Αν η αγορά βρισκόταν υπό το παραδοσιακό της καθεστώς, οι τιμές του πετρελαίου θα έπρεπε να έχουν ξεπεράσει κατά πολύ τα 100 δολάρια με βάση τις γεωπολιτικές συγκυρίες. Ας μην ξεχνάμε ότι επί του παρόντος υπάρχουν δύο πολεμικές συγκρούσεις που σχετίζονται με δύο σημαντικούς παραγωγούς, δηλαδή τη Ρωσία και το Ιράν. Ωστόσο, η αγορά έχει αλλάξει. Οι ΗΠΑ αποτελούν πλέον τον μεγαλύτερο παραγωγό πετρελαίου σε διεθνές επίπεδο, με τον Καναδά και την Κίνα να βρίσκονται επίσης στους κορυφαίους παραγωγούς, ενώ ο OPEC+ εκπροσωπείται στο Top 5 μόνο από τη Σαουδική Αραβία και τη Ρωσία. Παράλληλα, αρκετά κράτη που αποτελούσαν παραδοσιακά μεγάλους καταναλωτές πετρελαίου αξιοποιούν την πράσινη μετάβαση προκειμένου να μειώσουν τις εισαγωγές πετρελαίου, με το φυσικό αέριο να αποτελεί πια τον μεγαλύτερο ανταγωνιστή του πάλαι ποτέ «μαύρου χρυσού». Πιο τραγικά (για τον OPEC+), ο μεγαλύτερος εισαγωγέας πετρελαίου, η Κίνα όχι απλώς αναπτύσσει ταχύτατα τις ΑΠΕ και επιταχύνει τη χρήση φυσικού αερίου, αλλά η μειωμένη μεταποιητική δραστηριότητά της σημαίνει και επιπλέον μείωση της ζήτησης πετρελαίου.
Εντός αυτού του πλαισίου, αξίζει να αναρωτηθούμε ποιος είναι πλέον ο ρόλος του OPEC+. Ο ουσιώδης λόγος ύπαρξης των καρτέλ είναι η διατήρηση των υψηλών τιμών. Αν υπάρχουν μεγάλοι παραγωγοί εκτός καρτέλ, τότε ο “υγιής” ανταγωνισμός εκ των πραγμάτων θα οδηγήσει τις τιμές σε πτώση. Από την άλλη πλευρά, ο OPEC+ αρνείται να αναγνωρίσει την κορύφωση της χρήσης πετρελαίου εντός του 21ου αιώνα, προβλέποντας ότι η ζήτηση θα συνεχίσει να αυξάνεται τουλάχιστον μέχρι το 2050. Η θέση αυτή είναι εκ διαμέτρου αντίθετη με άλλες αναλύσεις που θεωρούνται σχετικά έγκυρες, όπως του Διεθνούς Οργανισμού Ενέργειας που εκτιμά ότι η κορύφωση θα έρθει το 2030, ή της Goldman Sachs και της Markets and Markets που προβλέπουν ότι η κορύφωση θα σημειωθεί το 2035. Ακόμα και αν η κορύφωση του πετρελαίου είναι μακριά, η ανάπτυξη των σχιστολιθικών εξορύξεων από παραγωγούς πέρα των ΗΠΑ, όπως η Αργεντινή και η Κίνα, θα μπορούσε να σημάνει την είσοδο νέων δυναμικών παικτών στην παγκόσμια αγορά. Και αυτά χωρίς να ληφθεί υπόψη η εκτίναξη της εγχώριας παραγωγής πετρελαίου που έχει υποσχεθεί ο νέος Πρόεδρος των ΗΠΑ— και η οποία θα εξαρτηθεί από την προθυμία των αμερικανικών κολοσσών.
Με αυτά τα δεδομένα, οι δυσκολίες για τον OPEC+ και τα μέλη του πιθανότατα θα συνεχιστούν. Ήδη κάποιες κυβερνήσεις, κυρίως από την Αφρική, δυσανασχετούν με τα υψηλά κόστη συμμετοχής, αλλά και τα πολιτικά παιχνίδια ορισμένων από τους πιο πλούσιους παραγωγούς, όπως η Σαουδική Αραβία και τα ΗΑΕ. Επιπροσθέτως, το κοινό συμφέρον στον έλεγχο των τιμών του πετρελαίου δεν συνδέεται αυτόματα με τα ευρύτερα συμφέροντα των μεμονωμένων κρατών στη διεθνή σκηνή. Για παράδειγμα, ένας απευθείας πόλεμος Ισραήλ-Ιράν θα πίεζε ενδεχομένως το πετρέλαιο πάνω από τα 90 δολάρια, αλλά θα προκαλούσε σημαντικά πολιτικά προβλήματα για το ίδιο το ιρανικό καθεστώς. Με άλλα λόγια, ο OPEC+ δέχεται σοβαρές πιέσεις και από το εξωτερικό περιβάλλον του, αλλά και από την εσωτερική δομή του. Το κατά πόσο θα καταφέρει να επιβιώσει ως πραγματικός ενεργειακός παίκτης, με σκοπό να παίζει έναν εξισορροπητικό ρόλο στη διεθνή αγορά, και όχι απλά ως ένα «αποκλειστικό κλαμπ» με την εξέλιξη της ενεργειακής μετάβασης μένει να αποδειχθεί.