Το Υψηλό το Κόστος της Ενέργειας στη Χώρα Και η Ανεκπλήρωτη Υπόσχεση της Αιολικής

Το Υψηλό το Κόστος της Ενέργειας στη Χώρα Και η Ανεκπλήρωτη Υπόσχεση της Αιολικής
Του Αδάμ Αδαμόπουλου
Δευ, 16 Δεκεμβρίου 2024 - 10:30

Σε μια περίοδο που την χαρακτηρίζει μια φαινομενικά ελεγχόμενη αύξηση του κόστους της ενέργειας, είναι κατανοητή η ανάγκη για την αναζήτηση σταθερών όπως είναι μια εξισορρόπηση του μείγματος ηλεκτροπαραγωγής με τη συμμετοχή όλων των διαθέσιμων καυσίμων, που θα αποτρέψουν ανεξέλεγκτες κρίσεις στο μέλλον

Η τιμή χονδρικής ηλεκτρισμού στη χώρα μας βρίσκεται σήμερα, Δευτέρα, 16 Δεκεμβρίου,  διαμορφωμένη στα 128,15 ευρώ/MWh, αυξημένη κατά σχεδόν 17% από το Σάββατο, 14 του μήνα, όταν ένα χρόνο νωρίτερα βρισκόταν περίπου 28 ευρώ/MWh χαμηλότερα (100,24 ευρώ/MWh) και την θεωρούσαμε υψηλή…

Και όλα τούτα συμβαίνουν ενώ τα υποτιθέμενα φθηνά καύσιμα, ήτοι, ο ήλιος και ο άνεμος κυριαρχούν στο μείγμα κάτι που όμως δεν αποτυπώνεται στην «λυπητερή» των λογαριασμών του ρεύματος. Για παράδειγμα, η συμμετοχή των ΑΠΕ στην ωριαία παραγωγή ανά καύσιμο που καταγράφει ο ΑΔΜΗΕ, στις 06:00, το ξημέρωμα της Δευτέρας, ανέρχεται σε 63% ή 2.624 MWh, όταν δύο και τρείς ώρες νωρίτερα είχε φθάσει και στο 66% -προφανώς χάρη στην αυξημένη αιολική παραγωγή λόγω των ισχυρών πνεόντων ανέμων στην χώρα.

Η παραμονή των τιμών χονδρικής στον ηλεκτρισμό σε υψηλότερα επίπεδα παρά την περιορισμένη συμβολή του ακριβότερου φυσικού αερίου στο μείγμα (συμμετείχε σε ποσοστό 27% στην ωριαία παραγωγή ανά καύσιμο στις έξι τα ξημερώματα) θα πρέπει να αποδοθεί στην υψηλότερη ζήτηση λόγω της πτώσης της θερμοκρασίας σε όλη τη χώρα (το Σάββατο είχε διαμορφωθεί στις 335,24 GWh.)

Πράγματι, οι τιμές των futures φυσικού αερίου, για παραδόσεις επόμενου μήνα, στο TTF, κυμαίνονται αρκετά χαμηλότερα από τα επίπεδα των προηγούμενων ημερών, στα όρια των 41,200 ευρώ/MWh.

Ωστόσο, παραμένει το ερώτημα γιατί ο “καλπασμός” των ΑΠΕ δεν κατορθώνει, ακόμη, να ρίξει το κόστος της ενέργειας για όλο το φάσμα της κατανάλωσης. Το πρόβλημα των ανεπαρκών διασυνδέσεων, ή οι εξαγωγές ηλεκτρικής ενέργειας προς την Ουκρανία κυρίως από τις αγορές της ΝΑ Ευρώπης, αποτελεί, ίσως, μια εξήγηση, αλλά δεν δίνει όλη την εικόνα.

Από την άλλη, ανακύπτουν διαρκώς νέας προβλήματα με την αποτελεσματικότητα των επενδύσεων στην πράσινη ενέργεια, με την Ευρώπη να φθάνει στα όριά της όσον αφορά στην αιολική ενέργεια.

Χώρες όπως η Δανία και η Σουηδία που θεωρούνταν, άλλοτε, πρωτοπόρες στην επέκταση των υπεράκτιων αιολικών πάρκων συναντούν τώρα εμπόδια, καθώς οι τιμές της ενέργειας αποτρέπουν τις επενδύσεις για νέα έργα, σύμφωνα με το Bloomberg. Είναι χαρακτηριστικό, ότι η τελευταία δημοπρασία που πραγματοποιήθηκε στην Δανία, η μεγαλύτερη στα χρονικά της χώρας, κηρύχτηκε άγονη, καθώς δεν υπήρξε καμία προσφορά!

