Η δημογραφική παρακμή των χριστιανών εντείνεται, όμως, ως αποτέλεσμα αλληλουχιών διώξεων και μεταστροφών από τον 8ο αιώνα, που συμβολίζεται από τη μεταστροφή των Ταννουχήδων (ή Σαρακηνών) του Χαλεπίου το 779. Ο Youssef Courbage υπολογίζει ότι γύρω στο έτος 900, η Συρία είχε ακόμη τόσους μουσουλμάνους όσοι και χριστιανούς (περίπου 2 εκατομμύρια).
Οι Σταυροφορίες αποτέλεσαν παραδόξως έναν επιταχυντή αυτής της παρακμής. Από το 1095 οργανωμένες για την υπεράσπιση του Ανατολικού Χριστιανισμού, θα γίνουν πηγή αποσταθεροποίησης, εκθέτοντας τις τοπικές χριστιανικές κοινότητες σε υποψίες και σε αντίποινα. Εάν πολλοί στην Συρία θα υπερασπιστούν τα νέα λατινικά κράτη, άλλοι δεν αισθάνονται απαραίτητα συνδεδεμένοι με τη Ρώμη, ειδικά οι Ορθόδοξοι «σχισματικοί», και σε μικρότερο βαθμό οι Σύριοι Ορθόδοξοι και Ανατολικοί, οι οποίοι θεωρούνταν ως «αιρετικοί» «Ιακωβίτες» και «Νεστοριανοί». Μέσω κατακτήσεων και ανακατακτήσεων, η κατάσταση των Χριστιανών της Ανατολής γινόταν όλο και πιο επισφαλής. Το 1123 ο καδής του Χαλεπίου θα μετατρέψει τις περισσότερες εκκλησίες της πόλης σε τζαμιά. Ο Σαλαδίνος, με τη σειρά του, θα επιβάλλει αυστηρά μέτρα που εισάγουν διακρίσεις κατά των dhimmis (=μη μουσουλμάνοι που ζουν σε ένα ισλαμικό κράτος), προκαλώντας πολλές μεταστροφές, αλλά στη συνέχεια θα τους προστατεύσει και θα περιβάλλεται από γραμματείς και ιατρούς, Χριστιανούς και Εβραίους. Το 1268, ο σουλτάνος των Μαμελούκων Baybars κατέσφαξε ή έκανε σκλάβους τους Χριστιανοούς της Αντιόχειας. Για πρώτη φορά οι Χριστιανοί γίνονται μειονότητα. Στις αρχές του 16ου αιώνα οι Χριστιανοί αντιπροσώπευαν μόνο το 10%. του πληθυσμού. Όμως η οθωμανική περίοδος χαρακτηρίζεται από μία θεαματική δημογραφική ανάκαμψη: στο Χαλέπι, από 4% στις αρχές του 16ου αιώνα γίνονται 20%, στα τέλη του 17ου αιώνα. Σύμφωνα με τον Youssef Courbage, μεταξύ 1580 και 1880, όταν ο εβραϊκός και ο μουσουλμανικός πληθυσμός γνώριζαν μία μικρή αριθμητική αύξηση (οι Εβραίοι παραμένουν περίπου το 1% του πληθυσμού, και οι μουσουλμάνοι αυξάνονται από 1,3 σε 1,6 εκατομμύρια), οι Χριστιανοί του Bilad el Cham αστικοποιούνται και αυξάνονται από το 8 στο 24% του πληθυσμού, δηλ. 100.000 με σχεδόν 500.000 άτομα. Αν και αυτή η ανάπτυξη περιστασιακά επιβραδύνεται από τις αλληλουχίες της καταστολής, μπορεί να εξηγηθεί από τη διανομή της στρατιωτικής θητείας σε νέους ενήλικες, την μη εμπλοκή σε πολέμους που συνοδεύονταν από νεκρούς και επιδημίες, αλλά και από μία εκπαίδευση που υποστηριζόταν από χριστιανικές ιεραποστολές και συνέβαλε στην οικονομική ανάπτυξη και στη διάδοση μέτρων υγιεινής.
