του πολέμου δυνητικά θα κατέστρεφαν τη ρωσική οικονομία. Ωστόσο, όχι μόνο εμφανίζεται αλώβητη, αλλά αναπτύσσεται κιόλας. Η ρωσική κυβέρνηση, για να αντιμετωπίσει τα επίχειρα του πολέμου, εφάρμοσε τον λεγόμενο στρατιωτικό κεϊνσιανισμό, στοχεύοντας στην τόνωση της συνολικής ζήτησης μέσω υψηλότερων αμυντικών δαπανών, που τριπλασιάστηκαν μετά την εισβολή στην Ουκρανία. Μόνο ο αμυντικός προϋπολογισμός της αντιπροσωπεύει το 40% των κρατικών δαπανών έναντι του 14%-16% πριν από το 2022. Η αύξηση της βιομηχανικής παραγωγής κινητοποιεί τη ρωσική οικονομία μετά τη χρόνια στασιμότητα. Το 2023 το ΑΕΠ αυξήθηκε 3,6%, ενώ φέτος προβλέπεται ανάπτυξη 2,5%-3%.
Η προσανατολισμένη στη ζήτηση οικονομική πολιτική της χώρας ωφελεί πρωτίστως τις εταιρείες στον αμυντικό τομέα, αλλά στηρίζει και τους κλάδους της χαλυβουργίας και των εργαλειομηχανών. Αυτοί, ούτως ή άλλως, ζητούσαν εδώ και καιρό μια πιο προστατευτική οικονομική πολιτική, διότι ο δυτικός αλλά και ο κινεζικός ανταγωνισμός κυριαρχεί στις παγκόσμιες αγορές. Αλλά και οι εργαζόμενοι στους μεταποιητικούς τομείς έχουν δει την υλική τους κατάσταση να βελτιώνεται σημαντικά από την έναρξη του πολέμου. Τα πραγματικά εισοδήματα αυξήθηκαν 5,8% το 2023, σύμφωνα με τη ρωσική στατιστική υπηρεσία. Παρά τις κατά περίπτωση σημαντικές περιφερειακές διαφορές, οι μισθοί στη μεταποίηση έχουν υπερτριπλασιαστεί ή και πενταπλασιαστεί. Τον Δεκέμβριο του 2021 οι υφάντρες λάμβαναν περίπου 250-350 δολάρια τον μήνα, ενώ τώρα μπορεί να εισπράττουν έως και 1.300 δολάρια.
Ωστόσο ο στρατιωτικός κεϊνσιανισμός δεν περιορίζεται μόνο σε καταστάσεις πολέμου, αλλά συνιστά μια μακρόπνοη πολιτική στηριζόμενη ιδιαίτερα σε εθνικές συντηρητικές φατρίες της ρωσικής ελίτ. Στοχεύει δε να μειώσει τη μεγάλη εξάρτηση της χώρας από τις εξαγωγές πρώτων υλών και να ενισχύσει την επιρροή της στην αναδυόμενη πολυπολική παγκόσμια τάξη πραγμάτων. Από την εισβολή της στην Ουκρανία η Μόσχα έχει εν μέρει εγκαταλείψει την παραδοσιακά μονεταριστική δημοσιονομική πολιτική της. Οι νεοφιλελεύθεροι, όπως η διοικήτρια της κεντρικής τράπεζας Ελβίρα Ναμπιουλίνα, αν και ασκούν έντονη κριτική στους ελέγχους κεφαλαίου, την υψηλότερη φορολογία στα κέρδη των εταιρειών και την αντικατάσταση του ενιαίου φορολογικού συντελεστή με ένα προοδευτικό σύστημα, δεν κατάφεραν να τα αποτρέψουν. Οι αλλαγές που συντελούνται στην οικονομία της Ρωσίας, καθίστανται ολοένα και εμφανέστερες στο εξωτερικό εμπόριο. Πολλές εταιρείες εστιάζουν τώρα περισσότερο στις BRICS και στον Παγκόσμιο Νότο από ό,τι πριν από 10 χρόνια, ως αποτέλεσμα των κυρώσεων της Δύσης και της εγχώριας υποστήριξης της βιομηχανίας. Ενόσω οι ΗΠΑ και η Ε.Ε. επιζητούν να αποστασιοποιηθούν από την Κίνα, η Ρωσία σφυρηλατεί μία στενότερη τεχνολογική συνεργασία μαζί της πέρα από την άμυνα. Ακόμη και πριν από την εισβολή, το Ινστιτούτο Κάρνεγκι διαπίστωνε ότι η Ρωσία επιδίωκε αθόρυβα μία τεχνολογική Pax Sinica/μία Κινεζική Ειρήνη. Το εμπόριο με τα κράτη-μέλη της Ευρασιατικής Οικονομικής Ενωσης, καθώς και με την Ινδία, το Ιράν και την Αφρική, κερδίζει επίσης έδαφος. Είναι εντυπωσιακό, τέλος, ότι η Ρωσία παρέχει μεν πρώτες ύλες σε αυτές τις χώρες, εντείνει δε τις προσπάθειες για το άνοιγμα νέων αγορών σχετικών με την αγροτική βιομηχανία, την πληροφορική, τη μηχανολογική μηχανική και την άμυνα.
*Ο κ. Φέλιξ Γιάιτνερ είναι πολιτικός επιστήμονας. Το άρθρο δημοσιεύεται στην ιστοσελίδα του Ινστιτούτου Φρίντριχ Εμπερτ.
Από τους FT