Αντιθέτως, το εμπόριο πράσινων τεχνολογιών, οι εκατέρωθεν άμεσες επενδύσεις, καθώς και η στοχευμένη διπλωματική συνεργασία σε μία σειρά ζητημάτων φαίνονται να αποτελούν τους νέους πυλώνες των διμερών σχέσεων.
Με τις ΗΠΑ να αποσύρονται από το διεθνές προσκήνιο και την Ευρώπη να περνά συνεχείς κρίσεις, η Κίνα έχει καταφέρει να αναδειχθεί στον μεγαλύτερο επενδυτή στη Σαουδική Αραβία. Το 2024 αναμένεται να εξελιχθεί σε χρονιά με κινεζικές επενδύσεις ρεκόρ στο βασίλειο, αγγίζοντας τα 40,2 δις δολάρια για το διάστημα Ιανουάριος-Οκτώβριος, εμφανώς αυξημένο από τα 34,9 δις δολάρια για την ίδια περίοδο το 2023. Η Κίνα έχει την πρωτοκαθεδρία και στις παραγωγικές επενδύσεις, με 21,6 δις δολάρια από το 2021 μέχρι σήμερα, ξεπερνώντας τις ΗΠΑ που βρίσκονται στη δεύτερη θέση με 12,5 δις δολάρια. Αξίζει να σημειωθεί πως περίπου το 30% αυτών των επενδύσεων σχετίζονται με τις πράσινες τεχνολογίες, όπως οι μπαταρίες και οι ΑΠΕ.
Εντούτοις, η σχέση δεν είναι μονόπλευρη. Η Σαουδική Αραβία έχει επίσης προχωρήσει σε αρκετές επενδύσεις στην Κίνα, κυρίως στον τομέα των ορυκτών καυσίμων. Ένας δημοφιλής προορισμός για τις σαουδαραβικές επενδύσεις είναι τα κινεζικά διυλιστήρια, τα οποία αρχίζουν να διαφοροποιούν το χαρτοφυλάκιό τους με έμφαση σε προϊόντα όπως το ντίζελ, η μεθανόλη, και η αμμωνία. Πρόσφατα, η Saudi Aramco ολοκλήρωσε την υπογραφή συμφωνιών με τους μεγάλους παίκτες της κινεζικής αγοράς, Rongsheng και Hengli.
Σημαντική είναι και η συνεργασία στον χρηματοπιστωτικό τομέα. Κίνα και Σαουδική Αραβία αυξάνουν την πρόσβαση των επενδυτών τους στις αγορές του άλλου, με τις δύο χώρες πλέον να φιλοξενούν δείκτες που παρακολουθούν την εξέλιξη των μετοχών στο Ριάντ και στο Χονγκ Κονγκ αντίστοιχα. Ενδιαφέρον παρουσιάζει και η πρωτοβουλία για τη δημιουργία μίας «ειδικής οικονομικής ζώνης» για τα δύο κράτη στο αεροδρόμιο του Ριάντ, ένα σχέδιο που δρομολογείται από το επενδυτικό ταμείο του βασιλείου.
Το διμερές εμπόριο Κίνας-Σαουδικής Αραβίας. Πηγή: Financial Times.
Ένας από τους απώτερους σκοπούς της Σαουδικής Αραβίας είναι να προσελκύσει κινεζικές παραγωγικές μονάδες, κάτι που θα διευκόλυνε τις εξαγωγές στην αναπτυσσόμενη αγορά της Μέσης Ανατολής. Παράλληλα, το Ριάντ αντιλαμβάνεται τις γεωπολιτικές εξελίξεις, γνωρίζοντας πως η στήριξη της Ουάσιγκτον δεν πρέπει πλέον να θεωρείται δεδομένη. Μολονότι η ηγεσία της Σαουδικής Αραβίας έχει αποφύγει προς το παρόν να αυξήσει το διμερές εμπόριο με την Κίνα σε ευαίσθητους τομείς όπως τα οπλικά συστήματα και η Τεχνητή Νοημοσύνη, η εντεινόμενη παρουσία κινεζικών συμφερόντων στην περιοχή σίγουρα αναγκάζει την αμερικανική ηγεσία να λάβει υπόψη τις θέσεις του Ριάντ. Εξάλλου, πέρα από παραγωγός πετρελαίου, η Σαουδική Αραβία αποτελεί τον δεύτερο πιο στενό σύμμαχο των ΗΠΑ στη Μέση Ανατολή, και αδιαμφισβήτητα έναν παίκτη-κλειδί αν επιθυμεί να διατηρήσει κάποιες σχέσεις με τον μουσουλμανικό κόσμο.
Εντούτοις, Κίνα και Σαουδική Αραβία έχουν ήδη καταφέρει να συνεργαστούν επιτυχημένα σε διπλωματικό επίπεδο. Ιστορική διπλωματική επιτυχία θεωρήθηκε η διαμεσολάβηση της Κίνας προκειμένου να ξεκινήσουν εκ νέου οι σχέσεις Σαουδικής Αραβίας και Ιράν, των δύο παραδοσιακών αντιπάλων. Η θέση της Κίνας είναι ιδιαίτερα προνομιακή σε τέτοιες περιπτώσεις “διαχρονικών διαμαχών” καθώς σε αντίθεση με την Ουάσιγκτον, το Πεκίνο τείνει να υιοθετεί μία ουδέτερη και συγκρατημένη στάση σε όσα διεθνή ζητήματα δεν εμπλέκεται άμεσα.
Από την άλλη, η Κίνα έχει κάθε λόγο να στοχεύει σε διατήρηση θετικών σχέσεων με τη Σαουδική Αραβία. Πέρα από τα οικονομικά και γεωπολιτικά οφέλη που προαναφέρθηκαν, το Ριάντ κατέχει παραδοσιακά τον ρόλο του “θεματοφύλακα” του Ισλάμ, μία θέση που έχει καλώς ή κακώς νομιμοποιήσει την προσέγγιση της Κίνας έναντι των εγχώριων μουσουλμανικών πληθυσμών με τη σιωπή της. Φυσικά, η Σαουδική Αραβία συνιστά και μία καθόλα σεβαστή δύναμη σε επίπεδο διεθνούς διπλωματίας, διαδραματίζοντας ηγετικό ρόλο σε οργανισμούς όπως ο ΟΠΕΚ+ και ο Οργανισμός Ισλαμικής Συνεργασίας. Καθώς η Κίνα επιχειρεί να οικοδομήσει ένα παράλληλο σύστημα διεθνούς διακυβέρνησης έξω από την επιρροή των ΗΠΑ, η συμμετοχή της Σαουδικής Αραβίας σε θεσμούς όπως οι BRICS θεωρείται ιδιαίτερα κρίσιμη.