Η ενεργειακή ακρίβεια συνεχίζει να στοιχειώνει την Ελλάδα, όπως και άλλες ευρωπαϊκές χώρες, όσο ασκούνται πιέσεις στις τιμές φυσικού αερίου οι οποίες, εξαιτίας της συμμετοχής του καυσίμου στην ηλεκτροπαραγωγή,  συμπαρασύρουν και τις τιμές ρεύματος. Παράλληλα,  μια σειρά άλλων παραγόντων ενισχύουν την ανασφάλεια, ενώ βρισκόμαστε μόλις στις αρχές ενός χειμώνα ο οποίος προμηνύεται δριμύς, σε αντίθεση με τους δύο προηγούμενους. Γιατί όμως η περιοχή της Νοτιοανατολικής Ευρώπης βιώνει υψηλότερες τιμές στην ενέργειας συγκριτικά με τις χώρες της Κεντρικής και Δυτικής Ευρώπης;

Ο ομότιμος καθηγητής Ενεργειακής Οικονομίας στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο (ΕΜΠ) κ. Παντελής Κάπρος, ο οποίος είχε διατελέσει το καλοκαίρι του 2023 και υπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας της υπηρεσιακής κυβέρνησης Ιωάννη Σαρμά, αναλύει τις θεμελιώδεις αιτίες που οδηγούν στην εκτόξευση των τιμών ρεύματος στην περιοχής μας και ειδικότερα στην Ελλάδα, λίγο πριν την ανακοίνωση από το ενεργειακό επιτελείο της κυβέρνησης του «πακέτου» μέτρων στήριξης νοικοκυριών και επιχειρήσεων για το επόμενο τρίμηνο, το οποίο περιλαμβάνει   επιδοτήσεις και φοροαπαλλαγές.

 

Κύριε, Κάπρο, γιατί τους τελευταίους μήνες είδαμε μεγάλη αύξηση των χρηματιστηριακών τιμών ηλεκτρικής ενέργειας στην αγορά της Νοτιοανατολικής Ευρώπης ενώ οι τιμές στην αγορά της κεντρικής Ευρώπης δεν αύξαναν;

Οι χρηματιστηριακές αγορές, ή αλλιώς οι χονδρεμπορικές αγορές, ηλεκτρικής ενέργειας διαπραγματεύονται οικονομικές προσφορές για την παραγωγή και ζήτηση ηλεκτρικής ενέργειας για την επόμενη ημέρα. Δεν είναι υποχρεωτικές, αφού πακέτα προσφοράς και ζήτησης σε προσυμφωνημένη τιμή από διμερή συμβόλαια μπορούν να υποβάλλονται ανεξάρτητα από το χρηματιστήριο. Στο χρηματιστήριο, η τιμή ηλεκτρικής ενέργειας για κάθε ώρα της επόμενης ημέρας προκύπτει ίση με την ακριβότερη οικονομική προσφορά παραγωγού που απαιτήθηκε για να εξισορροπήσει τη ζήτηση που υποβλήθηκε στην ίδια αγορά. Σε αυτήν την τιμή ισορροπίας της αγοράς πληρώνουν οι αγοραστές και σε αυτήν εισπράττουν οι παραγωγοί εφόσον η δική τους προσφορά ήταν οικονομικά συμφέρουσα. Οι προσφορές γίνονται σε κάθε χώρα, αλλά η ισορροπία της χονδρεμπορικής αγοράς επιλύεται ταυτόχρονα για όλη την Ευρώπη, οπότε προκύπτουν αυτόματα και ροές ηλεκτρικής ενέργειας μεταξύ των χωρών. Αν όμως η ικανότητα των διασυνδετικών ηλεκτρικών γραμμών δεν επαρκούν, αν έχουμε δηλαδή συμφόρηση, δεν μπορεί να μεταβιβασθεί το σύνολο της ροής ενέργειας μεταξύ των χωρών και έτσι αναγκαστικά οι τιμές της χονδρεμπορικής αγοράς δεν μπορούν να εξισωθούν μεταξύ των χωρών και τότε διαφοροποιούνται. Αυτό είναι το target model της ΕΕ.