Η παρέμβαση των ευρωπαϊκών δυνάμεων είναι κομβικής σημασίας για να κατανοήσουμε την πορεία των Ανατολικών Χριστιανικών κοινοτήτων. Από το 1820, βρετανικές και αμερικανικές προτεσταντικές αποστολές, οι ανταγωνιστές τους Γάλλοι Καθολικοί και στη συνέχεια οι Ρώσοι Ορθόδοξοι, θα επεκτείνουν την επιρροή τους στην περιοχή. Η βία κατά των Χριστιανών στο Χαλέπι το 1850, και ιδιαίτερα οι σφαγές σε Δαμασκό και σε Λίβανο το 1860, προκάλεσαν την παρέμβαση της Γαλλίας, πρώτη «ανθρωπιστική επέμβαση» και επέτρεψαν στις ευρωπαϊκές εξουσίες να επανενεργοποιήσουν τον ρόλο τους ως «προστάτες» – μέσω επέκτασης των προνομίων που δόθηκαν με τις Διομολογήσεις, κατά τον 16ο αιώνα. Εξασθενημένη, η Οθωμανική Αυτοκρατορία κατήργησε επίσης το καθεστώς των dhimmi το 1856, για να κινηθεί προς ίσα δικαιώματα μεταξύ των υπηκόων της Αυτοκρατορίας. Αλλά επιτρέποντας τις θρησκευτικές κοινότητες να οργανωθούν σε μιλέτ, η οθωμανική μεταρρύθμιση θα ενισχύσει τις κοινοτικές δομές. Στις αρχές του 20ου αιώνα, η βιαιότητα του τουρκικού εθνικισμού σχετικά με το Ισλάμ και οι σφαγές (Αρμενίων και Ασσυροχαλδαίων) θα επισπεύσει την εξορία των Χριστιανών. Το 1914 θα εκπροσωπούν το 10% του πληθυσμού εντός των συνόρων της σημερινής Συρίας. Κάτοχος της αποικιοκρατικής «εντολής» στην περιοχή από το 1920, η Τρίτη Γαλλική Δημοκρατία δεν επιδίωξε σε καμία περίπτωση να εξάγει αντικληρικαλισμό, αντιθέτως συνέχισε να βασίζεται σε χριστιανικούς πληθυσμούς, πρώτα και κύρια στους Μαρωνίτες που πέτυχαν τη δημιουργία ενός κράτους στο οποίο ήταν πλειοψηφία: τον Μεγάλο Λίβανο.
Στην ανεξάρτητη Συρία η μείωση του χριστιανικού πληθυσμού θα συνεχιστεί, λόγω της επιταχυνόμενης μετανάστευσης και μιας ήδη σε εξέλιξη δημογραφικής μετάβασης (μείωση του ποσοστού των γεννήσεων). Σε κάθε περιφερειακή κρίση, η ανασφάλεια αυξάνεται: εμφύλιος πόλεμος στον Λίβανο, εισβολή στο Ιράκ το 2003 που οδήγησε στην άφιξη στη Συρία πολλών Ιρακινών Χριστιανών, κ.λπ. Στη δεκαετία του 2000, οι εκτιμήσεις συμφωνούν στο γεγονός ότι οι Χριστιανοί αντιπροσωπεύουν περίπου το 5% του συριακού πληθυσμού, ή 1 εκατομμύριο των ανθρώπων. Οι ιστορικοί Bernard Heyberger και Aurélien Girard έχουν δείξει ότι οι Ανατολικοί Χριστιανοί χαρακτηρίζονται τόσο από τον έντονο κατακερματισμό τους – είναι διαχωρισμένοι σε έντεκα Εκκλησίες, άρα ένας Χριστιανός της Ανατολής δεν ορίζει τον εαυτό του ως τέτοιος, αλλά μέσω της εκκλησιαστικής του υπαγωγής, όσο και από την έντονη κινητικότητά τους και τη δημιουργία «διασπορών» σε όλο τον κόσμο.
Αυτή η συνεχιζόμενη δημογραφική πτώση, αν και μη γραμμική, μας οδηγεί να αμφισβητούμε περισσότερο το θέμα της «μειονότητας» στη διαδικασία οικοδόμησης κράτους. Ο όρος «μειονότητα» (aqalliyya) εμφανίστηκε στα τέλη του 19ου αιώνα στο πλαίσιο των ευρωπαϊκών πολιτικών για την προστασία τους. Η προξενική προστασία των χριστιανικών κοινοτήτων και οι συνέπειές της (εκπαίδευση, ρόλος στο εμπόριο, μετανάστευση κ.λπ.) επιτρέπουν σε αυτές να οικοδομήσουν μια αίσθηση κοινής ταυτότητας. Για τη Γαλλία, αυτοί οι προστατευόμενοι πληθυσμοί αποτελούν την κατηγορία των «Λεβαντίνων». Αυτό δεν εμποδίζει την πλήρη ένταξή τους στις κοινωνίες στις οποίες ανήκουν, και ειδικότερα έχουμε την ανάμιξη χριστιανών διανοουμένων στην Nahda (=Αναγέννηση) και μετάτον Αραβικό εθνικισμό που θα οδηγήσει την Αραβόφωνη Ορθόδοξη κοινότητα, πλειοψηφική και χαρακτηρισμένη από ισχυρό αίσθημα ότι ανήκει στο αραβικό σύνολο, να ξεφύγει από τον εγκλωβισμό της «μειονότητας». Ένας από αυτούς ήταν και ο Michel Aflaq, ο οποίος βοήθησε να ιδρυθεί το κόμμα Baath.
