Ν. Βέττας, Γενικός Διευθυντής ΙΟΒΕ: «Απλότητα, Σταθερότητα στους Κανόνες και Φιλόδοξες Τομές»

Ν. Βέττας, Γενικός Διευθυντής ΙΟΒΕ: «Απλότητα, Σταθερότητα στους Κανόνες και Φιλόδοξες Τομές»
συνέντευξη στον Πλάτωνα Τσούλο
Τρι, 17 Δεκεμβρίου 2024 - 16:37

Η ευνοϊκή - σταθερή ανάπτυξη της χώρας θα απαιτήσει κοινωνικές συναινέσεις, υπογραμμίζει ο Γενικός Διευθυντής του ΙΟΒΕ και καθηγητής του ΟΠΑ, σε συνέντευξή του στον διευθυντή της εφημερίδας «Ναυτεμπορική», Πλάτωνα Τσούλο

Περισσότερη απλότητα και σταθερότητα στους κανόνες για τις επιχειρήσεις και πιο φιλόδοξες και αποφασιστικές τομές ώστε η ελληνική οικονομία να καταστεί πολύ πιο ανοικτή, να υπάρξει μεγαλύτερη τόνωση των επενδύσεων, ένταση του επιχειρείν και επιστροφή των νέων στην Ελλάδα, ζητεί ο γενικός διευθυντής του ΙΟΒΕ και καθηγητής του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών (ΟΠΑ), Νίκος Βέττας, σε συνέντευξη που παραχώρησε στη εφημερίδα «ΝΑΥΤΕΜΠΟΡΙΚΗ».

Ο ίδιος προσθέτει ότι η ευνοϊκή – σταθερή ανάπτυξη της χώρας τα επόμενα χρόνια θα απαιτήσει κοινωνικές συναινέσεις γύρω από εθνικούς στόχους, αναφέροντας παράλληλα την ανάγκη για την ταχύτερη δυνατή μείωση του δημόσιου χρέους στο 100% του ΑΕΠ. Προτείνει επίσης μια περισσότερο φιλόδοξη πολιτική αλλαγών, που θα βοηθήσει για τη μετατόπιση ανθρώπων και κεφαλαίου προς πεδία με υψηλότερη παραγωγικότητα. Μάλιστα, ο κ. Βέττας σημειώνει ότι κάποιοι πρέπει να ξεβολευτούν από τα εύκολα εισοδήματα που προέρχονται από στρεβλά κίνητρα.

Ακολουθεί το πλήρες κείμενο της συνέντευξης του γενικού διευθυντή του ΙΟΒΕ, Νίκου Βέττα, στη «Ν»:

Λαμβάνοντας υπόψη τα στοιχεία που δημοσίευσε την Παρασκευή η ΕΛΣΤΑΤ περί μεγέθυνσης του ΑΕΠ κατά 2,4% στο τρίτο τρίμηνο, ποια είναι η τελική σας εκτίμηση για το κλείσιμο της χρονιάς, όπως και για την εξέλιξη του ΑΕΠ το 2025;

«Επιβεβαιώνεται η εικόνα ισχυρότερης μεγέθυνσης από τον μέσο όρο της Ευρωζώνης, η οποία επίσης σχετικά επιταχύνεται. Φαίνεται πως στο έτος θα κινηθούμε με ρυθμό όχι μακριά από την εκτίμηση του ΙΟΒΕ, περίπου 2,3%. Θετική τροχιά αναμένεται και στη νέα χρονιά με παρόμοιο ρυθμό, εκτός αν υπάρξουν ισχυρές εξωτερικές αναταράξεις. Δεν πρέπει να υποτιμάμε τη σημασία μιας τέτοιας σταθερής πορείας, καθώς τα νοικοκυριά και οι επιχειρήσεις απομακρύνονται, έστω σταδιακά, από τις συνθήκες της βαθιάς κρίσης και δημιουργούνται προϋποθέσεις για διατηρήσιμη ανάπτυξη στη συνέχεια. Όμως, με τη θετική εικόνα, υπάρχουν και σημαντικές αδυναμίες. Οι τιμές των προϊόντων και υπηρεσιών κινούνται εντονότερα ανοδικά από την υπόλοιπη Ευρωζώνη – είναι κρίσιμο να υπάρξει αποκλιμάκωση του πληθωρισμού το συντομότερο δυνατόν κάτω από το 2%. Στις επενδύσεις, παρά την άνοδο, υπάρχει υστέρηση από τους επιθυμητούς στόχους, ποσοτικά και ποιοτικά. Τέλος, η πίεση στο εμπορικό ισοζύγιο παραμένει έντονη, αντανακλώντας προβλήματα διαρθρωτικής ανταγωνιστικότητας που δεν έχουν επιλυθεί. Με τα σημερινά δεδομένα, συνυπολογίζοντας και το δημογραφικό, η τάση της οικονομίας μας έπειτα από μια διετία είναι υποχώρηση της μεγέθυνσης προς το 1%».

