θα μπορούσαν να χάσουν τους στόχους που έχουν τεθεί για την πράσινη μετάβαση.
Μόλις κατά 4% αυξήθηκαν οι εγκαταστάσεις υποδομών ηλιακής ενέργειας στην Ευρώπη για το 2024, σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία των επιχειρήσεων του κλάδου. Ο αριθμός αυτός δεν θα ήταν ανησυχητικός αν δεν είχαν προηγηθεί αυξήσεις της τάξεως του 40% για το 2021 και το 2022 και του 50% για το 2023. Μολονότι η ισχύς 65,5 GWτων νέων εγκαταστάσεων αποτελεί ρεκόρ, η επιβράδυνση της ανάπτυξη των ηλιακών μονάδων αναδεικνύει μία σαφή τάση στην ευρύτερη ευρωπαϊκή αγορά. Συνολικά, η ΕΕ πρέπει να εγκαθιστά 70 GWσε ετήσια βάση προκειμένου να πετύχει τους στόχους που έχει θέσει για το 2030.
Όπως δείχνουν τα στοιχεία, η μείωση σημειώθηκε τόσο στις οικιακές εγκαταστάσεις φωτοβολταϊκών, όσο και στις επενδύσεις για έργα ηλιακής ενέργειας. Για τους μεμονωμένους καταναλωτές, το τέλος της ενεργειακής κρίσης που σημειώθηκε τα προηγούμενα χρόνια, αλλά και η παύση των σχετικών επιδοτήσεων, σήμανε λιγότερα κίνητρα για στροφή προς την ηλιακή ενέργεια, παρόλο που το κόστος των πρώτων υλών έχει μειωθεί δραματικά εξαιτίας των εισαγωγών από την Κίνα.
Όσο για τους επενδυτές, το βασικό πρόβλημα για την εγκατάσταση νέων υποδομών είναι τα απαρχαιωμένα ηλεκτρικά δίκτυα της Ευρώπης. Η είσοδος των υφιστάμενων μονάδων ΑΠΕ έχει προκαλέσει σοβαρά προβλήματα στα δίκτυα της ηπείρου, τα οποία πλέον αντιμετωπίζουν καθημερινά θέματα λειτουργίας. Για παράδειγμα, η πλεονάζουσα παραγωγή των ΑΠΕ σε συνδυασμό με τη χαμηλή ζήτηση οδηγεί στην “αποσύνδεση” ορισμένων μονάδων προκειμένου να μην υπερφορτωθούν τα δίκτυα. Αντίστοιχα, οι νέες υποδομές καθυστερούν πολύ να συνδεθούν στο δίκτυο, είτε γιατί δεν υπάρχει η σχετική γεωγραφική κάλυψη, είτε γιατί τα υφιστάμενα καλώδια δεν ανταποκρίνονται στις ανάγκες των υψηλών φορτίων.
Η νέα αυτή πραγματικότητα, τόσο στην ηλιακή, όσο και στην αιολική ενέργεια, εγείρει σοβαρές ανησυχίες για τους πράσινους στόχους της ΕΕ. Με την αγορά ορυκτών καυσίμων, και ειδικά φυσικού αερίου, να αλλάζει με την έλευση του Ντόναλντ Τραμπ στον Λευκό Οίκο και το τέλος του πολέμου στην Ουκρανία, είναι πλέον πιθανό να οδηγήσει σε μία οπισθοχώρηση από την πολιτική της ενεργειακής μετάβασης που είχε χαράξει η ΕΕ.