Από την πλευρά του ο Άσαντ απευθύνθηκε στη λιβανική Χεζμπολάχ, το Ιράν και τη Ρωσία, η οποία απέστειλε δυνάμεις (κυρίως αεροπορικές) το 2015.
Το παιχνίδι "γύρισε" το 2016 με την ανακατάληψη του ανατολικού Χαλεπίου από τις κυβερνητικές δυνάμεις και τους συμμάχους τους, ενώ από το 2020 η σύγκρουση ήταν ουσιαστικά "παγωμένη" κατόπιν συνεννοήσεων μεταξύ Ερντογάν και Πούτιν στο πλαίσιο της τριμερούς (Τουρκία, Ρωσία, Ιράν) "Διαδικασίας της Αστάνα”.
Το συριακό "μωσαϊκό" περιλαμβάνει το τμήμα που ελέγχεται από την κυβέρνηση της Δαμασκού, με τη βοήθεια και των συμμάχων της, και το οποίο συγκεντρώνει το μεγαλύτερο τμήμα του πληθυσμού, τις πέραν του Ευφράτη περιοχές που ελέγχονται από την κουρδική θυγατρική του ΡΚΚ με τη στήριξη Αμερικανών πεζοναυτών, καθώς και τον θύλακα της Ίντλιμπ, όπου έχουν καταφύγει ποικίλες αντικαθεστωτικές οργανώσεις, κυρίως τζιχαντιστικές, κάποιες με σχέσεις με την Τουρκία.
Υπενθυμίζεται ότι στην περιοχή της Ίντλιμπ λειτουργούν βάσει των συμφωνιών της Αστάνα τουρκικά στρατιωτικά παρατηρητήρια, ενώ υπό άμεση τουρκική κατοχή βρίσκονται, έπειτα από τρεις διαδοχικές επεμβάσεις παραμεθόριες περιοχές όπως το Αφρίν. Για την ακρίβεια, η κατάληψή του ήταν το αντάλλαγμα προκειμένου να συγκατατεθεί ο Ερντογάν στην ανακατάληψη του ανατολικού Χαλεπίου.
Την εικόνα συμπληρώνουν τα απομεινάρια του ISIS που βρίσκονται στην έρημο της παραμεθορίου με το Ιράκ και βέβαια τα Υψώματα του Γκολάν, τα οποία καταλήφθηκαν από το Ισραήλ στον Πόλεμο των Έρξι Ημερών το 1967 και έχουν παρανόμως εποικισθεί και προσαρτηθεί.
Επιστροφή στο σήμερα: η έφοδος που εξαπέλυσαν αιφνιδιαστικά το πρωί της Τετάρτης από την Ίντλιμπ οι αντάρτες της Χαγιάτ Ταχρίρ αλ Σαμ (πρώην αλ Νούσρα, δηλ. το συριακό παρακλάδι της Αλ Κάιντα) και συμμαχικές ομάδες, φθάνοντας μέσα σε τρία 24ωρα μέχρι το Χαλέπι, τη δεύτερη μεγαλύτερη πόλη της Συρίας, έρχεται σε μία συγκυρία διόλου αθώα και ενώ έχουν επέλθει σημαντικές αλλαγές στο τοπίο.
Οι αραβικές μοναρχίες έχουν βέβαια αποσυρθεί από τον αγώνα κατά του Άσαντ και έχουν μάλιστα υποδεχθεί εκ νέου την Συρία στον Αραβικό Σύνδεσμο. Το ενδιαφέρον τους μοιάζει στραμμένο (μετά την συμφιλίωση Σαουδικής Αραβίας και Ιράν, έπειτα από κινεζική μεσολάβηση) στη σταθεροποίηση της περιοχής και την ανάπτυξη των οικονομικών σχέσεων με τις χώρες BRICS.
Από την άλλη πλευρά, η σχέση του Άσαντ με τη Ρωσία, το Ιράν και τη Χεζμπολλάχ εμφάνιζε σημάδια χαλάρωσης. Σε κάθε περίπτωση, η Ρωσία είναι απορροφημένη από τον πόλεμο στην Ουκρανία και έχει μειώσει το στρατιωτικό της αποτύπωμα στη Συρία, η Χεζμπολάχ (η οποία αποδεικνύεται και αναδρομικά ότι έκανε τη διαφορά επί του εδάφους) γλύφει τις πληγές της εν οίκω μετά τη σύγκρουση με το Ισραήλ, ενώ το Ιράν βρίσκεται με το χέρι στη σκανδάλη για την προαναγγελθέντα αντίποινα κατά του εβραϊκού κράτους ("Αληθής Επαγγελία 3"), τα οποία, πολύ χαρακτηριστικά, αργεί να εξαπολύσει.
Εσωτερικά, η κυβέρνηση της Συρίας είναι αποδυναμωμένη από τις ευρω-αμερικανικές κυρώσεις που έχουν δημιουργήσει μια οικονομική κατάσταση δυσκολότερη και από αυτήν των ημερών του εντονότερου πολέμου, ενώ η εξαπλωμένη διαφθορά αποξενώνει τον πληθυσμό (αλλά και καθιστά ευάλωτο το κράτος στους σχεδιασμούς των αντιπάλων του).