Πόσο πρέπει να ανησυχούμε για την πορεία της ευρωπαϊκής οικονομίας μετά και τις τελευταίες δυσμενείς εξελίξεις στη Γαλλία και στη Γερμανία;

«Η πιθανότητα το κόστους χρηματοδότησης για τη Γαλλία να αυξηθεί και να φτάσει σύντομα σε επίπεδα κρίσης είναι μικρή. Πρόκειται για μεγάλη οικονομία, με ισχυρή παραγωγική βάση και εμπορικές ροές, που έχει γραμμές άμυνας, καθώς αποτελεί κεντρικό τμήμα της Ευρωζώνης. Αυτό δεν σημαίνει, βέβαια, πως η κατάσταση είναι ευχάριστη. Αρνητικές πολιτικές και οικονομικές εξελίξεις αλληλοεπιδρούν και εξασθενεί η ευρωπαϊκή οικονομία. Στη Γαλλία δεν φαίνεται πώς θα υπάρξει εξομάλυνση, πριν μεσολαβήσει μια ακόμη πιο δύσκολη περίοδος προσεχώς, που θα εντείνει τις αβεβαιότητες. Άλλες μεγάλες οικονομίες αντιμετωπίζουν εξίσου μεγάλες προκλήσεις, σίγουρα η Γερμανία που πιέζεται στο πρότυπο παραγωγής και εξαγωγών της και η Ιταλία της οποίας το δημόσιο χρέος είναι ανησυχητικά υψηλό. Το στοίχημα του μετασχηματισμού της ευρωπαϊκής οικονομίας κάθε άλλο παρά εύκολο είναι και πιθανότερο είναι σε ένα έτος να έχουμε μια ασθενέστερη Ευρώπη, παρά το αντίθετο».

Σε τι βαθμό είναι λογικό να συσχετίζουμε τα όσα συμβαίνουν σήμερα στη Γαλλία με τα όσα βίωσε η Ελλάδα κατά την πολυετή κρίση χρέους;

«Τα μεγέθη των οικονομιών είναι ανόμοια, άρα και οι δυνατότητες χειρισμών και, σε κάθε περίπτωση, το ευρωπαϊκό περιβάλλον είναι σήμερα ωριμότερο από το 2010. Για εμάς αναδεικνύεται η σημασία της ρύθμισης του χρέους κατά την περίοδο των μνημονίων, όπως και των μετέπειτα χειρισμών. Ο μακροπρόθεσμος χαρακτήρας του και το χαμηλό κόστος εξυπηρέτησης προστατεύει από τις τρέχουσες αναταραχές και αποτελεί βάση ανάπτυξης. Παραμένει όμως ως σύνολο εξαιρετικά υψηλό και η υποχώρησή του, ταχύτερα και από το αρχικά προβλεπόμενο, προς μια ασφαλέστερη περιοχή, στο 100% του ΑΕΠ, πρέπει να είναι εθνικός στόχος για μια χώρα που πέρασε μια τόσο οδυνηρή περιπέτεια. Άλλωστε, οι εξελίξεις στη Γαλλία υπενθυμίζουν πόσο εύκολα μεταβάλλονται οι συνθήκες χρηματοδότησης, ενώ η εξασθένηση σημαντικών εμπορικών εταίρων και η αύξηση του κόστους χρηματοδότησης στην Ευρωζώνη δεν είναι θετικές εξελίξεις».

Η εκλογή του προέδρου Τραμπ στις ΗΠΑ και η πολιτική της νέας κυβέρνησης πώς μπορούν να επηρεάσουν την οικονομία μας;