Όπως σημειώνεται σε άρθρο στο oilprice.com, αυτή η επιβράδυνση στην ανάπτυξη της αιολικής ενέργειας ενέχει τον κίνδυνο να παραταθεί η εξάρτηση από τα ορυκτά καύσιμα, καθώς το αυξανόμενο κόστος της ενέργειας, αμφισβητεί την προηγούμενη επιτυχία του τομέα να μειώσει τις τιμές.

Και όλα τούτα συνέβησαν στην Δανία, η οποία παρήγαγε το 58% της ηλεκτρικής της ενέργειας από αιολικά έργα, το περασμένο έτος. Εταιρείες όπως η κρατική Ørsted επικαλέστηκαν μη ελκυστικές επενδυτικές συνθήκες, με τις χαμηλές τιμές ηλεκτρικής ενέργειας να οφείλονται στην υπερπροσφορά αιολικής ενέργειας.

Η έκθεση του Bloomberg αναφέρει ότι και η Σουηδία αντιμετωπίζει παρόμοιες προκλήσεις, καθώς χρόνια ταχύτατης επέκτασης της αιολικής ενέργειας έχουν συμπιέσει τις αποδόσεις, που αποθαρρύνουν, με τη σειρά τους, την κατασκευή νέων έργων. Οι καθυστερήσεις και οι ακυρώσεις πράσινων βιομηχανικών έργων στο βορρά θολώνουν περαιτέρω τη μελλοντική ζήτηση.

Επίσης, στο Ηνωμένο Βασίλειο, ο στόχος της κυβέρνησης να καταργήσει σταδιακά τα ορυκτά καύσιμα έως το 2030 θα απαιτήσει μια σημαντική αλλαγή στην κατανάλωση ενέργειας προκειμένου να ευθυγραμμιστεί με την κυμαινόμενη προσφορά ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, όπως υποστηρίζει ο διαχειριστής του δικτύου.

Επί του παρόντος, ποσότητες ρεκόρ αιολικής ενέργειας μένουν αναξιοποίητες λόγω των περιορισμών του δικτύου. Σε αντίθεση με τα εργοστάσια ηλεκτροπαραγωγής με άνθρακα και φυσικό αέριο, τα αιολικά πάρκα λειτουργούν ανάλογα με τις καιρικές συνθήκες, με αποτέλεσμα να υπάρχει, συχνά, πλεονάζουσα προσφορά που επιφέρει, με τη σειρά της, μηδενικές ή ακόμη και αρνητικές τιμές ηλεκτρικής ενέργειας.

Είναι πασιφανές και τούτο αποδεικνύεται στην πράξη, ότι ο τομέας της αιολικής ενέργειας χωλαίνει, επειδή αντιμετωπίζει αυξανόμενο κόστος για υλικά, όπως ο χάλυβας και η εργασία. Η ενθάρρυνση των καταναλωτών να προσαρμόσουν τη ζήτηση -ιδιαίτερα με την ηλεκτροδότηση των μεταφορών, της θέρμανσης και της βιομηχανίας- θα μπορούσε να σταθεροποιήσει τις τιμές και να προωθήσει τις επενδύσεις στην καθαρή ενέργεια.

Ο Brian Vad Mathiesen, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Aalborg της Δανίας, σχολιάζει: «Δεν μπορούμε να έχουμε ένα σύστημα ηλεκτρικής ενέργειας που να βασίζεται αποκλειστικά στην αιολική και την ηλιακή ενέργεια. Υπάρχουν αυστηρά τεχνικά και οικονομικά όρια για το πόσο μπορούμε να ενσωματώσουμε στο δίκτυο».

 

(Νέοι τερματικοί σταθμοί επαναεριοποίησης υγροποιημένου φυσικού αερίου στην Ευρώπη. Πηγή: globallnghub.com)

Ο ρόλος του LNG στην πράσινη μετάβαση

Και ενώ αυτά συμβαίνουν στον πολλά υποσχόμενο κόσμο της καθαρής ενέργειας, ολοένα και περισσότερες χώρες ανακοινώνουν, ήδη από το 2022, σχέδια για την επέκταση της παραγωγικής τους ικανότητας σε φυσικό αέριο για την επόμενη δεκαετία, με πολλά νέα έργα μεγάλης κλίμακας να τίθενται σε λειτουργία από το 2021.

