Από την αρχή της σύγκρουσης η πυρηνική απειλή ήταν ο μεγαλύτερος φόβος. Ο πόλεμος της Ρωσίας, της χώρας με ένα από τα μεγαλύτερα πυρηνικά οπλοστάσια, η  σύγκρουσή της με το ΝΑΤΟ και τις ΗΠΑ που αποτελούν το αντίπαλο πυρηνικό δέος, σε μια χώρα την Ουκρανία, με μεγάλο αριθμό πυρηνικών αντιδραστήρων (15 σταθμοί), στο έδαφος της οποίας έχει συμβεί μια από τις μεγαλύτερες πυρηνικές τραγωδίες, αυτή του Τσέρνομπιλ, είχαν όλα τα συσταστικά ενός πυρηνικού ολέθρου

Όταν ο Ρώσος ΥΠΕΞ Σεργκέι Λαβρόφ είχε δηλώσει πως «ένας τρίτος παγκόσμιος πόλεμος, θα είναι πυρηνικός και καταστροφικός» είχε προκαλέσει παγκόσμια ανησυχία που εντάθηκε από τις αμερικανικές προειδοποιήσεις  ότι ο Πούτιν δε θα διστάσει να χρησιμοποιήσει βιολογικά όπλα μαζικής καταστροφής.

Στις 19 Νοεμβρίου, η Ρωσία υιοθέτησε επίσημα ένα νέο δόγμα πυρηνικών όπλων. Η νέα πολιτική αναφέρει ότι η Ρωσία θα μπορούσε να εξαπολύσει πυρηνικά όπλα ως απάντηση σε μια επίθεση στο έδαφός της από ένα μη πυρηνικά εξοπλισμένο κράτος που υποστηρίζεται από ένα πυρηνικά εξοπλισμένο. Ενώ οι ειδικοί συζητούν πόσο νέο είναι το δόγμα, δεδομένων παρόμοιων διακηρύξεων στο παρελθόν, είναι σημαντικό να λάβουμε σοβαρά υπόψη την πυρηνική απειλή και την κλιμακούμενη πρόθεση πίσω από αυτήν.  Η Διεθνής Εκστρατεία για την Κατάργηση των Πυρηνικών Οπλων (ICAN) που τιμήθηκε το 2017 με το Νόμπελ Ειρήνης καταδίκασε το νέο δόγμα λέγοντας: «Οι σημερινές επικαιροποιήσεις του πυρηνικού δόγματος της Ρωσίας που περιγράφουν πότε η Ρωσία θα χρησιμοποιήσει πυρηνικά όπλα είναι επικίνδυνα διφορούμενες. Θολώνουν τη γραμμή μεταξύ συμβατικής και πυρηνικής επίθεσης και υπονομεύουν την προβλεψιμότητα, αυξάνοντας τον κίνδυνο πυρηνικού πολέμου».

