και ενώ είναι αδιαμφισβήτητος ο καίριος ρόλος των στρατηγικών ορυκτών και μετάλλων, όπως το αντιμόνιο, στην Ελλάδα, εξακολουθούμε να ομφαλοσκοπούμε. Σημειώνουμε, ενδεικτικά, την ένταση, και τις επιφυλάξεις ισχυρής μειοψηφίας πολιτών στην Χίο για το θέμα, προτάσσοντας –τί άλλο- τις επιπτώσεις της εξόρυξης του μετάλλου για το περιβάλλον.
Στο θέμα παρενέβη και η Υφυπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας, Αλεξάνδρα Σδούκου η οποία υποστήριξε ότι το αντιμόνιο θεωρείται ένα περιζήτητο ορυκτό, επειδή έχει ευρεία χρήση στην παραγωγή προϊόντων υψηλής τεχνολογίας στη βιομηχανία.
«Η συζήτηση που κάνουμε περί αξιοποίησης αφορά στο τοπικό συμφέρον που σαφώς είναι προτεραιότητά μας, αλλά αφορά και στην Ελλάδα και στην Ευρώπη γενικότερα. Αυτές οι επενδύσεις, είναι δύσκολες δραστηριότητες», είπε χαρακτηριστικά και πρόσθεσε ότι από το 2014 γίνεται προσπάθεια να καταγραφούν ποια είναι τα αναξιοποίητα μεταλλευτικά αποθέματα της χώρας, ανάλογα με τη σπουδαιότητά τους. «Μέσα στη λίστα υπάρχει και το πιθανό κοίτασμα του αντιμονίτη. Η αξιοποίηση γινόταν στη Χίο, ήδη από τη δεκαετία του ’80. Στο υπουργείο έχουμε δύο αρχές, οτιδήποτε σχεδιάζουμε το κάνουμε πολύ προσεκτικά, αυστηρά, υπεύθυνα.»