και ότι οι ΗΠΑ πρέπει να αυξήσουν την παραγωγή ορυκτών καυσίμων ώστε να διασφαλίσουν την ενεργειακή ανεξαρτησία τους. Αυτό που έχει αλλάξει είναι οι διεθνείς ισορροπίες ως προς το ζήτημα της κλιματικής αλλαγής.
Η παρακαταθήκη του Προέδρου Μπάιντεν θα είναι αν μη τι άλλο διχαστική, αλλά υπάρχει ένα σημείο όπου υποστηρικτές και επικριτές του 46ου Προέδρου θα συμφωνήσουν. Ο Μπάιντεν κατάφερε μέσω αξιοσημείωτων πολιτικών ελιγμών να περάσει την πιο ευρεία κλιματική νομοθεσία στην ιστορία των ΗΠΑ. Αυτή η νομοθεσία όμως, η οποία σε μεγάλο βαθμό συγκεντρώνεται στον νόμο γνωστό ως IRA, οδεύει πλέον προς ακύρωση, καθώς ο Τραμπ έχει δεσμευτεί να την καταργήσει πολλές φορές. Μαζί με όλες τις άλλες επιτυχίες του IRA, τις οποίες έχουμε αναλύσει αρκετές φορές στο energia.gr, το ξήλωμα των κλιματικών πολιτικών Μπάιντεν θα σημάνει και τη δραματική υποχώρηση των ΗΠΑ από τον μέχρι πρόσφατα εντεινόμενο ανταγωνισμό για την “κλιματική ηγεμονία”.
Για να είναι κανείς δίκαιος με τον Τραμπ, δεν είναι ο πρώτος Ρεπουμπλικανός Πρόεδρος που υπονομεύει τη θέση των ΗΠΑ στην κλιματική αρένα. Αντιθέτως, αποτελεί παράδοση του Ρεπουμπλικανικού κόμματος να προωθούν την οπισθοχώρηση της Ουάσιγκτον από τον συγκεκριμένο τομέα. Οι λόγοι μπορεί να είναι πολλοί: Από την καχυποψία έναντι οποιασδήποτε δεσμευτικής διεθνούς συμφωνίας μέχρι τις χάρες προς τους διαχρονικά μεγάλους δωρητές από τη βιομηχανία των ορυκτών καυσίμων. Αλλά το αποτέλεσμα είναι το ίδιο: Όταν οι Ρεπουμπλικάνοι έχουν τον έλεγχο του Λευκού Οίκου ή του Κογκρέσου, φροντίζουν να ακυρώσουν οποιαδήποτε κλιματική πρωτοβουλία είχαν λάβει οι Δημοκρατικοί.
Το ιστορικό αυτό κεκτημένο έχει αλλοιώσει και το διεθνές στάτους των ΗΠΑ. Ένας ηγέτης χρειάζεται αν μη τι άλλο σταθερότητα. Ποιος μπορεί να ακολουθήσει κάποιον που πηγαίνει σε διαφορετική κατεύθυνση κάθε φορά που αλλάζει η κυβέρνηση; Σύμφωνα με την παραδοσιακή σοφία της γεωπολιτικής, τα κενά που δημιουργούνται δεν θα μείνουν ακάλυπτα για πολύ. Όσο οι ΗΠΑ υποχωρούν, άλλες δυνάμεις θα πάρουν τη θέση τους. Επί του παρόντος, η προφανής επιλογή για την παγκόσμια κλιματική ηγεσία είναι μία. Η Κίνα αποτελεί τον μεγαλύτερο ρυπαντή. Αποτελεί όμως και τη χώρα που παράγει και αναπτύσσει την περισσότερη πράσινη τεχνολογία. Μάλιστα, η συνεισφορά της Κίνας στον ανάπτυξη ΑΠΕ είναι τόσο μεγάλη ώστε εξισορροπεί τις καθυστερήσεις που καταγράφονται σε άλλες μεγάλες αγορές.
Η Κίνα έχει και ένα εξαιρετικό επικοινωνιακό πλεονέκτημα. Πρόκειται για μία αναπτυσσόμενη χώρα– τουλάχιστον έτσι αυτοχαρακτηρίζεται– που προχωρά στις διαδικασίες απανθρακοποίησης χωρίς να θυσιάσει την οικονομική ευρωστία της. Το αφήγημα αυτό είναι ιδιαίτερα ελκυστικό για τις (μικρότερες) αναπτυσσόμενες χώρες που φοβούνται ότι η πράσινη μετάβαση θα βάλει φρένο στις προσπάθειές τους για εκβιομηχάνιση. Πέραν αυτών, ελέγχοντας το μεγαλύτερο μέρος των παγκόσμιων εφοδιαστικών αλυσίδων, μπορεί να εξάγει την πράσινη τεχνολογία και τεχνογνωσία της προς τα κράτη αυτά, λειτουργώντας ως κλιματικός ηγέτης όχι μόνο στο όνομα, αλλά και στην πράξη.