Μόλις δύο ημέρες αργότερα, στις 21 Νοεμβρίου, μετά την αλλαγή της πολιτικής των ΗΠΑ που επέτρεπε στην Ουκρανία να εκτοξεύει τους πυραύλους μεγάλου βεληνεκούς ΑΤΑCMS εντός της Ρωσίας, τα πρακτορεία ειδήσεων ανέφεραν ότι η ουκρανική πολεμική αεροπορία δήλωσε ότι η Ρωσία είχε εκτοξεύσει έναν ICBM στην ουκρανική πόλη Ντνίπρο. Οι εμπειρογνώμονες αρχικά αμφισβήτησαν αν επρόκειτο για ICBM που εκτοξεύθηκε, και ο Ρώσος πρόεδρος Βλαντίμιρ Πούτιν επιβεβαίωσε αργότερα κατά τη διάρκεια τηλεοπτικού διαγγέλματος ότι επρόκειτο για έναν «νέο» βαλλιστικό πύραυλο μεσαίου βεληνεκούς ως «απάντηση στα σχέδια των ΗΠΑ να παράγουν και να αναπτύξουν πυραύλους μεσαίου και μικρού βεληνεκούς». Εκπρόσωπος του Πενταγώνου σημείωσε επίσης ότι οι ΗΠΑ είχαν ειδοποιηθεί εκ των προτέρων για την εκτόξευση του βαλλιστικού πυραύλου μέσω διαύλων μείωσης του πυρηνικού κινδύνου λίγο πριν από την εκτόξευση. Ωστόσο, το περιστατικό αυτό καταδεικνύει τον κίνδυνο κλιμάκωσης σε έναν πυρηνικά εξοπλισμένο κόσμο. Μια αιφνίδια εκτόξευση ενός πυραύλου με πυρηνικές ικανότητες, ακόμη και χωρίς πυρηνική κεφαλή, μπορεί να προκαλέσει σύγχυση ή παρερμηνεία στην ομίχλη του πολέμου και να οδηγήσει σε ακούσια κλιμάκωση, σε ατύχημα.  Παλαιότεροι λανθασμένοι συναγερμοί παραλίγο να ξεκινήσουν πυρηνικούς πολέμους. Η εκτελεστική διευθύντρια της ICAN, Μελίσα Παρκ, δήλωσε: «Όσο υπάρχουν πυρηνικά όπλα, τόσο υπάρχει και ο κίνδυνος πυρηνικού πολέμου. Τα λάθη μπορούν γρήγορα να οδηγήσουν σε κλιμάκωση, με αποτέλεσμα μια καταστροφική πυρηνική ανταλλαγή. Η σιωπή ή η αμφιθυμία ενέχει τον κίνδυνο να εξομαλυνθεί αυτή η απερίσκεπτη συμπεριφορά. Όλες οι χώρες πρέπει να προσχωρήσουν στη Συνθήκη για την απαγόρευση των πυρηνικών όπλων χωρίς καθυστέρηση».

Για τη Ρωσία όμως τα πυρηνικά όπλα είναι το απόλυτο διαπραγματευτικό χαρτί .  Ο πόλεμος στην Ουκρανία δεν κατέστρεψε μόνο εκατομμύρια ζωές και κλόνισε την Ευρώπη. Έχει επίσης συνηθίσει την Ουάσινγκτον στη χρήση πυρηνικών απειλών ως μοχλού πίεσης  γράφει o Ντέιβιντ Ε. Σάνγκερ αρθοργράφος των ΝΥΤ για την αμερικανική πυρηνική στρατηγική.  Η απόφαση του  Μπάιντεν να επιτρέψει στους Ουκρανούς να χρησιμοποιήσουν ATACMS, ήταν μια σημαντική αλλαγή στην πολιτική των ΗΠΑ. Ο εκλεγμένος πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ, ο οποίος θα ορκιστεί τον Ιανουάριο έχει υποσχεθεί να περιορίσει την υποστήριξη των ΗΠΑ προς την Ουκρανία. Για τον  Πούτιν, το νέο πυρηνικό δόγμα είναι η τελευταία από τις πολλές προσπάθειες να μετατρέψει το μεγαλύτερο πυρηνικό οπλοστάσιο του κόσμου σε κάτι που ο κόσμος θα μπορούσε πραγματικά να φοβηθεί ξανά, δίνοντάς του την παγκόσμια επιρροή που η οικονομία του με το φυσικό αέριο και τον πόλεμο δεν μπορεί μέχρι στιγμής. Η κίνηση του Πούτιν ήταν  «Μια άσκηση που προσπαθεί να τρομάξει το κοινό στην Ευρώπη - και σε μικρότερο βαθμό τις Ηνωμένες Πολιτείες - ώστε να μειωθεί η υποστήριξη προς την Ουκρανία», δήλωσε ο Μάθιου Μπουν, καθηγητής του Χάρβαρντ, ο οποίος παρακολουθεί τους πυρηνικούς κινδύνους εδώ και δεκαετίες. «Η πραγματική βραχυπρόθεσμη πιθανότητα ρωσικής πυρηνικής χρήσης δεν έχει αυξηθεί. Η μακροπρόθεσμη πιθανότητα πυρηνικού πολέμου έχει πιθανώς αυξηθεί ελαφρώς - επειδή η προθυμία των ΗΠΑ να υποστηρίξουν χτυπήματα βαθιά μέσα στη Ρωσία ενισχύει το μίσος και τον φόβο του Πούτιν για τη Δύση και πιθανώς θα προκαλέσει ρωσικές αντιδράσεις που θα αυξήσουν τον φόβο και το μίσος της Δύσης για τη Ρωσία». Ο  Πούτιν ήταν προσεκτικός καθ' όλη τη διάρκεια του πολέμου όσον αφορά την εξαπόλυση οποιασδήποτε ανοιχτής επίθεσης κατά των χωρών του ΝΑΤΟ, τις οποίες θέλει να κρατήσει έξω από τον πόλεμο. Και οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν φοβηθεί κατά καιρούς ότι θα μπορούσε πράγματι να πυροδοτήσει ένα πυρηνικό όπλο - κυρίως τον Οκτώβριο του 2022, όταν Αμερικανοί αξιωματούχοι των μυστικών υπηρεσιών κατέγραψαν συνομιλίες μεταξύ Ρώσων στρατηγών που προκάλεσαν φόβους ότι ο Πούτιν θα χρησιμοποιούσε πυρηνικό όπλο στο πεδίο της μάχης εναντίον μιας ουκρανικής στρατιωτικής βάσης ή άλλου στόχου. Ο  Μπάιντεν είπε τότε στους παρευρισκόμενους σε μια φιλανθρωπική εκδήλωση στη Νέα Υόρκη ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες βρίσκονταν πιο κοντά σε μια πυρηνική ανταλλαγή από ποτέ άλλοτε μετά την κρίση των πυραύλων της Κούβας, τρομοκρατώντας ορισμένους στην αίθουσα. Αλλά τελικά, αυτό δεν υλοποιήθηκε.