Αυτό προκλήθηκε σε μεγάλο βαθμό από τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία το 2022 και τις επακόλουθες κυρώσεις στη ρωσική ενέργεια, οι οποίες οδήγησαν σε παγκόσμια έλλειψη φυσικού αερίου. Καθώς οι χώρες της Ευρώπης και της Βόρειας Αμερικής αναζήτησαν εσπευσμένα εναλλακτικές προμήθειες του καυσίμου, αρκετές κυβερνήσεις αποφάσισαν να υποστηρίξουν νέα σχέδια επέκτασης του φυσικού αερίου για να διασφαλίσουν το μέλλον της ενεργειακής τους ασφάλειας, με πολλές να θεωρούν το φυσικό αέριο ως απαραίτητο μεσοπρόθεσμο μεταβατικό καύσιμο. 

Πρόσφατη έκθεση της Reclaim Finance αναφέρει ότι 200 δισεκατομμύρια δολάρια σε χρηματοδότηση έχουν προβλεφθεί από μεγάλες τράπεζες για νέους τερματικούς σταθμούς φυσικού αερίου, επιπλέον 252 δισεκατομμυρίων δολαρίων από περίπου 400 άλλους επενδυτές. Ενώ οι περισσότερες μεγάλες τράπεζες έχουν δεσμευτεί για μια στροφή προς την τραπεζική «καθαρή μηδενική», πολλές συνεχίζουν να ορίζουν το φυσικό αέριο ως μεταβατικό καύσιμο, επιτρέποντας εξαιρέσεις χρηματοδότησης.

«Οι εταιρείες πετρελαίου και φυσικού αερίου ποντάρουν τα ρέστα τους σε νέα έργα LNG, όμως κάθε ένα από τα σχεδιαζόμενα έργα τους θέτει υπό αμφισβήτηση το μέλλον της Συμφωνίας του Παρισιού για το Κλίμα», υποστηρίζει η Reclaim Finance, ο μη κυβερνητικός οργανισμός έρευνας και εκστρατείας και προσθέτει ότι οι τράπεζες και οι επενδυτές ισχυρίζονται ότι υποστηρίζουν τις εταιρείες πετρελαίου και φυσικού αερίου στην πορεία προς την πράσινη μετάβαση, αλλά αντ' αυτού επενδύουν δισεκατομμύρια δολάρια «σε μελλοντικές κλιματικές βόμβες.»

Η έκθεση διαπίστωσε ότι οκτώ έργα τερματικών σταθμών εξαγωγής υγροποιημένου φυσικού αερίου (LNG) και 99 έργα τερματικών σταθμών εισαγωγής ολοκληρώθηκαν μεταξύ 2022 και 2024, αυξάνοντας την παγκόσμια εξαγωγική ικανότητα κατά 7% και την εισαγωγική ικανότητα κατά 19%. Επιπλέον, προγραμματίζονται 156 νέοι τερματικοί σταθμοί LNG παγκοσμίως, που θα ολοκληρωθούν έως το τέλος της δεκαετίας που διανύουμε, γεγονός που εντείνει τις ανησυχίες για το κλίμα. Μάλιστα, στην ίδια έκθεση αναφέρεται ότι οι διαρροές μεθανίου από αυτούς τους τερματικούς σταθμούς θα μπορούσαν να παράγουν μέχρι και 10 γιγατόνους εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου έως το 2030, ήτοι, ποσότητα σχεδόν ισοδύναμη με τις ετήσιες εκπομπές όλων των εν λειτουργία μονάδων ηλεκτροπαραγωγής με άνθρακα, σε παγκόσμιο επίπεδο.

Τον Οκτώβριο, το World Energy Outlook 2024 του Διεθνούς Οργανισμού Ενέργειας προειδοποιούσε ενόψει μιας καταστροφικής υπερπροσφοράς φυσικού αερίου έως το τέλος της δεκαετίας, σε περίπτωση που υλοποιηθούν όλα τα προγραμματισμένα έργα.

Όπως εξηγούν οι αναλυτές, αυτό θα οδηγήσει αναπόφευκτα σε απότομη πτώση των τιμών του φυσικού αερίου. Ο ΙΕΑ προβλέπει, μάλιστα, ότι η τιμή του φυσικού αερίου που εισάγεται στην Ε.Ε. θα μπορούσε να υποχωρήσει από το υψηλό ρεκόρ των 70 δολαρίων ανά εκατομμύριο βρετανικές θερμικές μονάδες (MBtu) το 2022, σε μόλις 6,50 δολάρια μέχρι το 2030!