Μεταξύ άλλων, όπως επισήμανε ο Πρόεδρος του ΙΕΝΕ, στην Έκθεσή του το Ινστιτούτο τονίζει την ενεργειακή εξάρτηση της χώρας από εισαγωγές, οι οποίες, παρά τις μεγάλες επενδύσεις εδώ και πάνω από δέκα χρόνια, αντί να μειώνεται, αυξάνεται. Πραγματικά, όπως ανέφερε χαρακτηριστικά, «πρέπει να μας εξηγήσουν αυτό το παράδοξο, καθώς από το 2010, με ποσοστό 68,6% η ενεργειακή εξάρτηση έχει φτάσει, το 2022, το 79,60%, ενώ το 2024 πρέπει να έχει φτάσει το 80%».
Η Έκθεση, που δεν αποτελεί εναλλακτική πρόταση ενεργειακής πολιτικής αλλά αποτύπωση της πραγματικότητας, περιλαμβάνει, σε αντίθεση με το ΕΣΕΚ, τους τομείς της διύλισης, του πετρελαίου και των ερευνών υδρογονανθράκων – καθώς και το φυσικό αέριο, το οποίο συμπεριελήφθη μόλις στην αναθεωρημένη έκδοση του Εθνικού Σχεδίου για την Ενέργεια και το Κλίμα. Κατ’ αυτή την έννοια, όπως υπογράμμισε ο κ. Σταμπολής η φετινή Έκθεση του ΙΕΝΕ – η 4η από το 2019 – είναι πιο προσγειωμένη σε σχέση με το ΕΣΕΚ.
Επενδύσεις 67,5 δις ευρώ ως το 2030
Στην εισαγωγική του ομιλία κατά την παρουσίαση της Έκθεσης του Ινστιτούτου Ενέργειας ΝΑ Ευρώπης για τον «Ελληνικό Ενεργειακό Τομέα 2024», η οποία οργανώθηκε υπό την αιγίδα και την υποστήριξη του Τεχνικού Επιμελητηρίου Ελλάδας, ο Πρόεδρος του ΙΕΝΕ τόνισε ότι θα επενδυθούν συνολικά από εφέτος και μέχρι και το 2030 67,5 δις ευρώ στον ενεργειακό τομέα της χώρας, ποσό που αφορά και τον τομέα της διύλισης.
Επιπλέον, υπογράμμισε ότι η Ελλάδα παραμένει καθαρός εισαγωγέας ενέργειας, και συγκεκριμένα πετρελαίου και φυσικού αερίου, εξαιτίας και της πολιτικής απολιγνιτοποίησης, βάσει της οποίας, ο λιγνίτης καλύπτει σήμερα μόλις το 6% (Ιούλιος 2024) από 46% το 2013. Ωστόσο, τόνισε ότι το ΙΕΝΕ δεν τάσσεται υπέρ της πλήρους απολιγνιτοποίησης, καθώς πιστεύει ότι πρέπει να διατηρηθούν κάποιες μονάδες για λόγους ενεργειακής ασφάλειας, και, άρα, ο λιγνίτης θα πρέπει να παραμείνει στο ενεργειακό μίγμα της χώρας ως εφεδρεία.
Ο δημοσιονομικός αντίκτυπος των ενεργειακών εισαγωγών
Καθώς, οι καθαρές εισαγωγές καυσίμων ως ποσοστό του ΑΕΠ επηρεάζονται ιδιαίτερα από τις διεθνείς τιμές πετρελαίου και φ. αερίου, ο κ. Σταμπολής υπογράμμισε ότι, σε περιόδους με υψηλές διεθνείς τιμές καυσίμων το ποσοστό αυτό ξεπερνά το 5% (2011, 2012) και φθάνει ακόμα υψηλότερα, 6,3% το 2022. Έτσι, σε περιόδους υψηλών διεθνών τιμών καυσίμων παρατηρούμε διόγκωση του Ελλείμματος Τρεχουσών Συναλλαγών, όπως π.χ. το 2022, οπότε και αυτό ανήλθε σε -€20.09 δισεκ. το 2022, έναντι - €10.96 δισεκ. το 2020. Όπως παρατήρησε ο Πρόεδρος του ΙΕΝΕ, σταθερά το μεγαλύτερο ποσοστό στο Έλλειμμα Τρεχουσών Συναλλαγών αντιστοιχεί στα εισαγόμενα (100%) καύσιμα (πετρέλαιο, φ. αέριο, ηλεκτρισμός), με αυτό να έχει κυμανθεί από το 63,9% το 2013 (όταν είχαν κατακρημνιστεί όλες οι άλλες εισαγωγές) στο 65,5% το 2022 και 49,3% το 2023. Μάλιστα, το ποσοστό των εισαγόμενων καυσίμων στο Έλλειμμα Τρεχουσών Συναλλαγών παραμένει υψηλό παρά την αισθητή μείωση στην κατανάλωση πετρελαίου (από 9,4 εκατ. τόννους το 2010 στις 6,7 εκατ. τον. το 2022), αφού το ίδιο διάστημα υπήρξε σημαντική αύξηση στην κατανάλωση φ. αερίου (από 4,15 bcma το 2010 στα 6,9 bcm το 2021, 5,66 bcma το 2022 και 5,06 bcma το 2023).