«Συζητείται περισσότερο η αύξηση των δασμών και μια πολιτική προστατευτισμού, που θα εμπλέξει την Ευρώπη και άλλους εταίρους μας. Εφόσον αυτό συμβεί, άμεσα ή έμμεσα θα υπάρξει πίεση στο εμπορικό μας ισοζύγιο. Η ελληνική οικονομία χρειάζεται περισσότερες επενδύσεις και εξαγωγές και έχει να χάσει από τον περιορισμό του διεθνούς εμπορίου. Επειδή όμως εκεί ίσως αναπτυχθούν δυνάμεις εξισορρόπησης, περισσότερο ανησυχεί η πρόκληση κραδασμών στο χρηματοοικονομικό ή γεωπολιτικό πλαίσιο. Η εκλογή του προέδρου Τραμπ ίσως λειτουργήσει ως επιταχυντής εξελίξεων. Ανισορροπίες της παγκόσμιας οικονομίας κρύφτηκαν μετά το 2008 από τη μεγάλη ρευστότητα που διοχετεύτηκε. Παρά την απότομη αναστροφή της νομισματικής πολιτικής για να περιορισθεί ο πληθωρισμός, αποφεύχθηκε μια γενική ύφεση, όμως περαιτέρω αβεβαιότητα μπορεί να πυροδοτήσει κρίσεις. Ο υψηλός δανεισμός και τα δημοσιονομικά ελλείματα σημαντικών κρατών με ασθενείς πολιτικά κυβερνήσεις δεν είναι θετικός παράγοντας».

Δεδομένων τέτοιων ευρύτερων κινδύνων, κάποιοι υποστηρίζουν ότι όπως διευθετήθηκαν τα κόκκινα δάνεια εκτός τραπεζικών ισολογισμών ήταν σαν να κρύψαμε το πρόβλημα κάτω από το χαλί. Συμφωνείτε;

«Το μέγεθος του προβλήματος ήταν τόσο μεγάλο που δεν θα μπορούσε να διευθετηθεί εντός των τραπεζικών ισολογισμών. Το ποσοστό των κόκκινων δανείων ήταν περίπου δεκαπλάσιο από μια τραπεζική κανονικότητα. Άσχετα από τους χειρισμούς στη δημιουργία του προβλήματος, η απομόνωσή του από την υπόλοιπη λειτουργία των τραπεζών ήταν προϋπόθεση επιβίωσης όχι μόνο για τις ίδιες, όσο για την υπόλοιπη οικονομία. Όμως, τα δάνεια αυτά παραμένουν εντός της ελληνικής οικονομίας και επηρεάζουν κρίσιμα τη δυνατότητα δανειοδότησης των κλάδων της. Πρόσφατη μελέτη του ΙΟΒΕ τα συνέδεσε με εταιρείες “ζόμπι”, που απασχολούν πόρους χωρίς ουσιαστικές προοπτικές ανάκαμψης και που μειώνουν τη συνολική παραγωγικότητα της οικονομίας. Χωρίς γρηγορότερη διευθέτηση των σχετικών προβλημάτων και απελευθέρωση πόρων, δύσκολα θα επιταχυνθεί η ελληνική οικονομία τα επόμενα χρόνια».

Με αφορμή το φετινό Νόμπελ Οικονομίας, θεωρείτε ότι στην Ελλάδα οι θεσμοί προωθούν τη συμπερίληψη και τη συναπόφαση, συμβάλλοντας στην εδραίωση της δημοκρατίας και στη δρομολόγηση της οικονομικής ανάπτυξης, ή λειτουργούν στηρίζοντας μόνο μια ελίτ;

«Οι θεσμοί στη χώρα δεν είναι ασθενείς και ιδίως στο επίπεδο της δημοκρατίας, των πολιτικών λειτουργιών και της προστασίας των ελευθεριών έχουν αποδειχθεί ανθεκτικοί και σε περιόδους κρίσης. Αυτό είναι ένα ουσιώδες κεκτημένο. Από την άλλη, η συνολική θεσμική λειτουργία δεν έχει αποδειχθεί αποτελεσματική στο να προάγει συναινέσεις που θα υποστηρίζουν αλλαγές για μεγαλύτερη ευημερία. Η σύγκριση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες δεν είναι σε αυτό το σημείο ευνοϊκή και η σταθερή ανάπτυξη της χώρας τα επόμενα χρόνια θα απαιτήσει κοινωνικές συναινέσεις γύρω από εθνικούς στόχους. Η άλλη πλευρά του ίδιου νομίσματος είναι ότι ατέλειες στη θεσμική λειτουργία, συμπεριλαμβάνοντας την εκπαίδευση και την κοινωνική κινητικότητα, τους όρους ανταγωνισμού και τα μέσα ενημέρωσης, συχνά ευνοούν όσους βρίσκονται εντός των τειχών σε σχέση με άλλους, σε μεγάλη ή και σε μικρή κλίματα. Πρόοδος σε αυτή τη διάσταση είναι απαραίτητη για την προσέλκυση επενδύσεων και ανθρώπινου κεφαλαίου, καθιστώντας σταδιακά την Ελλάδα ένα ισχυρό περιφερειακό κέντρο».

(από την εφημερίδα "ΝΑΥΤΕΜΠΟΡΙΚΗ")