Η λιανική αγορά είναι διαφορετική. Οι τιμές ηλεκτρικής ενέργειας των τελικών καταναλωτών δεν εξαρτώνται μόνο από τις τιμές των χρηματιστηριακών αγορών αλλά και από τις τιμές των προσυμφωνημένων διμερών συμβολαίων μεταξύ παραγωγών και προμηθευτών πελατών. Όταν ο όγκος ενέργειας των διμερών συμβολαίων είναι μεγάλος, τότε οι τιμές της χρηματιστηριακής αγοράς έχουν μικρή επίδραση στις τιμές της λιανικής αγοράς. Εύλογα, οι τιμές των διμερών συμβολαίων είναι σταθερές στο χρόνο γιατί τα συμβόλαια είναι συνήθως μακροχρόνια, ενώ οι τιμές της χρηματιστηριακής υφίστανται συχνές και μεγάλες διακυμάνσεις. Χωρίς τα διμερή συμβόλαια, η διακύμανση των τιμών της χρηματιστηριακής θα μετακυλίεται στις τιμές της λιανικής αγοράς οι οποίες θα χρειάζεται να αλλάζουν κάθε τόσο.

 

Πώς εξηγείται η αύξηση των τιμών το περασμένο καλοκαίρι και του Νοεμβρίου;

Πολλοί παράγοντες, που συνέβησαν ταυτόχρονα, εξηγούν την αύξηση των τιμών της χρηματιστηριακής αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας που παρατηρήθηκε το καλοκαίρι του 2024 και πρόσφατα τον Νοέμβριο. Υπήρξε αυξημένη εισροή ενέργειας προς την Ουκρανία, λόγω του πολέμου και των καταστροφών μονάδων ηλεκτροπαραγωγής, χωρίς όμως αυτός να είναι ο κυριότερος λόγος αύξησης των τιμών. Υπήρξε σημαντική μείωση υδάτινων πόρων στην Ρουμανία και την Ουγγαρία, και μείωση διαθεσιμότητας μονάδων (πυρηνικών και θερμικών) στη Βουλγαρία και Ρουμανία. Ταυτόχρονα υπήρξε αυξημένη ζήτηση ηλεκτρικής ενέργειας λόγω καύσωνα το καλοκαίρι και ψύχους τον Νοέμβριο. Ο συνδυασμός όλων αυτών των παραγόντων επέφερε ανισορροπία, δηλαδή έλλειψη ηλεκτρικής ισχύος συγκριτικά με τη ζήτηση, και μάλιστα σε χώρες όπως η Ρουμανία και η Βουλγαρία οι οποίες ιστορικά ήταν εξαγωγικές. Η έλλειψη ηλεκτρικής ισχύος θα μπορούσε θεωρητικά να αντισταθμισθεί από αυξημένες ροές ενέργειας από την κεντρική Ευρώπη, όπως Γερμανία, Πολωνία, Αυστρία, Γαλλία κλπ. Όμως η ηλεκτρική ικανότητα των διαθεσίμων διασυνδετικών γραμμών, κυρίως από τη δύση προς Ουγγαρία-Ρουμανία, δεν ήταν επαρκείς και οι ροές βρέθηκαν σε συμφόρηση. Κατά συνέπεια, διχοτομήθηκε η εσωτερική Ευρωπαϊκή αγορά και οι χρηματιστηριακές τιμές ηλεκτρικής ενέργειας στην νοτιοανατολική Ευρώπη αυξήθηκαν υπέρμετρα χωρίς να αυξηθούν ανάλογα οι τιμές στις χώρες της κεντρικής και δυτικής Ευρώπης.

 

Θεωρείτε δηλαδή ότι απέτυχε το target model που διέπει την εσωτερική χονδρεμπορική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας στην Ευρώπη;