Σύμφωνα με το ΙΕΝΕ, μόνο η ενίσχυση με κάθε δυνατό τρόπο της εγχώριας παραγωγής ενέργειας απ´ όλες ανεξαιρέτως τις πηγές (ορυκτά καύσιμα και ΑΠΕ) μπορεί να συμβάλλει στην αλλαγή κατεύθυνσης του Ισοζυγίου Εξωτερικών Συναλλαγών και από απόλυτα αρνητικό να μετατραπεί σε θετικό, με άμεσο αντίκτυπο την βελτίωση της δημοσιοοικονομικής θέσης της χώρας.
«Γεωπολιτική ασπίδα» της Ελλάδας απέναντι στις διεκδικήσεις της Άγκυρας η πρόοδο των ηλεκτρικών διασυνδέσεων των νησιών
Αναφέρθηκε, επίσης, και στην πρόοδο των ηλεκτρικών διασυνδέσεων των νησιών με την ηπειρωτική Ελλάδα (Κρήτη, Κυκλάδες, Δωδεκάνησα, Βόρειο Αιγαίο), χαρακτηρίζοντάς τες «γεωπολιτική ασπίδα» της Ελλάδας απέναντι στις διεκδικήσεις της Άγκυρας. Και αυτό όχι μόνο γιατί καταρρίπτουν τα τουρκικά επιχειρήματα περί της οικονομικής δραστηριότητας των νησιών αλλά και επειδή κατοχυρώνονται τα δικαιώματα της Ελλάδας και μέσω της χρηματοδότησης των διασυνδέσεων αυτών από την ΕΕ.
Αναφορικά με τους ρύπους στη χώρα μας, όπως παρατήρησε, ο κ. Σταμπολής, παρά την αυξημένη εγκατεστημένη ισχύ στις ΑΠΕ, αυτοί, από το 2013, έχουν μειωθεί από τους 70 γιγατόνους σε μόλις 65 γιγατόνους το 2023. Παράλληλα, η τάση του εξηλεκτρισμού είναι μεν αυξανόμενη αλλά με πολύ μικρή διείσδυση, καθώς τα αμιγώς ηλεκτροκίνητα αυτοκίνητα είναι μόλις κάποιες χιλιάδες με μερίδιο πωλήσεων μόλις 4,74% το 2023.
Αδυναμίες και προοπτικές του ελληνικού ενεργειακού τομέα
Τέλος, σχετικά με τα συμπεράσματα της Έκθεσης του ΙΕΝΕ για τον «Ελληνικό Ενεργειακό Τομέα 2024», ο Πρόεδρος του Ινστιτούτου τόνισε ότι, όσον αφορά τις αδυναμίες, αυτές περιλαμβάνουν, πέραν της υψηλής ενεργειακής εξάρτησης, και τις δομικές ανισορροπίες και τη σχετικά υψηλή συγκέντρωση, ιδίως στον τομέα προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας, καθώς και το υψηλό κόστος ενέργειας στην αγορά χονδρικής. Αναφέρθηκε, επίσης, στο ζήτημα της απόρριψης μέρους της παραγόμενης ηλεκτρικής ενέργειας από ΑΠΕ. Παράλληλα, σημείωσε ότι είναι ασθενής η σύνδεση της αγοράς χονδρικής με την αγορά λιανικής πώλησης ηλεκτρικής ενέργειας, ενώ σχετική καθυστέρηση παρατηρείται στην ανάπτυξη των «ευφυών» δικτύων διανομής ηλεκτρισμού αλλά και στην εγκατάσταση «έξυπνων» μετρητών.
Από την άλλη, παρατηρείται επιτάχυνση της επέκτασης των ενεργειακών υποδομών και των διασυνδέσεων στο εσωτερικό της χώρας αλλά και με τα γειτονικά κράτη (EuroAsia Interconnector, EuroAfrica Interconnector), ενώ στις αγορές ηλεκτρισμού και φυσικού αερίου της χώρας μας εμφανίζονται νέοι παίκτες. Βάσει των ανωτέρω προοπτικών και των ευκαιριών για περαιτέρω ανάπτυξη του ενεργειακού τομέα της Ελλάδας, ο Πρόεδρος του ΙΕΝΕ τόνισε ότι διαμορφώνεται ένα κλίμα υψηλών προσδοκιών για μία νέα δυναμική ανάπτυξης στην ελληνική αγορά ενέργειας τα επόμενα χρόνια.