Αυτός δεν ήταν ο κόσμος που οραματίζονταν οι δυτικοί ηγέτες για τα μέσα της δεκαετίας του 2020. Η μετά τον Ψυχρό Πόλεμο εποχή ξεκίνησε με την αποδόμηση των ρωσικών και αμερικανικών όπλων με καταιγιστικούς ρυθμούς. Όταν η Σοβιετική Ένωση κατέρρευσε, η Ουκρανία παρέδωσε χιλιάδες ατομικά όπλα με αντάλλαγμα εγγυήσεις ασφαλείας από τη Ρωσία, τις Ηνωμένες Πολιτείες και άλλες χώρες. Πολλοί Ουκρανοί το μετανιώνουν αυτό μέχρι σήμερα. Οι πολεμικές κεφαλές αναμείχθηκαν σε καύσιμα για πυρηνική ενέργεια, μεταφέρθηκαν στις Ηνωμένες Πολιτείες και για χρόνια φώτιζαν και θέρμαιναν σπίτια σε όλες τις Ηνωμένες Πολιτείες.

Μόλις πριν από 15 χρόνια, ο πρόεδρος Μπαράκ Ομπάμα οραματιζόταν έναν κόσμο χωρίς πυρηνικά όπλα, έστω και αν αυτή η στιγμή δεν ήρθε στη διάρκεια της ζωής του. Και υποβάθμισε τη σημασία τους στην αμερικανική στρατηγική. Αυτές οι μέρες έχουν περάσει. Ο Πούτιν, για να δείξει ότι έχει νέα δυνατότητα προσέγγισης, τοποθέτησε πυρηνικά όπλα στη Λευκορωσία. Σύντομα δεν θα αντιμετωπίσει κανένα όριο στα ισχυρότερα πυρηνικά του όπλα, τους διηπειρωτικούς βαλλιστικούς πυραύλους που μπορούν να φτάσουν στις Ηνωμένες Πολιτείες: Σε 15 μήνες λήγει η τελευταία συνθήκη που περιορίζει τον αριθμό αυτών των στρατηγικών όπλων που μπορούν να αναπτύξουν η Ουάσιγκτον και η Μόσχα -που ονομάζεται « New Start»- και υπάρχουν ελάχιστες πιθανότητες να αντικατασταθεί. Ήδη γίνεται λόγος, μεταξύ Δημοκρατικών και Ρεπουμπλικανών, για την ανάγκη επέκτασης του αμερικανικού οπλοστασίου ώστε να ληφθεί υπόψη η νέα εταιρική σχέση Ρωσίας-Κίνας και η πιθανότητα να χρησιμοποιήσουν τα όπλα τους από κοινού. Το πραγματικό μήνυμα της αναθεωρημένης στρατηγικής του Πούτιν δεν είναι ότι τα πυρηνικά όπλα επέστρεψαν, αλλά ότι δεν έφυγαν ποτέ.