Είναι σαφές ότι το φαινόμενο αυτό είναι φυσιολογικό στο πλαίσιο της ελεύθερης αγοράς και δεν αποτελεί αποτυχία του μοντέλου της αγοράς. Η αποτυχία έγκειται στο ότι δεν έχουν ακόμα κατασκευασθεί οι απαραίτητες διασυνδετικές γραμμές μεταξύ όλων των χωρών, έτσι ώστε να μην συμβαίνουν συμφορήσεις στις ροές ενέργειας και έτσι να μην διχοτομείται η εσωτερική αγορά. Η προσπάθεια της ΕΕ για συντονισμό των έργων σε διασυνδετικές γραμμές μέσω του Ευρωπαϊκού 10-ετούς προγράμματος ηλεκτρικών υποδομών δεν πέτυχε να άρει τις περιπτώσεις συμφορήσεων οι οποίες αντίθετα επιτείνονται και μάλιστα αυτό κινδυνεύει να χειροτερέψει στο μέλλον όταν η αύξηση των ΑΠΕ θα χρειασθεί ακόμα μεγαλύτερες διασυνδέσεις. Αυτή η αποτυχία χρεώνεται στις ρυθμιστικές αρχές, τους διαχειριστές των συστημάτων και στις Κυβερνήσεις και όχι στο μοντέλο της αγοράς. Πολύ απλά, αν είχαμε επαρκείς διασυνδέσεις μεταξύ κεντρικής και ανατολικής Ευρώπης, οι τιμές των χονδρεμπορικών αγορών θα ήταν παντού οι ίδιες και δεν θα είχαν αυξηθεί παρά ελάχιστα, παρά τη συγκυρία των δυσμενών εξελίξεων σχετικά με τη διαθέσιμη ηλεκτρική ισχύ και την αύξηση της ζήτησης.

 

Γιατί οι τιμές ηλεκτρικής ενέργειας για τον τελικό καταναλωτή στην Ελλάδα παρακολουθούν στενά τις τιμές της χρηματιστηριακής αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας, ενώ αυτό συμβαίνει πολύ λιγότερο στις άλλες ευρωπαϊκές χώρες; Τι πιστεύετε ότι πρέπει να αλλάξει στο ενιαίο μοντέλο της αγοράς;

Κανονικά είναι διαφορετική η χονδρεμπορική από τη λιανική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας όπως συμβαίνει και με όλα τα προϊόντα. Όπως συμβαίνει παντού, ο λιανικός έμπορος (προμηθευτής πελατών) αγοράζει προϊόν και από οργανωμένες αγορές (με χρηματιστηριακή οργάνωση όπου η τιμή αντανακλά την οικονομικά ακριβότερη προσφορά που χρειάστηκε για να ικανοποιηθεί η ζήτηση) αλλά και από διμερή συμβόλαια με παραγωγούς με μακροχρόνια διάρκεια και σταθερές τιμές. Έτσι ο λιανικός έμπορος διασφαλίζει σταθερές και κοστοστρεφείς τιμές για τους πελάτες, οι οποίοι αποζητούν τέτοια σταθερότητα, και τους απαλλάσσει από τις μεγάλες διακυμάνσεις των τιμών των χονδρεμπορικών αγορών.

Αυτό πράγματι συμβαίνει στις περισσότερες Ευρωπαϊκές χώρες, γιατί ο όγκος των έξω-χρηματιστηριακών διμερών συμβολαίων είναι σαφώς μεγαλύτερος από τον όγκο της ζήτησης που περνάει μέσω των χρηματιστηριακών αγορών. Στην Ελλάδα όμως διαμορφώθηκε ιστορικά ιδιαίτερα ελλιπής ανταγωνισμός όπου οι προμηθευτές, εκτός ελαχίστων, δεν διαθέτουν δική τους παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας, δεν υπάρχει αγορά διμερών συμβολαίων με τρίτους παραγωγούς, και επομένως η πλειοψηφία αναγκάζεται να αγοράζει την ενέργεια αποκλειστικά από τη χονδρεμπορική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας. Ως αποτέλεσμα, η πλειοψηφία των προμηθευτών τελικών πελατών υποχρεώνεται να μετακυλίει κάθε μήνα στους καταναλωτές τις τιμές της χονδρικής αγοράς, οι οποίες έχουν μεγάλες και απρόβλεπτες διακυμάνσεις. Αυτή η αυτόματη μετακύλιση τιμών είναι σημαντική παθογένεια της ελληνικής αγοράς και δεν συναντάται σε άλλες Ευρωπαϊκές χώρες.