Το Ισραήλ έχει πυκνώσει τις επιθέσεις από αέρος εναντίον στόχων στη συριακή επικράτεια, είτε αφορούν θέσεις των Ιρανών Φρουρών της Επανάστασης και της Χεζμπολλάχ είτε και του κυβερνητικού στρατού, φθάνοντας μέχρι τα αεροδρόμια της Δαμασκού και του Χαλεπίου, τις συνοριακές διαβάσεις με τον Λίβανο, την Ίντλιμπ, ακόμη και τα περίχωρα της ρωσικής βάσης του Χμέιμιμ. Σε όλα αυτά, η πολιτική της Μόσχας ήταν αυτή της μη ανάμιξης στην συρο-ισραηλινή σύγκρουση που αντιμετωπίζεται ως διακριτή από τη "αντιτρομοκρατική αποστολή" των ρωσικών δυνάμεων.
Στόχος της ισραηλινής πλευράς και των δυτικών συμμάχων της είναι η αποκοπή της εδαφικής συνέχειας του "άξονα της Αντίστασης", από το Ιράν μέχρι τα βόρεια σύνορα του Ισραήλ, και εν προκειμένω η παρεμπόδιση της ανασυγκρότησης της Χεζμπολάχ μέσω μεταφοράς οπλισμού από το συριακό έδαφος. Το ότι η αναζωπύρωση του μετώπου στη βόρεια Συρία ήρθε μόλις μία ημέρα μετά τη σύναψη εκεχειρίας μεταξύ Ισραήλ και Λιβάνου μάλλον δεν είναι τυχαίο.
Αλλά ο παίκτης τον οποίο πολλοί κατονομάζουν ως τον κατεξοχήν υπεύθυνο για αυτή την αναζωπύρωση είναι η Τουρκία. Είναι άλλωστε περίπου τρία εκατομμύρια οι Σύροι πρόσφυγες οι οποίοι διαβιούν στην Τουρκία εδώ και μία δεκαετία και αρκετοί από αυτούς λαμβάνουν στρατιωτική εκπαίδευση και πολιτική καθοδήγηση. Επιπλέον, μεταξύ των πολλών ξένων εθελοντών (μισθοφόρων;) στις τάξεις των ανταρτών στη Συρία ξεχωρίζουν οι προερχόμενοι από τις τουρκόφωνες πρώην σοβιετικές κεντρασιατικές δημοκρατίες.
Εν αναμονή της έλευσης του Ντόναλντ Τραμπ (ο οποίος είχε επιχειρήσει το 2019 να αποσύρει τους Αμερικανούς πεζοναύτες από τις κουρδοκρατούμενες περιοχές της Συρίας) και αντιμέτωπος με την άρνηση του Μπασάρ αλ Άσαντ να συνομιλήσει μαζί του, αν δεν προϋπάρξει τερματισμός της τουρκικής κατοχής συριακών εδαφών, ο Ερντογάν είχε κάθε λόγο να κλιμακώσει την πίεση.
Παρά το ρίσκο ενός νέου προσφυγικού κύματος και μίας ενδυνάμωσης των Κούρδων μαχητών (οι οποίοι ήδη προωθήθηκαν σε θέσεις από τις οποίες αποσύρθηκε ο συριακός κυβερνητικός στρατός), ο Ερντογάν επείγεται να βρει περιφερειακό ρόλο σε μία συγκυρία κατά την οποία η περιοχή αναδιατάσσεται, αλλά Άραβες και Ιρανοί δεν προτίθενται να του αφήσουν χώρο.
Το ότι κατ' αυτό τον τρόπο εξυπηρετεί τα συμφέροντα και του Ισραήλ, θα εξέπληττε μόνο όσους δίνουν υπέρμετρο βάρος στην αντισραηλινή ρητορική του Τούρκου προέδρου. Η πολεμική προσπάθεια του Ισραήλ τους τελευταίου 14 μήνες δύσκολα θα συνεχιζόταν δίχως την τροφοδοσία με αζερικό πετρέλαιο μέσω τουρκικών λιμένων.
Πολλοί παραλληλίζουν όσα έλαβαν χώρα τις τελευταίες ημέρες με την αιφνιδιαστική παρεμβολή της Τουρκίας στις κρίσεις της Λιβύης και του Ναγκόρνο Καραμπάχ. Ωστόσο, εκείνες οι περιοχές δεν περιλαμβάνονται, όπως το Χαλέπι, στον "Εθνικό Όρκο" του 1920 τον οποίο αρέσκεται να επικαλείται ο Ερντογάν.
Ίσως λοιπόν οι διαπραγματευτικού χαρακτήρα επιχειτησιακές κινήσεις να υποκρύπτουν μονιμότερες βλέψεις.
(από capital.gr)