Αυτό που βιώνουμε μέσα από τον πόλεμο στην Ουκρανία αποτελεί ουσιαστικά το τέλος της μεταπολεμικής διεθνούς τάξης ασφαλείας. Η Συνθήκη Μη Διάδοσης Πυρηνικών Όπλων, σε ισχύ από το 1970 και υπογεγραμμένη από τις πέντε μεγάλες πυρηνικές δυνάμεις (ΗΠΑ, Ρωσία, Ηνωμένο Βασίλειο, Γαλλία, Κίνα) καθώς και πολλές μη πυρηνικές χώρες, στόχευε στην αποτροπή εξάπλωσης πυρηνικών όπλων, την προώθηση του αφοπλισμού και τη χρήση της πυρηνικής ενέργειας αποκλειστικά για ειρηνικούς σκοπούς. Ωστόσο, η ισορροπία ισχύος που προέβλεπε η συνθήκη αυτή, καθώς και ο σταδιακός αφοπλισμός, έχουν πλέον καταρρεύσει.

Σήμερα, αρκετές χώρες διαθέτουν πυρηνικά όπλα (Ινδία, Πακιστάν, Ισραήλ, Βόρεια Κορέα) ή επιδιώκουν να τα αποκτήσουν (Τουρκία, Ιράν). Μέσα σε ένα πλαίσιο όπου η παγκοσμιοποίηση δοκιμάζεται και αναδύονται νέοι πόλοι ισχύος, πέραν της παραδοσιακής δυτικής ηγεμονίας υπό τις Ηνωμένες Πολιτείες, η στρατιωτική ενίσχυση, η ετοιμότητα για πόλεμο και η δυνατότητα χρήσης πυρηνικών όπλων αποτελούν σαφείς απειλές. Παρά τις διαβεβαιώσεις των υποστηρικτών της «ισορροπίας του τρόμου» ότι τα πυρηνικά λειτουργούν κυρίως ως εργαλείο διπλωματίας, η συνεχής παρουσία τους αυξάνει τον κίνδυνο ένοπλων συγκρούσεων. Σε αυτό το κλίμα, οι μικρότερες και μεσαίες δυνάμεις βρίσκονται σε όλο και μεγαλύτερη εξάρτηση από τις μεγάλες δυνάμεις και τις στρατιωτικές τους συμμαχίες, στο όνομα της ασφάλειας. Οι χώρες της Ανατολικής Ευρώπης προστρέχουν στην προστασία του ΝΑΤΟ, ενώ στην Ευρώπη γενικότερα, η ενίσχυση των στρατιωτικών δαπανών (όπως στην περίπτωση της Γερμανίας), η σύσφιξη των σχέσεων με τη Βρετανία και η βαθύτερη σύνδεση με τον ευρωατλαντισμό θεωρούνται αναπόφευκτες επιλογές. Στην Ασία, η Ιαπωνία εντείνει τη συζήτηση περί επανεξοπλισμού, αγγίζοντας ακόμα και το ταμπού της ανάπτυξης πυρηνικών όπλων (όπως προκύπτει από δηλώσεις του πρώην πρωθυπουργού Σίνζο Άμπε), γεγονός που προκαλεί ανησυχία στην Κορεατική Χερσόνησο και την Κίνα.

(από την εφημερίδα «ΕΣΤΙΑ»)

Ακολουθήστε το energia.gr στο Google News!Παρακολουθήστε τις εξελίξεις με την υπογραφη εγκυρότητας του energia.gr