 

Και πώς μπορεί να αντιμετωπιστεί;

Η αντιμετώπιση αυτής της μεγάλης στρέβλωσης δεν είναι εύκολη και δεν μπορεί να γίνει σε σύντομο χρόνο. Χρειάζονται θεσμικά μέτρα αναδιοργάνωσης της αγοράς, κίνητρα υπέρ των διμερών συμβάσεων και άλλα. Η νέα Ευρωπαϊκή Οδηγία δίνει το πλαίσιο για τις θεσμικές παρεμβάσεις και τα μέτρα αυτά, γιατί θεσπίσθηκε πριν από ενάμιση χρόνο για να αντιμετωπίσει αντίστοιχα φαινόμενα υπερβολικής διακύμανσης των τιμών που συνέβησαν  το 2022κατά το διάστημα της μεγάλης κρίσης των τιμών φυσικού αερίου, και κατ’ επέκταση των τιμών ηλεκτρικής ενέργειας. Στο πλαίσιο αυτό, η Οδηγία δίνει δυνατότητα οργάνωσης των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας με διμερή συμβόλαια εκτός χρηματιστηριακής αγοράς. Οι ΑΠΕ είναι πολύ φθηνότερες από την ενέργεια από φυσικό αέριο και κάθε άλλη μορφή και ταυτόχρονα αυξάνονται συνεχώς σε όγκο στο ενεργειακό μείγμα στο πλαίσιο της πράσινης ενεργειακής μετάβασης. Με βάση την Οδηγία αυτή και η χώρα μας μπορεί να αναδιοργανώσει την αγορά ενέργειας από ΑΠΕ, από όλες τις μονάδες, παλαιές και νέες, έτσι ώστε μέσω των σχετικών διμερών συμβολαίων να γίνεται σημαντική αντιστάθμιση των υψηλών και έντονα κυμαινόμενων τιμών της χρηματιστηριακής αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας.

 

Γιατί οι φθηνές ΑΠΕ διαμορφώνουν λιγότερο από όσο θα περίμενε κανείς τις τιμές καταναλωτή ηλεκτρικής ενέργειας;

Έχει αναγνωριστεί ρητά από όλους, στην Ελλάδα, στην ΕΕ, αλλά και τις επιχειρήσεις, ότι το κύριο έλλειμμα του μοντέλου της αγοράς έγκειται στο ότι οι τελικοί καταναλωτές δεν έχουν άμεση πρόσβαση στο φτηνό κόστος της ηλεκτρικής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές. Οι ΑΠΕ δεν έχουν κόστος καυσίμου αλλά μόνο κόστος κεφαλαίου και χρειάζονται ένα σταθερό και σίγουρο ετήσιο έσοδο για να εξεύρουν φτηνή χρηματοδότηση. Οι ΑΠΕ δεν χρειάζονται να διακινδυνεύουν σε χρηματιστηριακές αγορές και να έχουν έσοδα σε κυμαινόμενες τιμές, αλλά είναι σαφές ότι η συμμετοχή τους σε χρηματιστηριακή αγορά μόνο αύξηση του κόστους χρηματοδότησης θα επιφέρει ενώ θα είναι αυταπάτη η προσδοκία αποκόμισης ευκαιριακών κερδών. Ο βέλτιστος οικονομικός χειρισμός των ΑΠΕ, τόσο από τη σκοπιά των παραγωγών-επενδυτών όσο και από αυτή των καταναλωτών, είναι μέσω μακροχρόνιων διμερών συμβολαίων με σταθερή αποπληρωμή του κόστους κεφαλαίου εκτός χρηματιστηρίων. Από πλευράς κόστους, η ενέργεια από ΑΠΕ έτσι θα κοστίζει ενδεικτικά μεταξύ 40 και 60 €/MWh με τυχόν επιβάρυνση άλλα 20-25 €/MWh για αποθήκευση ηλεκτρικής ενέργειας, ενώ η ενέργεια από φυσικό αέριο υπερβαίνει τα 100 €/MWh, από πυρηνικά μεταξύ 120-150 €/MWh και από λιγνίτη μεγαλύτερη των 180 €/MWh.

Η κύρια μεταρρύθμιση επομένως πρέπει να είναι να διασφαλιστεί ότι όλη η ενέργεια από ΑΠΕ, παλαιών και νέων μονάδων, θα διοχετεύεται στην αγορά μέσω διμερών συμβολαίων σε εύλογη σταθερή τιμή, μαζί ή χωρίς αποθήκευση, και εκτός χρηματιστηρίου. Στο πλαίσιο αυτό μπορούν να θεσπισθούν και ειδικά κίνητρα για διμερή συμβόλαια με την βαριά βιομηχανία η οποία υφίσταται μεγάλη πίεση από τον διεθνή ανταγωνισμό. Η νέα Ευρωπαϊκή Οδηγία το επιτρέπει και το επιδιώκει.

 

*Πηγή: ot.gr