Μετά την ανεξαρτησία της Συρίας, ο συνταγματάρχης Chichakli απαγόρευσε το 1951, στο όνομα της ανεξιθρησκίας, κάθε αναφορά σε ομολογιακούς δεσμούς. Από το 1954, το Κοινοβούλιο επιτρέπει την εκπροσώπηση των πολιτών ανεξάρτητα από τις θρησκευτικές τους ομολογίες. Ένας χριστιανός, ο Farès Al-Khouri, αναλαμβάνει την ηγεσία της κυβέρνησης. Το 1970, η έλευση στην εξουσία του ίδιου του Χαφέζ Αλ Άσαντ, που προερχόταν από μια θρησκευτική μειονότητα, τους Αλαουίτες, φέρνει στους Χριστιανούς σε μία διφορούμενη θέση. Από τη μια πλευρά, φαίνεται ότι μπορούν να επωφεληθούν από τη συμμαχία των μειονοτήτων που πρεσβεύει το καθεστώς για να αντισταθμίσει την Σουνιτική πλειοψηφία. Από την άλλη, οι Χριστιανοί παραμένουν προσεκτικοί στην επίδειξή τους προκειμένου να προφυλάσσονται από κατηγορίες για σεχταρισμό ή προώθηση διχασμού (fitna tâ'ifiyya). Ο Άσαντ μάλιστα ισχυριζόταν ότι είναι η φιγούρα του Σαλαδίνου, του οποίου το άγαλμα μπροστά από την ακρόπολη της Δαμασκού τον αναπαριστά να δεσπόζει των Σταυροφόρων Renaud de Châtillon και Guy de Lusignan. Κατά τη διάρκεια της εξέγερσης του 2011, το καθεστώς προσπάθησε να πείσει τους Χριστιανούς της χώρας –και μαζί τους τις διεθνείς δυνάμεις– ότι η συνύπαρξη μεταξύ των κοινοτήτων απαιτεί τη δική της διαμεσολάβηση. Μεταξύ των διαδηλωτών ακούγονταν σεχταριστικά συνθήματα («οι Χριστιανοί στη Βηρυτό, οι Αλαουίτες στον τάφο» [al-masîhîûn ilâ Bairût, al-’alawîûn fi al-tâbût]), ακόμα κι αν ήταν εν πολλοίς κατευθυνόμενα.
Ωστόσο, άλλα επαναστατικά συνθήματα επιβεβαίωναν την υπέρβαση των κοινοτικών αποκλεισμών («Μουσουλμάνοι, Χριστιανοί, Δρούζοι, Ισμαηλίτες, Σουνίτες, Σιίτες, όλοι θέλουμε την ελευθερία» [Muslim, Masîhî, Durzî, Isma’îlî, Sunni, Shi’î, kullunâ bidnâ al-hurriyya]). Αν κάποιοι Χριστιανοί υποστηρίζουν το καθεστώς, άλλοι εντάσσονται στις τάξεις της αντιπολίτευσης, μερικές φορές ακόμη και ως κοινότητα, όπως η Ασσυριακή Δημοκρατική Οργάνωση. Σε αυτή την κρίση, όπως και στις προηγούμενες, αναπτύχθηκαν δύο αφηγήματα κατά των Χριστιανών της Συρίας. Από τη μία πλευρά, οι ριζοσπάστες Ισλαμιστές τους αποκλείουν με το σκεπτικό ότι είναι «έξω από το έθνος» γιατί είναι απόγονοι των Σταυροφόρων. Έτσι αρνούνται το ιστορικό της παρουσίας τους στη Συρία και υποψιάζονται ότι ήταν οι πράκτορες των δυτικών δυνάμεων. Αυτή η ψευδής γενεαλογία μερικές φορές εσωτερικεύεται από τους ίδιους τους χριστιανούς Σύρους, τους οποίους έχουμε ακούσει μερικές φορές να χρησιμοποιούν τον όρο diyûf («επισκέπτες») για να περιγράψουν τον εαυτό τους, εκφράζοντας το αίσθημα της απαραίτητης προστασίας για αυτούς. Από την άλλη, κάποιοι δυτικοί Χριστιανοί βλέπουν σε αυτούς τους ομοίους τους, που ενσαρκώνουν τόσο τον αρχικό χριστιανισμό όσο και το μέλλον του. Ιστορικοί όπως οι Bernard Heyberger και Aurélien Girard δείχνουν ότι η ίδια η έκφραση «Χριστιανοί της Ανατολής» ενέχουν αυτό το φαντασιακό της προστασίας. Μετά τις επιθέσεις κατά των Χριστιανών στη Μοσούλη του Ιράκ, προσωπικότητες εμφανίζουν στα κοινωνικά δίκτυα το γράμμα «n» για το «nasrânî» (Ναζωραίοι), σύμβολο αλληλεγγύης προς τους χριστιανικούς πληθυσμούς της περιοχής. Αυτές οι «αμφίβολες» συμπάθειες ουσιοποιούν τις χριστιανικές κοινότητες και τροφοδοτούν τη φαντασίωση της ξενιτιάς τους στη δική τους κοινωνία.
Πηγή: Manon-Nour Tannous, La Syrie au-delà de la guerre. Histoire. Politique. Société. Editions Le Cavalier Bleu.
(από antifono.gr)